Από τον Τιμαρίωνα μέχρι τον Ιμπραήμ Φερίκ πασά

Κατερίνα Πάπαρη

Οι λαβύρινθοι της φαντασιακής πρόσληψης του έθνους στη λογοτεχνία από τον Μεσαίωνα μέχρι τη νεότερη εποχή και τη μεταμοντέρνα εκδοχή του

Τον Οκτώβριο κυκλοφόρησε στα ελληνικά το νέο βιβλίο του Roderick Beaton, Η ιδέα του έθνους στην ελληνική λογοτεχνία. Από το Βυζάντιο στη σύγχρονη Ελλάδα [Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2015, σσ. 523]. Μολονότι, όπως ανέφερε παλαιότερα ο ίδιος ο Beaton, η ιστορία της νεότερης λογοτεχνίας της Ελλάδας έχει γραφτεί περίπου τριάντα φορές από τον 19ο μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα,(1) το νέο έργο του έρχεται να προσφέρει πλούσιο κι ενδιαφέρον υλικό σε μια συζήτηση που όχι μόνο δεν έχει εξαντληθεί αλλά ολοένα διευρύνεται και εξελίσσεται με νέους κάθε φορά όρους σε σχέση με τις εκδοχές και ιστορικές προσλήψεις του έθνους. Εν προκειμένω, λοιπόν, σαφώς δεν γίνεται λόγος απλώς για μια ιστοριογραφική καταγραφή της ελληνικής λογοτεχνίας με όρους πολιτισμικής συνέχειας· αντιθέτως, ο ερευνητής αναζητά τις απαρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας στις απαρχές της αυτοσυνειδησίας της εθνότητας, ενώ παράλληλα –και αυτό ζωηρεύει ιδιαίτερα το ενδιαφέρον του αναγνώστη– αναζητά τις εκδοχές που αποκτά η έννοια του έθνους ανά εποχές, όπως αυτή αντανακλάται μέσα από τη λογοτεχνική παραγωγή. 

Ο ερευνητής εφορμάται από τις δύο επικρατέστερες θέσεις που έχουν διατυπωθεί για τη συνέχεια ή μη του ελληνισμού από τον 12ο μέχρι τον 19ο αιώνα· για τη λανθάνουσα πολιτισμική συνέχεια από τη μια πλευρά και για την ασυνέχεια και ασυμβατότητα των διαφορετικών εποχικών τρόπων σκέψης από την άλλη, δύο θέσεις οι οποίες τον Ιανουάριο του 2005 ζωήρεψαν στη δημόσια αντιπαράθεση ανάμεσα στον Νάσο Βαγενά και τον Αντώνη Λιάκο. Με βάση τα πορίσματα της συστηματικής του έρευνας στη λογοτεχνική παραγωγή, ο Beaton τοποθετείται υπέρ και των δύο αντιλήψεων, υποστηρίζοντας ότι σε αυτές συγκεράζονται χωρίς να αλληλοαποκλείονται τα δύο μοντέλα ερμηνείας για τη δημιουργία του έθνους, το μοντέλο του Άντερσον για το έθνος ως «φαντασιακή κοινότητα» και η εθνοσυμβολική θεωρία του Σμιθ για τις παλαιότερες, προ-εθνικές κοινότητες ως εξίσου φαντασιακές και συνεπώς συστατικές του νεότερου έθνους. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι αν το έθνος μπορεί να οριστεί ως «φαντασιακή κοινότητα», εξυπακούεται ότι ο χώρος στον οποίο κυρίως πραγματώνεται αυτή η φαντασίωση πρέπει να είναι η λογοτεχνία την οποία παράγει η εν λόγω κοινότητα. Αναζητώντας, έτσι, σε αυτή καταγραφές του εθνικού και πολιτισμικού αυτοπροσδιορισμού, συνομιλεί με τον Ψυχάρη, ο οποίος στα τέλη του 19ου αιώνα αποφαινόταν ότι ο προορισμός του έθνους καθοριζόταν όχι μόνο από την ανάγκη «να μεγαλώσει τα σύνορά του», αλλά και «να κάμει φιλολογία δική του». Αυτό ακριβώς το στοιχείο καθιστά εξαιρετικό ανάγνωσμα το εγχείρημα του Beaton· διότι ταυτόχρονα μας διδάσκει ότι το «πώς κάμει φιλολογία» μια εθνική/πολιτισμική κοινότητα εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνει ιστορικά τον εαυτό της. Ξεδιπλώνεται έτσι μια παράλληλη συμπόρευση και συνεξέταση της Ιστορίας με τη Λογοτεχνία σε περιόδους που αποτέλεσαν σημεία καμπής στην ιστορία του Ελληνισμού αλλά και επιχειρείται μια με αυτούς τους όρους συγκριτική ματιά στις επιρροές μεταξύ Δύσης και Ανατολής. 

Μια σημαντική περίοδος καμπής ήταν ο «μακρύς», όπως τον χαρακτηρίζει ο ερευνητής, 12ος αιώνας, ο οποίος σηματοδούσε για το Βυζάντιο τη μετάβαση από την αυτοκρατορία στη μεσαιωνική πόλη-κράτος. Ο Beaton καταθέτει την άποψη ότι ύστερα από την Άλωση το 1204 πολλοί ελληνόφωνοι πληθυσμοί, μένοντας έξω από τα ολοένα συρρικνούμενα σύνορα του βυζαντινού κράτους, ανέπτυξαν ένα είδος εθνικής ταυτότητας με τη νεότερη έννοια του όρου – μια ταυτότητα η οποία για τους μεταγενέστερους ελληνόφωνους πληθυσμούς αποδείχθηκε πολύ πιο ανθεκτική στον χρόνο από το παλαιό βυζαντινό πρότυπο της παγκόσμιας αυτοκρατορίας που κυριαρχούσε στους επίσημους κύκλους του Βυζαντίου. Γεννήθηκε τότε η εθνική συνείδηση ανάμεσα στους ελληνόφωνους διανοούμενους, διαδικασία που κορυφώθηκε με την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Έτσι, ορισμένοι βυζαντινοί λόγιοι τον 12ο αιώνα χρησιμοποιούν τον όρο Έλλην με διαφορετική σημασία· ο όρος δεν σημαίνει πλέον ούτε «αρχαίοι Έλληνες» ούτε «ειδωλολάτρες» αλλά προσδιορίζει τους ίδιους όσο και τους σύγχρονούς τους. Η ανώνυμη σατιρική διήγηση Τιμαρίων, είναι, σύμφωνα με τον Beaton, το πρωιμότερο από τα κείμενα του 12ου αιώνα, το οποίο δοκιμάζει τον όρο Έλλην σε σύγχρονα συμφραζόμενα και το μοναδικό στο οποίο ο όρος Έλληνες χρησιμοποιείται ίσως ως ισοδύναμος με τον όρο Ρωμαίοι, δηλαδή Βυζαντινοί. Επιχειρείται έτσι ο παραλληλισμός της αναπτυσσόμενης συλλογικής συνείδησης της βυζαντινής ελίτ του 12ου αιώνα με την ανάδειξη της «εθνικής» συνείδησης, με τη σημασία που αποκτά στις αρχές του 19ου αιώνα. Και στις δύο περιόδους, όπως καταλήγει ο ερευνητής, δηλαδή τόσο στα μέσα του 12ου αιώνα όσο και στις αρχές του 19ου αιώνα, η εκ νέου υιοθέτηση της λέξης Έλλην με τη σύγχρονη σημασία αποτελεί παράδειγμα όχι συνέχειας αλλά συνειδητής αναβίωσης, χωρίς ωστόσο ο όρος Έλλην να επικρατεί ως όρος αυτοπροσδιορισμού τον 12ο αιώνα, όπως θα συμβεί στις αρχές του 13ου και περισσότερο από τον 15ο αιώνα κι εξής. Αυτό που προκύπτει από την έρευνα δεν είναι τόσο η ύπαρξη «εθνικής συνείδησης» τον 12ο αιώνα, αλλά μάλλον η αρχή της συνειδητοποίησης της εθνότητας, στην οποία εμμέσως η ομιλούμενη γλώσσα μάλλον, και όχι η παιδεία ή η τυπική υπηκοότητα, είναι ο καθοριστικός παραγόντας. Ο Beaton, προβαίνοντας σε μια συγκριτική επισκόπηση της δυτικής με τη βυζαντινή λογοτεχνική παραγωγή, διαπιστώνει ότι από τον 14ο αιώνα στο Βυζάντιο συναντούμε για πρώτη φορά την αποδοχή της δημώδους ελληνικής ως φυσικού μέσου για τον μυθοπλαστικό λόγο. Την περίοδο αυτή ούτε ένα στοιχείο της δυτικής λαϊκής παράδοσης δεν είχε ενσωματωθεί απευθείας στην ελληνική μυθιστορία, καθώς οι Βυζαντινοί αντλούσαν από τις δικές τους λαϊκές πηγές, ενώ ακόμη και στις περιπτώσεις όπου οι πρωτότυπες ελληνικές μυθιστορίες του 13ου και 14ου αιώνα δανείζονταν στοιχεία από τη Δύση, αυτά τα δάνεια δεν αποτελούσαν παθητικά αντίγραφα αλλά οι Βυζαντινοί τα προσάρμοζαν στη δική τους παράδοση. 

Τον 19ο αιώνα ως Έλληνας ορίζεται ευρέως ο ομιλητής της ρωμαίικης γλώσσας και ο ορθόδοξος χριστιανός, ωστόσο οι όροι με τους οποίους οι Έλληνες επιχειρούσαν να διακηρύξουν την ιδιαίτερη ταυτότητά τους σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη ήταν δανεισμένοι από τη Δύση. Παράλληλα με τη συγκρότηση της εθνικής ιστορίας από τους Ζαμπέλιο και Παπαρρηγόπουλο και τη γέννηση της λαογραφίας, πρέπει να τοποθετηθεί κατά τον Beaton η ηθογραφία του 19ου αιώνα ως λογοτεχνικό είδος που εξέφραζε το αίτημα του ελληνικού αστικού πολιτισμού της εποχής που αναζητούσε την εθνική αυτογνωσία, τη δημιουργία δηλαδή μιας νέας «πραγματικότητας», μιας «ελληνικότητας» με την οποία ο αστός αναγνώστης της ηθογραφίας θα μπορούσε να ταυτιστεί. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το εθνικό φαντασιακό στη λογοτεχνία αναδεικνύει ο Beaton, παρατηρώντας με ποιον τρόπο συγγραφείς από τα τέλη του 19ου μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα ανασκάπτουν, εκμοντερνίζουν και ενσωματώνουν στην εθνική λογοτεχνική παράδοση έργα του ιστορικού παρελθόντος, αναζητώντας τον αυτοπροσδιορισμό και αυτοκαθορισμό του έθνους ανάλογα κάθε φορά με τον τρόπο που αυτό προσλαμβάνεται. Έτσι, ο Παλαμάς ανασκάπτει τον μύθο του Διγενή Ακρίτα, ο Καβάφης δεν φωτίζει την ένδοξη κλασική Ελλάδα αλλά την ελληνιστική περίοδο και τον ελληνιστικό πολιτισμό της Αντιόχειας και της Αλεξάνδρειας που διαμόρφωσε το περιβάλλον πολλών από τα ποιήματά του, ο Καζαντζάκης αναθεωρεί τη δεκαετία του 1940 την πρωθύστερη πρόσληψή του για τον μινωικό πολιτισμό, καθώς «στη λογοτεχνική φαντασία του Καζαντζάκη, οι Μινωίτες, ξεκινώντας από το να είναι το ακριβώς αντίθετο σε καθετί ελληνικό, αφομοιώθηκαν, στο τέλος πια της ζωής του, σε μια διευρυμένη πολυσύνθετη αντίληψη του Ελληνισμού». (2)

Όμως, η σημαντικότερη ίσως όλων ήταν η αποκατάσταση της βυζαντινής κληρονομιάς ως η περίοδος του μεσαιωνικού ελληνισμού στη μεταπολεμική ποίηση και λογοτεχνία που έφτασε στο απόγειό της τη δεκαετία του 1950. «Από την εποχή του Εμφυλίου», όπως παρατηρεί ο Beaton, «το Βυζάντιο προκύπτει εκ νέου ως συντεταγμένη στην αντίληψη της εθνικής ταυτότητας εκ μέρους των συγγραφέων […]».(3) Ο Ελύτης αποτυπώνει τη βυζαντινή λειτουργική παράδοση στο έργο Το Άξιον Εστί (1959), ο Θεοτοκάς όπως και ο Πεντζίκης επίσης στρέφονται στην Ανατολή και ο Τάκης Παπατσώνης φτάνει να υποστηρίξει ότι η άμεση παράδοσή μας είναι ο βυζαντινός κόσμος, ψυχή δε αυτής της παράδοσης είναι η Εκκλησία και οι θρησκευτικές παραδόσεις των Ελλήνων. Ο Σεφέρης, επίσης την ίδια περίοδο, αναζητά τη «λανθάνουσα συνέχεια από την αρχαία ειδωλολατρία ώς το χριστιανικό Βυζάντιο», ως συστατικό στοιχείο ενός ευρύτερου ελληνισμού στη μακρά διάρκειά του, παρά το γεγονός ότι για τον ποιητή το Βυζάντιο ήταν περισσότερο συνώνυμο με τη διαφθορά παρά με τη δόξα του, γεγονός που θα οδηγήσει στη διένεξη Σεφέρη και Παπατσώνη. 

Για τον Σεφέρη ειδικότερα, ο ελληνισμός ήταν «μια ήπειρος τόσο μεγάλη όσο η Κίνα». Ο ποιητής πίστευε ότι η μοίρα των ελλήνων συγγραφέων και δημιουργών όριζε να χτίσουν πάνω σε αυτό που είχαν κληρονομήσει από τη Δύση αλλά και από το δικό τους βίωμα και κληρονομιά ως Ελλήνων, ώστε να δημιουργήσουν το δικό τους, εντελώς διακριτό «ελληνικό πολιτισμό». Καλούσε έτσι τους συμπατριώτες του να επαναπατρίσουν τη ζωογόνα σπίθα εκείνου του πολιτισμού που είχε διατηρηθεί σε μια ξένη μορφή μακριά από τα πάτρια εδάφη, υποδηλώνοντας ότι τα καθοριστικά χαρακτηριστικά του «ελληνισμού» δεν υπάρχουν a priori αλλά ιστορικά, αντίθετα με ό,τι ισχυριζόταν ο Τσάτσος στον «Διάλογο για την ποίηση» το 1938. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τις επαναξιολογήσεις του Μοντερνισμού στα τέλη του 20ού αιώνα, οι μοντερνιστές «στις καλύτερες και πλέον σημαντικές στιγμές τους δεν κοιτούσαν προς το μέλλον με τρόπο ριζοσπαστικό», δεν αποτελούσαν δηλαδή την πρωτοπορία, σημειώνει ο Beaton, αλλά «προσπαθούσαν ταυτόχρονα να ξαναχτίσουν με τους δικούς τους όρους, τις γέφυρες με ένα εθνικό, θρησκευτικό ή μυθολογικό παρελθόν στην απορρύθμιση του οποίου είχαν παίξει οι ίδιοι ρόλο».(4) Στην προσπάθεια για σύνδεση του Μοντερνισμού με το απολεσθέν παρελθόν και την αναδρομική σύνδεση της συλλογικής ελληνικής εμπειρίας των καιρών του με τη μακρά διαχρονία του Ελληνισμού, ο Beaton διευρύνει τον κύκλο των λογοτεχνών και ποιητών. Εστιάζοντας στο έργο του Ρίτσου και ειδικότερα στο ποίημα Ρωμιοσύνη, εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο ο ποιητής χειρίζεται το θέμα της εθνικής ταυτότητας και της συλλογικής συνείδησης, αφενός συνδέοντάς το με το ιστορικό πλαίσιο της εποχής που γράφτηκε και αφετέρου αναζητώντας να εντοπίσει σε ποιο βαθμό δικαιώνεται μέσα από τις σελίδες της διαχρονικά η ελληνική Αριστερά που ο αγώνας της παρέμενε αδικαίωτος μέχρι την εποχή που γραφόταν το ποίημα. 

Τη μεταμοντέρνα καμπή και εκδοχή της ελληνικής ιστορίας εξετάζει μέσα από τους ήρωες της Ρέας Γαλανάκη σε μια τρόπον τινά παραλληλία του βίου τους με τον βίο του έθνους, στα μυθιστορήματα από τον Βίο του Ισμαήλ Φερίκ πασά (1989) μέχρι τον Αιώνα των λαβυρίνθων (2002). Παρατηρεί λοιπον ότι, όπως δεν μπορεί να εξαλειφθεί η οθωμανική υπόσταση του κρητικής καταγωγής ήρωα Ισμαήλ/Μανόλη, έτσι δεν μπορεί να εξαλειφθεί ούτε η οθωμανική περίοδος της ιστορίας του Ελληνισμού, θέτοντας μέσα από τις τεχνοτροπίες του μεταμοντερνισμού υπό αμφισβήτηση την καθιερωμένη ιστοριογραφία ολόκληρου του έθνους. Διαπιστώνει, έτσι ότι –στη μεταμοντέρνα εκδοχή της– η «ιδέα του έθνους», η συλλογική ταυτότητα έχει γίνει κι αυτή μύθος, «μια απόπειρα αυτοπροσδιορισμού μέσα σε έναν κόσμο όπου τίποτε δεν ορίζεται με βεβαιότητα».(5)

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. R. Beaton, Εισαγωγή στη Nεότερη Ελληνική Λογοτεχνία. Ποίηση και πεζογραφία, 1821-1992, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1996, σ. 16. 

2. R. Beaton, Η ιδέα του έθνους στην ελληνική λογοτεχνία. Από το Βυζάντιο στη σύγχρονη Ελλάδα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2015, σ. 380. 

3. Στο ίδιο, ό.π., σ. 381. 

4. Στο ίδιο, ό.π., σ. 412. 

5. Στο ίδιο, ό.π., σ. 480.

Η Κατερίνα Πάπαρη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1976. Ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο Ιστορικό και Αρχαιολογικό τμήμα του Α.Π.Θ. με ειδίκευση στην Ιστορία. Συνέχισε τις μεταπτυχιακές της σπουδές στο Διαπανεπιστημιακό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Ιστορία και Φιλοσοφία των Επιστημών και της Τεχνολογίας του τμήματος Μ.Ι.Θ.Ε. με κατεύθυνση στη νεότερη και σύγχρονη φιλοσοφία. Πρόσφατα ολοκλήρωσε τη διδακτορική διατριβή της στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Ε.Κ.Π.Α. με θέμα «Ελληνικότητα και αστική διανόηση στον Μεσοπόλεμο [1922-1940]» ως υπότροφος του Ιδρύματος Λεβέντη. Το ερευνητικό της ενδιαφέρον επικεντρώνεται στη φιλοσοφία της ιστορίας, στη διανοητική ιστορία και στις «πολιτικές του πολιτισμού» στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, εστιάζοντας στην περίοδο του Μεσοπολέμου. Τα τελευταία χρόνια εργάζεται συστηματικά ως φιλόλογος στην ιδιωτική εκπαίδευση και ως επιμελήτρια εκδόσεων, έχει εκδόσει αρκετά βοηθήματα για το μάθημα της Ιστορίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και είναι peer reviewer στο περιοδικό History Research.

Κατερίνα Πάπαρη

Ο ερευνητής αναζητά τις απαρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας στις απαρχές της αυτοσυνειδησίας της εθνότητας, ενώ παράλληλα –και αυτό ζωηρεύει ιδιαίτερα το ενδιαφέρον του αναγνώστη– αναζητά τις εκδοχές που αποκτά η έννοια του έθνους ανά εποχές, όπως αυτή αντανακλάται μέσα από τη λογοτεχνική παραγωγή.