Η ΑΠΟΔΟΧΗ ΚΑΙ Η ΕΞΟΔΟΣ

Χρήστος Χρυσόπουλος

Ένα σχόλιο για την έκθεση του Κώστα Ρουσσάκη «Σήμερα έπρεπε». Γκαλερί Έλικα 24 Μαρτίου - 29 Απριλίου 2017

Η μόνη χαρά στον κόσμο είναι να ξεκινάς
Τσέζαρε Παβέζε

Ορισμένες φορές, τυχαίνει κάποια πράγματα να χτυπήσουν «κέντρο». Όχι με την έννοια της χωρικής τοποθέτησης, αλλά με την αίσθηση της χρονικής σύμπτωσης. Με εκείνη την ανύποπτη έκπληξη ότι κάτι καίριο συμβαίνει τη στιγμή ακριβώς που του επιτρέπεται. Η φωτογραφία που συνόδευε την έκθεση του Κώστα Ρουσσάκη «Σήμερα έπρεπε» εικόνιζε τον καλλιτέχνη να ανεβαίνει ένα ηλιοφώτιστο κλιμακοστάσιο πολυκατοικίας. Το είδωλο θολό λόγω της κίνησης. Με το κεφάλι ριγμένο πίσω, το βλέμμα να κοιτά το ταβάνι, η ανθρώπινη φιγούρα περπατά στα τυφλά ισορροπώντας στο πρόσωπο ένα μπαστούνι του μπέηζμπωλ σε απολύτως κατακόρυφη θέση, θαρρείς μετρημένη με τη στάθμη του νήματος, παγωμένη στο κλάσμα του χρόνου.

Ίσως να φταίει η ψυχαναγκαστική φύση ενός συγγραφέα που έχει εθιστεί να διακρίνει τις συμμετρίες του λόγου. Ίσως, πάλι, αιτία να είναι η χειρονομία του Κώστα Ρουσσάκη που μοιάζει τόσο εμπρόθετη και συνάμα, τόσο υπαινικτική, ώστε –σχεδόν– να καταλαμβάνει την αντίληψη με την αινιγματική δραστικότητα που έχουν οι αφορισμοί: μια βαθιά διαπλοκή κομψότητας και νοήματος, όπου πίσω από κάθε σύναψη κρύβεται μια δεύτερη... συχνά και μια επόμενη.

Παραδίνομαι στην παρόρμηση να ορίσω εγώ εκ νέου, από τη θέση ελευθερίας ενός θεατή, την εργασία του Κ.Ρ., επιστρέφοντας με αυθαίρετο τρόπο τη δική του πρόθεση πίσω στο έργο. Με αυτή την απόφαση αντιστρέφω την εικόνα: είναι ο καλλιτέχνης πλέον εκείνος που ισορροπεί πάνω στο σημείο στήριξης του μπαστουνιού, όχι το ανάποδο.

Στο έργο «Επιτέλους μόνοι» δυο κομμάτια ξύλο ισορροπούν συμμετρικά στο έδαφος ως ένα ασύμμετρο «Χ» με το σημείο τομής των αξόνων να βρίσκεται όχι στο κέντρο αλλά λίγο πάνω από το έδαφος. Πρώτα εδώ η ασύμμετρη-συμμετρία του Ρουσσάκη. Και επίσης στον τίτλο το επίρρημα, η ένδειξη του χρόνου που επέτρεψε τη συνθήκη της μόνωσης: «Επιτέλους μόνοι». Στο ένα άκρο του έργου, είναι τοποθετημένο ένα εκμαγείο διπλού, επίτοιχου, διακόπτη ρεύματος. Το ένα πλήκτρο γυρισμένο δεξιά και το άλλο αριστερά. Αυτός ο μικροσκοπικός κατοπτρισμός του έργου μέσα στο έργο, ένα δεύτερο «Χ», αλλά αυτή τη φορά με την απόλυτη συμμετρικότητα του βιομηχανικού εξαρτήματος. Και η υπόδειξη του «σημείου μηδέν» ανάμεσα στον ανοιχτό και στον κλειστό διακόπτη, ανάμεσα στη διέλευση και στη διακοπή, στην αγωγή και στη μόνωση. Ως γύψινο εκμαγείο. Ως επιθυμία ή ως ανάμνηση.

Στο έργο «Σουβενίρ» τέσσερις πλατιές ξύλινες «σφήνες» διατάσσονται συμμετρικά για να διαμορφώσουν το πλαίσιο φιλοξενίας ενός σχεδίου: ΓΟΡΗΛΑΣ και ακριβώς κάτω από το μεσαίο «Η» (το γράμμα της διάζευξης) τοποθετημένο το επίσης συμμετρικό σχεδίασμα μιας αρχετυπικής δίποδης μορφής με τα άκρα σε διάταση. Η ιστορία του έργου είναι ακριβώς η ιστορία μιας φιλοξενίας: το σχέδιο δεν ανήκει στον Ρουσσάκη αλλά σε κάποιο προσφιλές του πρόσωπο. Ο καλλιτέχνης αναλαμβάνει να κατασκευάσει έναν χώρο υποδοχής. Ο τίτλος είναι: «Σουβενίρ» – ενθύμιο. Το ξύλινο πλαίσιο του Ρουσσάκη φυλακίζει τον χρόνο τη στιγμή ακριβώς που το μολύβι ακουμπά στο χαρτί.

«Κάπου εδώ το είχα αφήσει ρε γαμώτο». Μοιάζει με ευφυολόγημα ο τίτλος αυτός, μα στην ουσία αποτελεί την αντίστιξη του «Σουβενίρ». 'Η μάλλον την έλλειψή του, επειδή εδώ δεν υπάρχει τίποτα για να εκκινήσει η μνήμη. Είναι μια άλλη γραφή: ένα βιβλίο αλλά περίκλειστο, δεμένο και από τις δυο πλευρές, ένα βιβλίο αδύνατο που διαθέτει δυο ράχες αντικριστές και είναι τοποθετημένο πάνω σε ένα σκαμνί κατασκευασμένο από συμμετρικά κομμάτια ξύλο. Η υπόδειξη εδώ είναι καταφανής. Ο αφηγηματικός χρόνος, ο χρόνος στον οποίο εκτυλίσσεται η ανάγνωση, ο αποτυπωμένος στη γραφή χρόνος της διήγησης, παραμένει απροσπέλαστος. Φυλάσσεται μέσα στις σελίδες. Υπάρχει εκεί, καταγεγραμμένος αλλά απρόσιτος. Η ιστορία, η μνήμη, η σκέψη, ο λόγος... ούτε αλλάζουν, μα ούτε φανερώνονται. Το μαύρο δέρμα του εξωφύλλου παραμένει άτιτλο. Το περιεχόμενο είναι άδηλο. Ο ιδιοκτήτης του σκαμνιού δεν αποκαλύπτεται στον θεατή.

Η «Πιετά» δεσπόζει στον χώρο ως κορύφωση ταυτοχρόνως εννοιολογική και κυριολεκτική. Δυο καθίσματα, μια ξύλινη πολυθρόνα κήπου και μια αναδιπλούμενη σεζ-λονγκ, σε σφιχτό εναγκαλισμό. Η μία ανήκε στον πατέρα του Κώστα Ρουσσάκη. Το μεταθανάτιο σύμπλεγμα του ελέους, είναι καθηλωτικά τοποθετημένο σε ψηλά ξύλινα πόδια στερεωμένα με σφιγκτήρες, δίνοντας την εντύπωση ενός γιγάντιου σκελετού. Τα πάντα εδώ παγώνουν. Η στιγμή της αποκαθήλωσης τοποθετείται με οξύμωρο τρόπο, όχι χαμηλά στο έδαφος, αλλά ψηλά στο ταβάνι της αίθουσας, σημειώνοντας την απόλυτη διακοπή, τη σχάση που διαχωρίζει τον χρόνο σε πριν και μετά. Σε αυτό που ενυπάρχει και σε αυτό που εξέλειπε. Σε αυτό που είναι και σε αυτό που δεν έγινε κατορθωτό. Σε αυτό που απομένει να γίνει. Στην ευκαιρία που απωλέσθηκε. Το μόνο ενδεχόμενο εδώ είναι η λύπη.

Απέναντι σε αυτό το έργο στοιχίζει η δική μου αντίληψη τον συνολικό τίτλο της έκθεσης: «Σήμερα έπρεπε». Μόνο που το σήμερα του τίτλου είναι ήδη συντελεσμένο, το ρήμα συντάσσεται σε παρατατικό χρόνο: ήταν πρέπον, έπρεπε τότε... χάθηκε... το ερωτηματικό υφέρπει ανείπωτο...

Η διάταξη του χώρου οδήγησε τον Κ.Ρ. να τοποθετήσει το ύστατο έργο ετούτης της αφήγησης σε μια γωνία. Είναι το μπαστούνι του μπέηζμπωλ που ισορροπούσε ο Ρουσσάκης στη φωτογραφία της σκάλας. Μοιάζει αφημένο εκεί μετά την έξοδο του ιδίου. Υπόλειμμα αυτή τη φορά και όχι σουβενίρ. Αυτό που έμεινε πίσω και όχι αυτό που κρατήθηκε για να θυμίζει. Ο τίτλος του: «Απαλά». Μοιάζει να είναι η απάντηση στο ερώτημα που απομένει αναπάντητο στον τίτλο της έκθεσης. Είναι η απόκριση στη λύπη της Πιετά. Μια σιωπηλή απαλότητα. Η αποδοχή και η έξοδος. Η συνέχιση και όχι το τέλος.

Ορισμένες φορές, όντως, τυχαίνει κάποια πράγματα να χτυπήσουν «κέντρο». Η συναρμογή των έργων στην έκθεση «Σήμερα έπρεπε» αντέστρεψε το άνυσμα της εξόδου. Με καθήλωσε. Η συγκεκριμένη έκθεση δεν ήταν αυτό που εννοεί η λέξη: το δείξιμο, το άνοιγμα. Δεν ήταν η έξοδος του καλλιτέχνη προς τον δημόσιο χώρο, δεν κατασκεύασε μια συλλογική επικράτεια ο Ρουσσάκης αλλά το αντίστροφο, μεταμόρφωσε τη γκαλερί σε έναν χώρο ενδόμυχο, προσωπικό, σχεδόν οικιακό. Σε προσκαλούσε να τον ενοικήσεις. Να ακουμπήσεις –μεταφορικά– πάνω στα αντικείμενα. Να κρατηθείς από αυτά. Όλα συνήσαν προς αυτόν τον σκοπό: τα υλικά, η οικονομία των αντικειμένων, η αδιευκρίνιστη αίσθηση που είχες όταν έμπαινες εκεί... Οι ανείπωτες ιστορίες πίσω από κάθε έργο. Ίσως γι’ αυτό ετούτο το κείμενο πήρε χρόνο για να γραφτεί. Χρειάστηκε απόσταση για να κατακαθίσει το γεγονός στη συνείδηση.

Το ολόγραμμα της μορφής του Κώστα Ρουσσάκη έστεκε στον τοίχο ως σημείο ετερότητας κοιτώντας τα έργα λοξά. Ίσως θα έπρεπε να είναι έτσι. Η φασματική εικόνα του ίδιου του καλλιτέχνη κοιτά επιτακτικά. Στο πρόσωπο φέρει ένα οξύ καμπυλωτό ράμφος. Του έχει αφαιρεθεί η ικανότητα της ομιλίας...

Ο Τσέζαρε Παβέζε πέθανε στο Τορίνο τον Αύγουστο του 1950.

 

ΥΓ1. Στη συνείδηση του γράφοντος χαράκτηκε μια συνειρμική διαδρομή ορίζοντας μια νέα χωροθεσία των έργων. Ίσως δεν έχει και τόση σημασία σε ποια θέση στεκόταν καθένας τους στην πραγματικότητα. Η μνήμη είναι η μεγαλύτερη πλαστογράφος.

ΥΓ2. Το ολογραμμικό πορτρέτο του Κώστα Ρουσσάκη φέρει τον τίτλο «Τορίνο».

ΕΙΚΟΝΕΣ

(Φωτογραφίες: Ειρήνη Μπαχλιτζανάκη)

Ο Χρήστος Χρυσόπουλος ασχολείται με διαφορετικά είδη λογοτεχνίας (πεζογραφία, δοκίμιο, χρονικό), με τη θεωρία και με τη φωτογραφία. Έχει βραβευτεί με το Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών (2008), το διεθνές βραβείο Balkanika (2015) και το γαλλικό βραβείο Prix Laure Bataillon (2014). Είναι μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Πολιτισμού (ECP) και της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Συγγραφέων (SEUA). Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.

Χρήστος Χρυσόπουλος

Christos Chrissopoulos, born in 1968 in Athens, is a novelist and essayist. He has published fourteen books and received a number of grants and awards, including the Academy of Athens Prize in 2008 and the prizes Laure-Bataillon (France, 2013) and Balkanika (2015). His work is available in several languages. 

Ορισμένες φορές, όντως, τυχαίνει κάποια πράγματα να χτυπήσουν «κέντρο». Η συναρμογή των έργων στην έκθεση «Σήμερα έπρεπε» αντέστρεψε το άνυσμα της εξόδου. Με καθήλωσε. Η συγκεκριμένη έκθεση δεν ήταν αυτό που εννοεί η λέξη: το δείξιμο, το άνοιγμα. Δεν ήταν η έξοδος του καλλιτέχνη προς τον δημόσιο χώρο, δεν κατασκεύασε μια συλλογική επικράτεια ο Ρουσσάκης αλλά το αντίστροφο, μεταμόρφωσε τη γκαλερί σε έναν χώρο ενδόμυχο, προσωπικό, σχεδόν οικιακό. Σε προσκαλούσε να τον ενοικήσεις. Να ακουμπήσεις –μεταφορικά– πάνω στα αντικείμενα. Να κρατηθείς από αυτά. Όλα συνήσαν προς αυτόν τον σκοπό: τα υλικά, η οικονομία των αντικειμένων, η αδιευκρίνιστη αίσθηση που είχες όταν έμπαινες εκεί... Οι ανείπωτες ιστορίες πίσω από κάθε έργο. Ίσως γι’ αυτό ετούτο το κείμενο πήρε χρόνο για να γραφτεί. Χρειάστηκε απόσταση για να κατακαθίσει το γεγονός στη συνείδηση.