Απελευθέρωση Blues

Γιάννης Μπουτάρης

Ιδέες, δράσεις και πολιτικές για την ανάκτηση της πολυεθνικής και πολυπολιτισμικής ταυτότητας της Θεσσαλονίκης όπως παρουσιάστηκαν στους Έλληνες επιστήμονες της Ελβετίας

Πριν μερικά χρόνια, διάφοροι γνωστοί και μη εξαιρετέοι είχαν σπεύσει πάλι να με κατηγορήσουν για ελλιπή πατριωτισμό. Δεν έδειχνα, λέει, τον πρέποντα ενθουσιασμό για τα 100 χρόνια της τοπικής «εθνικής παλιγγενεσίας», για την απελευθέρωση της πόλης. Πράγματι, είχα αποφύγει να πάω στη φιέστα, όπως την αποκάλεσα τότε, της αναπαράστασης της εισόδου του απελευθερωτή στρατού στην πόλη, με επικεφαλής τον πρίγκιπα τότε και μετέπειτα βασιλέα Κωνσταντίνο. Η πραγματικότητα με δικαίωσε και πολιτικά και αισθητικά: επρόκειτο για ένα συνονθύλευμα κακόγουστου κιτς και εθνικιστικών μύθων. Απέφυγα τότε να δώσω συνέχεια γιατί έλλειπε η ψυχραιμία για σοβαρή κουβέντα. Σήμερα, εδώ στη Ζυρίχη, σε απόσταση ασφαλείας, τοπική και χρονική από τότε, θέλω να μοιραστώ μαζί σας κάποιες μνήμες από την ιστορία της αγαπημένης μου πόλης. Και μαζί κάποιες σκέψεις που δένουν το παρελθόν αυτό της πόλης με το σήμερα και το αύριό της.

Κακά τα ψέματα, η αναίμακτη κατάληψη της πόλης από τον ελληνικό στρατό ήταν μια ανακουφιστική, αν όχι σωτήρια, ιστορική εξέλιξη για μας τους Σαλονικιούς. Γλύτωσε την πόλη από τον ρεβανσισμό του βουλγαρικού εθνικισμού αλλά και από τον πιθανότατο εκσοβιετισμό της μερικές δεκαετίες αργότερα. Η πόλη είχε την ιστορική ευκαιρία να αντλήσει απρόσμενη ζωτικότητα από τις δυνάμεις του επελαύνοντος ελληνισμού. Σέβομαι και τιμώ την εθνική έξαρση που οδήγησε την πόλη στην αγκαλιά της Ελλάδας. 

Ωστόσο, αναδρομικά, αυτή η ικανοποίηση μού αφήνει –δεν μπορώ να το κρύψω– μια γεύση πικρή στο τέλος. Είναι η πίκρα που αφήνει μια τρελή ελπίδα που χάθηκε. Διότι οι βαλκανικοί λαοί, που για αιώνες έζησαν ειρηνικά, βρέθηκαν αμετάκλητα στην τροχιά της σύγκρουσης. Oι βαλκανικοί πόλεμοι μπλέχτηκαν με τον μεγάλο πόλεμο και τον συναγωνίστηκαν σε οδύνη.

Και όμως για μια στιγμή το ζεστό εκείνο καλοκαίρι του 1908, εμείς οι Σαλονικιοί πιστέψαμε ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να συμβούν κι αλλιώς. Και φαίνεται να το πιστέψαμε ειλικρινά, αν και μάταια.

Για έναν αιώνα σχεδόν, η πάλαι ποτέ κραταιά Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο «Μεγάλος Ασθενής» των Ευρωπαίων, κατέρρεε αργά. Για να προλάβει το αναπόφευκτο, η οθωμανική ελίτ προχώρησε σε θεαματικές μεταρρυθμίσεις. Στόχος ήταν ο εκσυγχρονισμός της διοίκησης και της οικονομίας και η αναβάθμιση της σχέσης του κράτους με τις πολλές και διαφορετικές θρησκευτικές και εθνικές ομάδες της χώρας. Το Τανζιμάτ, όπως λέγεται η φιλόδοξη αυτή προσπάθεια, ξεκινά με τα σουλτανικά διατάγματα του 1839. Κορυφώνονται με την «παραχώρηση» του πρώτου οθωμανικού συντάγματος του 1876. 

Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, το 1877, είχε σαν αποτέλεσμα να ανασταλεί το σύνταγμα χωρίς να προλάβει κατ’ ουσίαν να εφαρμοστεί.

Σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο όμως έτρεχαν. Οι λαοί της αυτοκρατορίας, Έλληνες, Εβραίοι, Αρμένιοι, Σέρβοι, Βούλγαροι αλλά και οι ίδιοι οι Τούρκοι είχαν αναθαρρήσει από την υπόσχεση της συνταγματικής ισονομίας. Ξεδίπλωσαν όλο τον συσσωρευμένο για αιώνες δυναμισμό τους, με αποτέλεσμα μια πρωτοφανή άνθηση, οικονομική και πολιτιστική. Επίκεντρο ήταν τα μεγάλα εμπορικά κέντρα της οθωμανικής Βαλκανικής και ανατολικής Μεσογείου. H Σμύρνη, το Aϊβαλί, η Καισάρεια, το Μοναστήρι, και κυρίως η Θεσσαλονίκη μας, η ευρωπαϊκή πρωτεύουσα της επικράτειας. Τα αστικά κέντρα έζησαν μεγάλες στιγμές δόξας.

Σήμερα θυμόμαστε συνήθως την εποχή εκείνη σαν φόντο για βουβά ντοκιμαντέρ. Σπάνια όμως συνειδητοποιούμε την ακμή, τον πλούτο, τον πειραματισμό και τη καλαισθησία των ημερών εκείνων. Κι όμως τα αντικρίζεις καθημερινά περιδιαβαίνοντας τα βουλεβάρτα της Θεσσαλονίκης, τα παλιά μέγαρα, τις σικάτες επαύλεις Ελλήνων, Εβραίων, Ντονμέδων ή Οθωμανών αξιωματούχων. Όχι, ας το θυμόμαστε αυτό καλά, ο ελληνικός στρατός δεν παρέλαβε κάποιον οικισμό αλυτρώτων υπό φρικώδη οθωμανικό ζυγό. Πήρε μια πολυεθνική μητρόπολη ανοικτή στο μέλλον, που έσφυζε από εμπορική ζωή, δημιουργική ζωντάνια και νέες ιδέες.

***

Αρχές του 20ού αιώνα, είναι σαφές ότι το οθωμανικό κράτος δεν μπορεί να παρακολουθήσει τον δυναμισμό των κοινωνικών δυνάμεων που απελευθέρωσαν οι μεταρρυθμίσεις. Η κατάσταση κυοφορούσε δραστικές πολιτικές εξελίξεις. Είχαν αρχίσει πια να μαζεύονται βαριά τα σύννεφα του ανταγωνισμού μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Στα Βαλκάνια όμως μαινόταν ήδη ο ανταγωνισμός μεταξύ νεαρών εθνικών κρατών της περιοχής με «λεία» τα ευρωπαϊκά οθωμανικά εδάφη. Οι μεγαλοϊδεατισμοί τους ξεκίνησαν ως ιδεολογική παραμυθία για κατακτημένους. Τώρα όμως είχαν μετατραπεί πια σε όχημα των επιδιώξεων των πολιτικών και οικονομικών ελίτ τους. Στην περιοχή μας, τη Μακεδονία, το παιχνίδι αυτό παιζόταν σκληρά, με ένοπλα αποσπάσματα στα μυστικά του βάλτου. Το παιχνίδι σύντομα όμως πέρασε και μέσα στην πόλη: κάθε βδομάδα τα βουλεβάρτα της Θεσσαλονίκης συγκλονίζονταν από μια βόμβα ή αντηχούσαν πιστολιές. Η ανησυχία μεταξύ όλων των λαών της Θεσσαλονίκης για την τύχη που τους περίμενε στην μετά-οθωμανική εποχή μεγάλωνε.

Με την κοινή αυτή αγωνία των πληθυσμών της πόλης για το αύριο στοιχήθηκε το λεγόμενο κίνημα των Νεότουρκων. Ένα φαινόμενο ανάλογο των κινήσεων που στην παλιά Ελλάδα οδήγησε στο κίνημα στο Γουδή. Με την τελική όμως επικράτησή τους οι Νεότουρκοι θα καταφύγουν σε έναν πολεμοχαρή εθνικισμό. Θα παρασύρουν τη χώρα στη δίνη του μεγάλου πολέμου στο πλευρό της Γερμανίας. Και μετά, θα ξεσπάσουν με άγριο και απάνθρωπο μένος στους πληθυσμούς των Ποντίων και των Αρμενίων.

Πίσω στα 1908 όμως, ήταν ακόμη μια δράκα από ενθουσιώδεις νεαρούς ιδεολόγους που έβλεπαν στη λαϊκή αγωνία για το αύριο την ευκαιρία να ανατρέψουν το σουλτανικό καθεστώς και να αποκαταστήσουν την ευρωστία του κράτους. Το σημαντικό εδώ είναι ότι έδωσαν συγκεκριμένη έκφραση σε ένα κοινό αίτημα όλων των λαών της αυτοκρατορίας: αποκατάσταση του συντάγματος και πολιτική ισονομία για όλους πέρα από θρησκείες και εθνική καταγωγή. Όλα τα γένη της πόλης το πιστέψανε. Γιατί εξέφραζε την πραγματική κοινή τους επιθυμία να ζήσουν σαν ίσοι πια, μαζί, με ασφάλεια. Ο κόσμος είχε ανάγκη από λίγη ησυχία. Και πάνω απ' όλα έχει σημασία ότι το πιστέψαμε οι Έλληνες της πόλης. Συμμετείχαμε πρωταγωνιστικά στα γεγονότα.

Τον Ιούλη του 1908 ξέσπασε το κίνημα. Μοιράζονται προκηρύξεις με τα αιτήματα των επαναστατών στρατιωτικών και κυκλοφορούν φήμες για κινήσεις στρατού. Στη Θεσσαλονίκη ταραγμένα πλήθη μαζεύονται στις πλατείες. Το πρωί της 23ης στο μπαλκόνι του διοικητηρίου, σημερινού Υπουργείου Μακεδονίας-Θράκης, εμφανίζονται ο Έλληνας μητροπολίτης, ο πρόεδρος του Βουλγαρικού Κομιτάτου της πόλης και ο μουφτής. Αγκαλιάζονται, φιλιούνται και προτρέπουν το έκπληκτο πλήθος να κάνουν το ίδιο, γιατί από σήμερα είμαστε όλοι ίσοι και αδέλφια. Τα πλήθη ξεσπούν σε ξέφρενη χαρά. Κοινό σύνθημα του πολύχρωμου πληθυσμού της πόλης γίνεται το Ζήτω το Σύνταγμα και Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη, Δικαιοσύνη. Κάθε μέρα ξεσπούν αυθόρμητες διαδηλώσεις. Δεκάδες σύλλογοι, σωματεία, όμιλοι όλων των κοινοτήτων οργανώνουν πυρετωδώς πολιτικές εκδηλώσεις. Έλληνες, Σέρβοι, Τούρκοι και Βούλγαροι εναλλάσσονται με φλογερές ομιλίες για τη νέα δημοκρατία που μόλις γεννήθηκε. Ακούγεται στο μεταξύ ότι ο σουλτάνος απέρριψε τα αιτήματα των επαναστατών. Οι Νεότουρκοι, με το 3ο σώμα του οθωμανικού στρατού στις διαταγές τους, απειλούν να βαδίσουν στην Πόλη. Ο σουλτάνος υποχωρεί, ανακαλεί το σύνταγμα του 1876 και προκηρύσσει για πρώτη φορά γενικές εκλογές. Ο ενθουσιασμός είναι απερίγραπτος. 

Η ευφορία κράτησε μόλις μερικούς μήνες. Το βάρος των εξελίξεων μεταφέρθηκε στην πόλη και το ενδιαφέρον όλων απορρόφησε ο εκλογικός νόμος. Ξανάρχισαν οι γκρίνιες, οι ανταγωνισμοί και οι πονηριές μεταξύ εθνοτήτων. Και τα πραγματικά προβλήματα σωρεύονταν άλυτα, μέχρι που μια σειρά από πραξικοπήματα και αντιπραξικοπήματα θα δώσουν βίαιο τέλος στην περιπέτεια. Ο σουλτάνος διαλύει τη νεόκοπη βουλή, αναστέλλει ξανά το σύνταγμα και διατάζει τη σύλληψη των μελών της κυβέρνησης και πολλών πολιτικών υποστηρικτών της, Τούρκων, Εβραίων, Ελλήνων κ.λπ. Οι Νεότουρκοι υλοποιούν την απειλή τους και η στρατιά της Μακεδονίας βαδίζει για την Πόλη. Ο σουλτάνος καθαιρείται, αντικαθίσταται από τον συγκαταβατικότερο αδελφό του και εκτοπίζεται στη Θεσσαλονίκη, συγκεκριμένα στη Βίλλα Αλλατίνι, εκεί που σήμερα βρίσκεται η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας. Αντί να αποκαταστήσουν τη δημοκρατία όμως, οι Νεότουρκοι στρατιωτικοί εγκαθιδρύουν το δικό τους καθεστώς. Επικαλούμενοι τον κίνδυνο επικείμενων αποσχιστικών ενεργειών, επιβάλλουν μια σειρά από καταπιεστικά μέτρα εκτουρκισμού των εθνοτήτων της παλιάς αυτοκρατορίας. Οι λαοί της πόλης ξαναβυθίζονται στο σπιράλ της αμοιβαίας καχυποψίας. Αυτή τη φορά όμως ο κοινός φόβος ενώνει Έλληνες, Σέρβους και Βουλγάρους απέναντι στον νεότευκτο τουρκικό εθνικισμό. Σύντομα η συμμαχία αυτή του φόβου θα οδηγήσει στη στρατιωτική συμμαχία μεταξύ βαλκανικών μητέρων πατρίδων, που αδημονούσαν να απελευθερώσουν τους «αλυτρώτους» τους, η καθεμιά σε βάρος της άλλης. Ο δρόμος για τον πόλεμο ήταν πια ανοικτός. 

Η μαχητική ικανότητα και η καλή τύχη του ελληνικού στρατού τον έφεραν –ευτυχώς για εμάς– πρώτο στην πόλη, που του παραδόθηκε ειρηνικά. Οι άλλοι λαοί της πόλης μούδιασαν, αβέβαιοι για το μέλλον. Ωστόσο, η νέα ελληνική διοίκηση ενήργησε άμεσα και ανακουφιστικά εξαγγέλλοντας πανηγυρικά την ισοπολιτεία μεταξύ θρησκειών και εθνοτήτων που υποσχόταν και το άτυχο σύνταγμα των Οθωμανών. Τούρκοι και Εβραίοι πήραν στα σοβαρά τις διακηρύξεις για ευνομία και αλληλοσεβασμό. Παρ’ όλες τους τις ανησυχίες κι επιφυλάξεις, συνεργάστηκαν δημιουργικά με τους νέους ιθύνοντες. Σας θυμίζω ότι ο πρώτος προκάτοχός μου υπό ελληνική διοίκηση, διορισμένος όχι εκλεγμένος, ήταν ένας αξιοπρεπέστατος κύριος, ο κ. Οσμάν Σαΐτ, ένας Τούρκος συμπολίτης μας. 

Η μοίρα όμως είχε αποφασίσει αλλιώς. Σε λίγο έφθασε ο μεγάλος πόλεμος με την Τουρκία και τη Βουλγαρία από τη μεριά του εχθρού. Και αμέσως μετά ήλθε η καταστροφική εκστρατεία στη Μικρασία και ο μεγάλος ξεριζωμός της ανταλλαγής. Η πόλη έχασε έτσι, εκτός από τους Βουλγάρους της, και τη δεύτερη μεγαλύτερη ομάδα της, τους Τούρκους, μαζί με τη δυναμική μειονότητα των εύπορων Ντονμέδων της. Σε είκοσι χρόνια θα έχανε υπό φρικτές συνθήκες και τη μεγαλύτερη εθνοθρησκευτική ομάδα της.

***

Γι’ αυτό λοιπόν η θύμηση της απελευθέρωσης δεν είναι μόνο χαρά. Σέρνει μαζί της πολλή θλίψη και πίκρα για το χαμένο στοίχημα της πολύχρωμης δημοκρατίας των ίσων. Ίσως να μην ήταν παρά μια μάταιη φαντασίωση. Ίσως να ήταν όλα χαμένα ήδη από χέρι. Ίσως. Σίγουρα όμως εμείς οι Σαλονικιοί, οι Έλληνες αλλά και οι άλλοι, αυτοί που χάθηκαν, διώχτηκαν ή φύγαν, πιστέψαμε για μια στιγμή στο όνειρο αυτό με όλη μας την καρδιά. Και μετά ξεμείναμε στην εθνική μοναξιά μας, με μόνη παρέα τη μνήμη της παλιάς πολύβουης πόλης και τους δικούς μας πρόσφυγες με το σαράκι τους. Αχ, αλλιώς την πήραμε την πόλη το ’12 και αλλιώς την καταντήσαμε σήμερα, εμείς, οι Έλληνες. 

***

Γι' αυτό λοιπόν στην Πρωτοβουλία σήμερα νιώθουμε ένα χρέος απέναντι στην πόλη, με τους κατοίκους της και την συναρπαστική της ιστορία. Το χρέος να ανακτήσουμε την παλιά ταυτότητα της δημιουργικής πολυμορφίας που κινεί ο ίδιος πόθος για κοινή προκοπή με ελευθερία και αλληλοσεβασμό. Γιατί αυτή είναι τελικά το κόκκινο νήμα που συνέχει αδιάλειπτα το δικό μας σήμερα με τις απαρχές της πόλης μας, της κοσμοπολίτικης ελληνιστικής πόλης των επιγόνων, της ρωμαϊκής μητρόπολης του Γαλερίου, της βυζαντινής Συμβασιλεύουσας του Βυζαντίου, της ανυπότακτης εστίας των Ζηλωτών, της ευρωπαϊκής πρωτεύουσας των Οθωμανών και της Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων. 

Ανάκτηση μιας πολυεθνικής και πολυπολιτισμικής ταυτότητας σημαίνει σήμερα πολλά και σύνθετα πράγματα. Αυτά αρθρώνονται σε τρεις χονδρικούς άξονες:

Πρώτα απ’ όλα είναι η μνήμη και η αναγνώριση του άλλου, αυτού που χάθηκε αλλά κι αυτού που μας συνδέει ακόμη. Πάνω στον άξονα αυτό «δένουν» σειρά από δράσεις και πρωτοβουλίες μας, από τη μαχητική διάσωση του τετράπυλου της Εγνατίας και τη μέριμνα κι ευαισθησία για την ανάδειξη των οθωμανικών μνημείων έως την πορεία της μνήμης στα βαγόνια του Άουσβιτς και το μουσείο του Ολοκαυτώματος που σχεδιάζουμε εντατικά. 

Δεύτερος παράλληλος άξονας είναι η αναβίωση των δεσμών, οι ανταλλαγές, η δικτύωση, η δημιουργική συνέργεια με τους λαούς που κάποτε ζούσαν μαζί μας στις ίδιες γειτονιές. Συγχωρήστε μου που καμαρώνω όταν για πρώτη φορά από τα χρόνια εκείνα, στους δρόμους της πόλης σήμερα ξανακούγονται τόσες πολλές και διαφορετικές λαλιές, συναντώνται και πάλι τόσες διαφορετικές ταυτότητες και κουλτούρες, εθνικές και θρησκευτικές, παλιές και νέες. Το καταφέραμε και το προχωράμε παραπέρα μέσα από τη διπλωματία των πόλεων και τη διαρκή ανάδειξη της πόλης σε κόμβο επιχειρηματικότητας, σε ποιοτικό και αξιόπιστο τουριστικό προορισμό, σε σταυροδρόμι πολιτιστικών συναντήσεων, σε θύλακα καινοτομικής εκπαίδευσης. 

Ο τρίτος άξονας, τέλος, είναι η ανυποχώρητη επιμονή να κρατήσουμε την πόλη ανοιχτή στο αύριο, στο καινούργιο και στο διαφορετικό. Και αυτό σημαίνει εξίσου ανυποχώρητη αφοσίωση στη δημοκρατία και στα δικαιώματα του ανθρώπου. Το διαφορετικό που σέβεται τον άλλο γίνεται και πρέπει να γίνεται στην πόλη αυτή απεριόριστα ανεκτό. Γιατί η συμβίωση των διαφορών είναι δημιουργική. Και το πώς η διαφορά γίνεται πηγή δημιουργίας και προκοπής το ξέρει από πρώτο χέρι η πόλη μας, η μεγάλη πόλη των προσφύγων. Προσφύγων όλων των ειδών, των αδελφών μας από τον Πόντο και τη Μικρασία παλιότερα, των ανθρώπων από τη Συρία σήμερα. Ακόμη και ερωτικών προσφύγων. Από το Pride μέχρι την εντατική συνέργεια με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, η δημοτική αρχή της πόλης εγγυάται σε δημότες και επισκέπτες της τον ίσο σεβασμό και προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους, πέρα από γένη και θρησκείες. 

Για να μην παρεξηγηθώ, πολυπολιτισμικότητα σημαίνει για μένα εν ολίγοις ισότητα μεταξύ των διαφόρων ομάδων της πόλης. Η ισότητα αυτή όχι μόνο ενυπάρχει σε ένα συνεκτικό και αποτελεσματικό κράτος αλλά διασφαλίζεται από αυτό. Όλοι πρέπει να είναι ίσοι απέναντι στο νόμο, ανεξαρτήτως προέλευσης και προσανατολισμού. Είναι καιρός να το χωνέψουμε αυτό όχι μόνο στα λόγια αλλά και στην πράξη.

Η ανάκτηση της παλιάς ταυτότητας της Θεσσαλονίκης δεν είναι αυτοσκοπός, δεν είναι μια απλή επιστροφή σε ένα παρελθόν που χάθηκε. Είναι το άνοιγμα μιας νέας προοπτικής για την πόλη και ολόκληρη τη χώρα σε μια εποχή που αψηφά σύνορα και εθνικές καθηλώσεις. Γιατί, όπως έδειξε η πρόσφατη κρίση του Σέγκεν, το στοίχημα μιας ενωμένης δημοκρατικής Ευρώπης δεν φαίνεται να μπορεί να κερδηθεί με παίκτες τα εθνικά κράτη. Ούτε τις περιβόητες περιφέρειες που οι διεκδικήσεις τους υποκρύπτουν συχνά τοπικές εθνικές επιδιώξεις. Η δημοκρατία ήταν πάντα και παραμένει ζήτημα πραγματικής συμμετοχής. Και εδραία βάση της συμμετοχής των πολιτών είναι μόνον οι πόλεις, τα θέατρα της πραγματικής τους ζωής. Ο πολιτισμός ολόκληρος είναι μια υπόθεση αστικής ζωής. Και αυτή η πόλη το ξέρει καλύτερα απ' όλες μέσα στην Ελλάδα. Γι' αυτό και η συμμετοχή της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι το όχημα χάρη στο οποίο η Θεσσαλονίκη, ανακτώντας την παλιά της ταυτότητα και περηφάνια, μπορεί να διαδραματίσει τον ιστορικό της ρόλο. Να γίνει ξανά το μεγάλο χωνευτήρι των παλαιών παραδόσεων, ο μεγάλος κόμβος αναμετάδοσης του νέου και, πάνω απ' όλα, η βάση κινητοποίησης των δυνάμεων της κοινής προκοπής για όλους με αλληλοσεβασμό και ισοπολιτεία, όπως τότε. Οι Οθωμανοί, και μαζί τους οι παλιοί λαοί της πόλης έχασαν τελικά την ιστορική ευκαιρία για μια πραγματική δημοκρατία των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου. Θα επιτρέψουν οι Σαλονικιοί να χαθεί ξανά αυτή η ευκαιρία, αυτή τη φορά από την Ελλάδα;

Σα να τους βλέπω ήδη κάποιους να τρέχουν να φωνάξουν πάλι «Νεοοθωμανός» ο Μπουτάρης, θέλει τη Θεσσαλονίκη δορυφόρο της Κωνσταντινούπολης και των Τούρκων. Για άλλη μια φορά όλοι αυτοί δεν ξέρουν τι τους γίνεται και τι λένε. Γιατί σε τελική ανάλυση αυτό δεν ήταν το σχέδιο ούτε κανενός Κεμάλ, ούτε κανενός Νταβούτογλου. Ήταν όμως το μεγάλο όραμα ενός από τους πιο φλογερούς εραστές της ελευθερίας που έβγαλε ο τόπος, ενός Έλληνα, Βλάχου θαρρώ όπως εγώ, του Ρήγα Βελεστινλή. Η Νέα Πολιτική Διοίκησή του προφήτευε στα 1790 ακόμη πως «αυτοκράτωρ λαός είναι όλοι οι κάτοικοι του βασιλείου τούτου, χωρίς εξαίρεσιν θρησκείας ή διαλέκτου. Έλληνες, Αλβανοί, Βλάχοι, Αρμένιδες, Τούρκοι και κάθε άλλο είδος γενεάς».

Ο Γιάννης Μπουτάρης είναι Δήμαρχος Θεσσαλονίκης.
Το παρόν αποτελεί το κείμενο ομιλίας του σε ημερίδα που διοργάνωσε ο Σύνδεσμος Ελλήνων Επιστημόνων Ελβετίας στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, στις 14.4.2016

Η ανάκτηση της παλιάς ταυτότητας της Θεσσαλονίκης δεν είναι αυτοσκοπός, δεν είναι μια απλή επιστροφή σε ένα παρελθόν που χάθηκε. Είναι το άνοιγμα μιας νέας προοπτικής για την πόλη και ολόκληρη τη χώρα σε μια εποχή που αψηφά σύνορα και εθνικές καθηλώσεις. Γιατί, όπως έδειξε η πρόσφατη κρίση του Σέγκεν, το στοίχημα μιας ενωμένης δημοκρατικής Ευρώπης δεν φαίνεται να μπορεί να κερδηθεί με παίκτες τα εθνικά κράτη. Η δημοκρατία ήταν πάντα και παραμένει ζήτημα πραγματικής συμμετοχής. Και εδραία βάση της συμμετοχής των πολιτών είναι μόνον οι πόλεις, τα θέατρα της πραγματικής τους ζωής.

Η πόλη μας είναι η μεγάλη πόλη των προσφύγων. Προσφύγων όλων των ειδών, των αδελφών μας από τον Πόντο και τη Μικρασία παλιότερα, των ανθρώπων από τη Συρία σήμερα. Ακόμη και ερωτικών προσφύγων. Από το Pride μέχρι την εντατική συνέργεια με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, η δημοτική αρχή της πόλης εγγυάται σε δημότες και επισκέπτες της τον ίσο σεβασμό και προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους, πέρα από γένη και θρησκείες.