«Πριν τελειώσει η ιστορία, ήρθε η λογοκρισί- »

Γιάννης Μπαλαμπανίδης

Για το βιβλίο Λεξικό λογοκρισίας στην Ελλάδα. Καχεκτική δημοκρατία, δικτατορία, Μεταπολίτευση, επιμέλεια: Πηνελόπη Πετσίνη & Δημήτρης Χριστόπουλος, Καστανιώτης, Αθήνα 2019

Το Λεξικό λογοκρισίας στην Ελλάδα ανήκει στην ευγενή λεξικογραφική παράδοση, και δη στον έκκεντρο κλάδο των θεματικών λεξικών. Λεξικά που καταπιάνονται με μια συγκεκριμένη θεματική, μια έννοια, μια ιστορική περίοδο ή ένα φαινόμενο, χωρίς τη φιλοδοξία να εξαντλήσουν όλα τα πιθανά λήμματα αλλά με τη μέριμνα να το παρουσιάσουν καλειδοσκοπικά, έτσι ώστε ο αναγνώστης τελικά να σχηματίζει μια πολυπρισματική και ενίοτε διασκεδαστική άποψη.

Τέτοια εγχειρήματα σπανίζουν στα καθ’ ημάς, αν και συχνά μεταφράζονται στη γλώσσα μας – πρόσφατο παράδειγμα: το Λεξικό των ερωτευμένων με την ψυχανάλυση της Ελιζαμπέτ Ρουντινεσκό (Ενάλιος, 2018). Διαθέτουμε ωστόσο ήδη κάποια σημαντικά τέτοια έργα, όπως η Εγκυκλοπαίδεια του ελληνικού Τύπου σε επιμέλεια Λουκίας Δρούλια και Γιούλας Κουτσοπανάγου (Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 2008), το Λεξικό της δεκαετίας του ’80 σε επιμέλεια του Βασίλη Βαμβακά και του Παναγή Παναγιωτόπουλου (Το Πέρασμα, 2010) ή το συλλογικό Λεξικό εγκληματολογίας (Τόπος, 2018).

Λεξικά τέτοιου είδους θυμίζουν την τεχνική του μοντάζ. Όπως έλεγε κάποιος κινηματογραφιστής, το μοντάζ είναι το τεχνικό ισοδύναμο του ανθρώπινου βλέμματος. Όταν περπατάω στην οδό Πανεπιστημίου, ποτέ δεν έχω διαμιάς μια πλήρη εικόνα του τι είναι η οδός Πανεπιστημίου. Αλλά καθώς προχωρώ, το βλέμμα μου πέφτει εδώ κι εκεί, σε ένα κτίριο, στους περαστικούς, στην ταμπέλα του σταθμού του μετρό, σε κάποιο διερχόμενο αυτοκίνητο κ.ο.κ. Μέσα από αυτές τις επιμέρους εικόνες και όψεις, ωστόσο, το βλέμμα μου εν τέλει συνθέτει αυτό που για μένα είναι η οδός Πανεπιστημίου.

Κάπως έτσι λειτουργούν βιβλία σαν το Λεξικό λογοκρισίας. Δεν είναι μια πραγματεία περί της λογοκρισίας στην Ελλάδα, με αυστηρή δομή, αλλά μια σύνθεση ψηφίδων του φαινομένου της λογοκρισίας μέσα από τα σχετικά λήμματα, «συμβάντα» εν προκειμένω, γραμμένα από διαφορετικούς συγγραφείς, άρα από διαφορετική σκοπιά, με διαφορετικά εργαλεία και διαφορετικό στυλ. Η περιδιάβαση στα λήμματα, όμως, ακόμη και με τυχαία σειρά, συνθέτει μια πλήρη εικόνα για το φαινόμενο της λογοκρισίας. Με τη συνδρομή φυσικά των κειμένων που τα πλαισιώνουν παρουσιάζοντας μακρο-συνέχειες της λογοκρισίας από τον 19ο αιώνα στον 20ό, αλλά και τα λογοκριτικά πεδία στην περίοδο της Μεταπολίτευσης. Το εύρος αυτών των πεδίων –βλασφημία, πορνογραφία, δημόσια αιδώς, σεξουαλικότητα, εθνικά θέματα, διαδίκτυο– ήδη προκαλεί την άβολη αντίδραση του αναγνώστη που πολύ λογικά έχει ταυτίσει τη Μεταπολίτευση με μια περίοδο ασύμβατη με λογοκριτικές πρακτικές.

Έχει τεθεί πολλές φορές, χωρίς οριστική απάντηση, το ερώτημα πώς περιοδολογείται η Μεταπολίτευση. Διαβάζοντας το Λεξικό λογοκρισίας έχει κανείς την εντύπωση ότι, ιδωμένη από αυτή τη σκοπιά, η Μεταπολίτευση παρουσιάζει μια μεγάλη τομή αλλά πολλές μικρές συνέχειες.

Η τομή είναι βεβαίως ο εκδημοκρατισμός. Η βελούδινη μετάβαση, όπως την έχει χαρακτηρίσει ο Γιάννης Βούλγαρης,(1) που σημαίνει ότι η καχεκτική δημοκρατία δίνει τη θέση της σε ένα ανοιχτό δημοκρατικό σύστημα και ο πολιτισμικός κοινωνικός συντηρητισμός σε μια προοδευτική-δημοκρατική κουλτούρα.

Βέβαια, η εγκατάσταση της δημοκρατίας συνυπάρχει με επιβιώσεις του παρελθόντος. Η προληπτική λογοκρισία λειτουργεί ακόμη όταν το 1978 κόβει από το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» το στίχο «το δικαστήριο λειτουργούσε μέσα εκεί μα η δικαιοσύνη ήταν απ’ έξω» – με τον Σαββόπουλο να αφήνει ευφυώς να ακούγεται στο σημείο εκείνο ο ήχος μαγνητοταινίας για να υποδείξει αυτό που λείπει. Η σκηνή του βουτύρου πετσοκόβεται από το «Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι» το 1974, το 1981 απαγορεύεται το Εγχειρίδιο του καλού κλέφτη του Ηλία Πετρόπουλου και ο εισαγγελέας παρεμβαίνει κατασταλτικά σε συναυλία του Τζίμη Πανούση θεωρώντας καθύβριση των θείων τον τρυφερό στην πραγματικότητα στίχο «κι εγώ σ’αγαπώ, γαμώ το Χριστό μου», το 1984 η ταινία του Νίκου Αλευρά «Πέφτουν οι σφαίρες σαν χαλάζι κι ο πληγωμένος καλλιτέχνης αναστενάζει» κόβεται στα πρώτα λεπτά της προβολής της στην ΕΡΤ που δείχνουν τον πληγωμένο καλλιτέχνη να βυζαίνει το στήθος της μάνας του (βλ. το κείμενο του Κωστή Κορνέτη «Περί Ασέμνων: “Πορνογραφία”, δημόσια αιδώς και γυμνό στη μεταπολιτευτική Ελλάδα»).

Αν όμως η ωμή λογοκρισία per se παύει να υπάρχει, αυτό δεν σημαίνει ότι εξαλείφονται οι πρακτικές περιστολής της ελευθερίας της έκφρασης και οι κατασταλτικοί ακτιβισμοί. Η Μεταπολιτευτική Ελλάδα αντιμετωπίζει πια τα προβλήματα μιας κανονικής φιλελεύθερης δημοκρατίας – και ανάμεσά τους το πρόβλημα των ορίων του δημόσιου λόγου.

Η κομμουνιστική Αριστερά, θύμα η ίδια της αντικομμουνιστικής λογοκρισίας στη μεταπολεμική Ελλάδα όπως περιγράφει ο Κωστής Καρπόζηλος στο κείμενό του «Αντικομμουνισμός και λογοκρισία», αλλά και αυτολογοκρινόμενη στο εσωτερικό της καταπώς υποδεικνύει η Αιμιλία Καραλή γράφοντας για την Επιθεώρηση Τέχνης, τώρα διά του ΚΚΕ γίνεται αυστηρός εξεταστής του τι μπορεί να λεχθεί, διεκδικώντας το μονοπώλιο της ιστορικής αφήγησης. Η ΚΝΕ μπλοκάρει την προβολή της Ελένης του Γκατζογιάννη στα σινεμά το 1983, ή το 2004 διακόπτει επιστημονικό συνέδριο με ομιλητή τον Στεφάν Κουρτουά, επιμελητή του τόμου Η μαύρη βίβλος του κομμουνισμού (βλ. τα αντίστοιχα λήμματα του Μάνου Αυγερίδη και του Ιάσονα Χανδρινού).

Πολύ εκτενέστερη είναι η ατζέντα ελέγχου της καλλιτεχνικής έκφρασης από τον πόλο που ορίζουν η Εκκλησία, η άκρα Δεξιά και αυτό που θα λέγαμε υπερσυντηρητική-ακροδεξιά κοινωνία πολιτών. Σταχυολογώ από το Λεξικό: το 1986 και ξανά το 1995 φανατικοί χριστιανοί μπουκάρουν στη Ροτόντα διακόπτοντας καλλιτεχνικές εκδηλώσεις (βλ. το λήμμα που υπογράφουν ο Νίκος Παναγιωτόπουλος και η Πηνελόπη Πετσίνη), η Εκκλησία αφορίζει από τον Αγγελόπουλο για «Το μετέωρο βήμα του πελαργού» μέχρι τον Όμηρο Ευστρατιάδη για τη βιντεοταινία «Εθνική παπάδων» (Ελένη Παγκαλιά και Ορσαλία Κασσαβέτη), το 1999 ο νομάρχης Θεσσαλονίκης Ψωμιάδης πρωταγωνιστεί στο δημόσιο κάψιμο του βιβλίου του Μίμη Ανδρουλάκη Μ εις την Ν (Κλειώ Παπαπαντολέων), το 2007 με πρωταγωνιστή των αντιδράσεων τον Άδωνι Γεωργιάδη του τότε ΛΑΟΣ η Αστυνομία κατάσχει το έργο της Εύας Στεφανή στο Art Athina με τον εθνικό ύμνο να ακούγεται πάνω σε σκηνές πορνό (Θεόφιλος Τραμπούλης), το 2011 η σατυρική σελίδα «Γέροντας Παστίτσιος» κατεβαίνει από το ίντερνετ μετά από κινητοποίηση της Ελεύθερης Ώρας και της Χρυσής Αυγής, το 2012 ματαιώνεται η παράσταση Corpus Christi στο θέατρο Χυτήριο με χρυσαυγίτες και παραεκκλησιαστικές οργανώσεις να διαδηλώνουν απ’ έξω (Στρατής Μπουρνάζος), το 2017 το άγαλμα Phylax κατεδαφίζεται νύχτα από ομάδα κουκουλοφόρων στο Φάληρο ενώ έχουν προηγηθεί ερώτηση στη Βουλή από τη Χρυσή Αυγή και πύρινα κηρύγματα του τοπικού εφημέριου (Γιάννης Παπαθεοδώρου).

Ωστόσο, η λογοκριτική πρακτική αφορά εξίσου τα mainstream κόμματα διακυβέρνησης. Είναι η εξουσία που διαχρονικά –να μια άλλη μεταπολιτευτική συνέχεια– αποσύρει σχολικά βιβλία, από την Ιστορία του ανθρώπινου γένους του Σταυριανού, το «βιβλίο του πιθήκου» που προκαλεί αντιδράσεις λόγω των αναφορών στη θεωρία της εξέλιξης, μέχρι το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ δημοτικού της Μαρίας Ρεπούση ύστερα από αντιδράσεις ακροδεξιών ιστολογίων και του ΛΑΟΣ (βλ. το διαφωτιστικό λήμμα του Χάρη Αθανασιάδη για τη σχολική ιστορία). Το 1975, το τότε Υπουργείο Προεδρίας δεν εγκρίνει την επίσημη συμμετοχή του «Θίασου» στις Κάννες (Γιώργος Ανδρίτσος), το 1990 προκύπτει το σκάνδαλο Δοξιάδη που ως διορισμένος εκπρόσωπος του υπουργείου Πολιτισμού θα λογοκρίνει ουσιαστικά την ταινία της Φρίντας Λιάππα «Τα χρόνια της μεγάλης ζέστης» (Κυριάκος Αγγελάκος), το 2009 στο νέο μουσείο Ακρόπολης αφαιρείται ένα κομμάτι από φιλμάκι του Γαβρά που δείχνει μαυροντυμένους να καταστρέφουν τον Παρθενώνα, επί υπουργίας Αντώνη Σαμαρά και μετά από αντιδράσεις της Εκκλησίας (Χρηστος Δερμεντζόπουλος).

Εξαιρέσεις υπάρχουν: ο Δοξιάδης αποπέμπεται τελικά από την Άννα Ψαρούδα-Μπενάκη, ενώ στη δίκη των τεσσάρων μελών της Αντιπολεμικής Αντιεθνικιστικής Συσπείρωσης που συλλαμβάνονται για διασπορά ψευδών ειδήσεων στην εθνικώς ευαίσθητη συγκυρία του «Μακεδονικού» το 1992 καταθέτει ως μάρτυρας υπεράσπισης ο Γιώργος Παπανδρέου (όπως μας θυμίζει στο σχετικό λήμμα ο Βασίλης Παπαστεργίου). Ωστόσο, ο κανόνας είναι ότι η πολιτική ελίτ υποκύπτει στις πιέσεις του «λαϊκού αισθήματος». Χαρακτηριστικό παράδειγμα η έκθεση Outlook το 2003 (Μιχάλης Τσαπόγας), όπου το ΔΣ του Οργανισμού Προβολής Ελληνικού Πολιτισμού απομακρύνει το έργο «Asperges me» του Τιερί ντε Κορντιέ, ύστερα από αντιδράσεις της Εκκλησίας – καμία έκπληξη και πάλι. Μια απλή αναζήτηση στο google όμως μας θυμίζει ότι ο τότε υπουργός Πολιτισμού Ευάγγελος Βενιζέλος δήλωνε πως το έργο «κακώς εκτέθηκε» και ο εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας Θοδωρής Ρουσόπουλος ότι «η χυδαιότητα δεν παράγει πολιτισμό». Σπανίως η πολιτική στη μεταπολιτευτική Ελλάδα παίζει τον παιδαγωγικό της ρόλο, μάλλον προτιμά να «εκπροσωπεί» λαϊκιστικά τις εν θερμώ αντιδράσεις παρά να παίρνει απόσταση από αυτές για να ασκήσει τους πολίτες σε μια δημοκρατική κουλτούρα έκφρασης.

Οι προσπάθειες να τεθούν νομοθετικά όρια στον δημόσιο λόγο, ακόμη κι αν εκκινούν από αγαθές προθέσεις, κάνουν τα πράγματα χειρότερα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο λεγόμενος τυποκτόνος νόμος 1178/1981, που προκάλεσε διαχρονικά μια βιομηχανία αγωγών από πολιτικά πρόσωπα εναντίον δημοσιογράφων (Απόστολος Τσαλαπάτης). Από την άλλη, η αντιρατσιστική νομοθεσία και η ποινικοποίηση της μισαλλοδοξίας ακούγεται καλή ιδέα, ωστόσο τίποτε δεν εγγυάται διασταλτικές και αυθαίρετες ερμηνείες. Το Λεξικό δείχνει πολύ ωραία ότι το 2007 το δικαστήριο έκρινε πως δεν αποτελούν προτροπή σε πράξεις ρατσιστικής βίας αποσπάσματα σαν αυτό από το βιβλίο του Πλεύρη πατρός: «Ο Χίτλερ κατηγορήθη για κάτι που δεν συνέβη […] ενώ ηδύνατο να απαλλάξει την Ευρώπην από τους Εβραίους, δεν το έκανε» . Αντίθετα, η πρώτη δίκη που γίνεται με τον αντιρατσιστικό νόμο του 2014 είναι του γερμανού ιστορικού Ρίχτερ  – ανεξάρτητα από την κριτική του έργου του, τα όρια της επιστημονικής έρευνας δεν μπορεί να καθορίζονται δικαστικά (Άννα-Μαρία Δρουμπούκη).

Από την άλλη, όπως σωστά σημειώνεται από πολλούς συνεργάτες του Λεξικού, η λογοκρισία έχει πληθυντικές μορφές: η σιωπή, η αμηχανία ή τα συγκαλυμμένα σχόλια της κριτικής, ένας μηχανισμός λόγου που μπορεί να επηρεάζει «όχι μόνο το τι μπορεί να λεχθεί αλλά και πολλούς όρους και έννοιες, όπως της κοσμιότητας, του σεμνού και άσεμνου, του ηθικού και ανήθικου, του εθνικά αποδεκτού» (όπως σημειώνει ο Δημήτρης Παπανικολάου στο κείμενό του για τη λογοκρισία της ομοφυλοφιλίας στον «μακρό 20ό αιώνα»). Εξάλλου, γνωρίζουμε από τον φιλόσοφο της γλώσσας Τζον Ώστιν ότι μπορούμε να κάνουμε πράγματα με τις λέξεις, χωρίς αυτό να συνεπάγεται διοικητικές κυρώσεις.(2)

Είναι όμως και κάθε κριτική λογοκριτική; Εδώ θα διαφωνήσω με ορισμένα από τα λήμματα του Λεξικού που υιοθετούν μια μάλλον διασταλτική έννοια του όρου. Κατά τη γνώμη μου δεν είναι λογοκρισία να κόβει μια εφημερίδα το σκίτσο που παρουσιάζει τον Σόιμπλε ως αξιωματικό της Βέρμαχτ, είναι ένα κακό σκίτσο· δεν είναι ανεπίτρεπτος περιορισμός της ελευθερίας έκφρασης οι αντιρρήσεις για το γκράφιτι που σε μια νύχτα σκέπασε τον δημόσιο χώρο του τοίχου του Πολυτεχνείου στη Στουρνάρη, ανεξάρτητα από την αισθητική του αξία· δεν είναι σημείο μιας «άτυπης λογοκρισίας» εναντίον του Θόδωρου Αγγελόπουλου ο στίχος του Σαββόπουλου για τους σκηνοθέτες «που οδηγήσαν μια γενιά στα πιο βαθιά χασμουρητά», η κριτική μεταξύ ομοτέχνων είναι συχνά κακεντρεχώς χαριτωμένη (ή χαριτωμένα κακεντρεχής), αλλά παραμένει κριτική.

Αν στο Λεξικό υπονοείται μια τομή στη μεταπολιτευτική περίοδο, είναι αυτό που αναφέρει ο Λεωνίδας Εμπειρίκος σχετικά με τις αντιδράσεις για την κυκλοφορία του Μεγάλου Ανατολικού το 1990-1991: «Ήταν το έσχατο όριο μιας πολύ ευνοϊκής εποχής, στο μεταίχμιο μεταξύ της πλήρους κατάργησης της λογοκρισίας και αυτού που άρχισε μέσα στη δεκαετία του 1990 να ονομάζεται πολιτική ορθότητα».(3)

Συμπίπτει με μια στροφή που γνωρίζουμε από την ιστορική κοινωνιολογία της Μεταπολίτευσης. Είναι η φάση που αρχίζουν οι συζητήσεις για το τέλος της, που το ατομικό επικρατεί έναντι του συλλογικού και αναδύεται μια μεσοστρωματική ναρκισσιστική ευδαιμονία.(4) Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πολιτική ορθότητα ήταν ένας λογοθετικός μηχανισμός για να μη διαταράσσεται αυτή η εξατομικευμένη μεσοστρωματική μακαριότητα; Να διασφαλίζεται μια ζωή χωρίς προσβολές, χωρίς άβολες καταστάσεις; Πιθανόν ήταν έτσι.

Ας το σκεφτούμε όμως τώρα υπό το πρίσμα του τι συμβαίνει σήμερα. Η πολιτική ορθότητα ξεκίνησε ακριβώς στην Αμερική του ’90 όταν ένας συντηρητικός συγγραφέας χρησιμοποίησε τον όρο για να κατακρίνει τις προσπάθειες της Αριστεράς να προωθήσει την πολυπολιτισμικότητα, τις θετικές διακρίσεις, την αντίθεση στη ρητορική μίσους – γιατί και εδώ ισχύει ότι με τις λέξεις κάνουμε πράγματα, για το καλό ή το κακό.

Η βαθιά Αμερική, που σύμπτωμά της είναι ο Τραμπ, βγαίνει πια στην αντεπίθεση μέσα από μια σαρωτική επίθεση στην πολιτική ορθότητα, δηλαδή στην προσπάθεια να τεθούν άτυπα και όχι δικαστικά όρια στο τι μπορεί να λεχθεί δημοσίως. Μια αξιακή συντηρητική παλινόρθωση, αντίδραση στη «σιωπηρή επανάσταση» των φιλελεύθερων προοδευτικών μετα-υλιστικών αξιών στα 1960-1970,(5) εκτυλίσσεται και στο πεδίο του δημόσιου λόγου, χωρίς να περιορίζεται στις ΗΠΑ.

Οι οπαδοί της θα μπορούσαν εξίσου να επικαλεστούν, πιθανώς εργαλειακά, τον ορισμό της λογοκρισίας που δίνει το Λεξικό στην εισαγωγή του: «Λογοκρισία λέξεων, εικόνων, ιδεών που κρίνονται ως προσβλητικές έχουμε όταν κάποιοι άνθρωποι επιτυγχάνουν να επιβάλουν τις δικές τους πολιτικές ή ηθικές αξίες στους άλλους». Ή για να χρησιμοποιήσουμε ένα βιτριολικό απόσπασμα παρμένο από τη λογοτεχνία: στο τελευταίο βιβλίο του Τζόναθαν Κόου Middle England, που ιχνηλατεί το κοινωνικό υπόστρωμα της βαθιάς βρετανικότητας που οδήγησε στο Brexit, συναντάμε την Helen, μια μεσήλικη κυρία, να λέει περίπου τα εξής: «Ζούμε κάτω από την τυρρανία μιας ιδέας [που] το όνομά της είναι πολιτική ορθότητα. [Εκεί στην Κίνα] έχετε ανοιχτή λογοκρισία, η δική μας είναι συγκαλυμμένη. Όλα γίνονται με το προσωπείο της ελευθερίας του λόγου, προκειμένου οι τύρρανοι να μπορούν να ισχυρίζονται ότι όλα πάνε καλά. Όμως δεν έχουμε ελευθερία, του λόγου ή οποιαδήποτε άλλη. Οι άνθρωποι που άλλοτε κρατούσαν ζωντανή μια σπουδαία βρετανική παράδοση πηγαίνοντας καβάλα στ’ άλογά τους να κυνηγήσουν αλεπούδες, δεν είναι πια ελεύθεροι να το κάνουν. Και αν κανείς μας διαμαρτυρηθεί γι’ αυτό, μας λένε να το βουλώσουμε. Οι απόψεις μας δεν επιτρέπεται να εκφράζονται στην τηλεόραση ή στις εφημερίδες. Ακόμη και το να ψηφίζεις είναι χάσιμο χρόνου, αφού όλοι οι πολιτικοί προσχωρούν στις ίδιες απόψεις που είναι της μόδας…»(6)

Και με έναν διεστραμμένο τρόπο αυτό ακριβώς κάνουν: δεν αντέχουμε πια, λένε, την πολιτική ορθότητα που υποκριτικά μας επιβάλλει η ιδεολογική ηγεμονία των προοδευτικών ελίτ. Θέλουμε να λέμε «αράπηδες» και «νέγροι» και όχι «έγχρωμοι» ή «αφροαμερικανοί», θέλουμε να λέμε «αδερφές» και όχι «διεμφυλικά άτομα», «πατέρας και μάνα» και όχι «γονέας 1 και γονέας 2» κ.ο.κ.

Πώς θα χαράξουμε εδώ το όριο ανάμεσα στο τι μπορεί να λεχθεί στον δημόσιο χώρο και τι όχι; Και μέσα από ποιες πρακτικές; Μπορούμε να συμφωνήσουμε, και σε αυτό το Λεξικό είναι πολύ πειστικό, ότι ο πληθωρισμός του δημόσιου λόγου, η διάχυση και η πλήρης απελευθέρωσή του, από τα σόσιαλ μίντια έως τα «εναλλακτικά» σάιτ, ακόμη και όταν όχι σπάνια παρεκτρέπεται, δεν μπορεί να ελέγχεται δικαστικά. Παραμένει όμως ανοιχτό το ερώτημα πώς μπορεί η δημοκρατική δημόσια σφαίρα να πλαισιωθεί από μια παιδαγωγική της ελευθερίας έκφρασης, αυτοπεριοριστική αλλά όχι λογοκριτική, που να διασφαλίζει όσο γίνεται πως ό,τι λέγεται δημοσίως δεν υπονομεύει, για να επικαλεστώ και πάλι την εισαγωγή του Λεξικού, μια πολιτική κοινότητα καταρχήν ίσων πολιτών.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Γιάννης Βούλγαρης, Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, 1974-1990, Θεμέλιο, Αθήνα 2008.

2. Τζ. Λ. Ώστιν, Πώς να κάνουμε πράγματα με τις λέξεις, Εστία, Αθήνα 2003.

3. Λ. Εμπειρίκος, «Λογοκρισίες ερωτικής λογοτεχνίας. Η περίπτωση του Μεγάλου Ανατολικού», στον τόμο Π. Πετσίνη και Δ. Χριστόπουλος (επιμ.), Η λογοκρισία στην Ελλάδα, Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ, Αθήνα 2016.

4. Όπως σημειώνουν στην εισαγωγή τους στον τόμο Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80 ο Βασίλης Βαμβακάς και ο Παναγής Παναγιωτόπουλος.

5. Ronald Inglehart, The Silent Revolution. Changing Values and Political Styles among Western Publics, Princeton University Press, Νιου Τζέρσι 1977.

6. Jonathan Coe, Middle England, Viking Press, 2018. Για μια λιγότερο πρόχειρη μετάφραση, βλ. την ελληνική έκδοση: Μέση Αγγλία, μτφρ. Άλκηστη Τριμπέρη, Πόλις 2019.

(Πρώτη δημοσίευση: ΧΡΟΝΟΣ, 9 Μαΐου 2019)

ΧΡΟΝΟΣ #70, 9 Μαΐου 2019

(ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου, Polis Art Café, Πέμπτη 14 Μαρτίου 2019)

Δεν είναι μια πραγματεία περί της λογοκρισίας στην Ελλάδα, με αυστηρή δομή, αλλά μια σύνθεση ψηφίδων του φαινομένου της λογοκρισίας μέσα από τα σχετικά λήμματα, «συμβάντα» εν προκειμένω, γραμμένα από διαφορετικούς συγγραφείς, άρα από διαφορετική σκοπιά, με διαφορετικά εργαλεία και διαφορετικό στυλ.

Διαβάστε το βιβλίο
του Δημήτρη Χριστόπουλου
«Η κρίση των δικαιωμάτων»
(μπορείτε επίσης να το «κατεβάσετε» και να το εκτυπώσετε)

ebook, 166 σελ.,
isbn 978-960-504-140-3