Η συμβολή του Δ. Ν. Μαρωνίτη στη Νεοελληνική Φιλολογία. Αρχαιογνωσία και νεογνωσία.

Βενετία Αποστολίδου

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί προσαρμοσμένη μορφή ενός κεφαλαίου του βιβλίου που γράφω, εδώ και κάποια χρόνια, με θέμα τη συγκρότηση της επιστήμης της Νεοελληνικής Φιλολογίας στα Πανεπιστήμια Αθήνας και Θεσσαλονίκης κατά τη μεταπολεμική εποχή, έως το 1982 που τριχοτομήθηκαν οι Φιλοσοφικές Σχολές και καταργήθηκε η έδρα. Ο Μαρωνίτης γνώριζε για την έρευνά μου αυτή και είχαμε το 2008 δύο μακρές συζητήσεις γύρω από τη σχέση του με τη ΝΕΦ αλλά και γενικότερα γύρω από την ανάπτυξη της τελευταίας. Δυστυχώς ολοκλήρωσα το κεφάλαιο που τον αφορά πριν από έναν μήνα περίπου και δίσταζα να του το στείλω λόγω της κατάστασης της υγείας του. Η προδημοσίευση εδώ ας θεωρηθεί το δικό μου τελευταίο αντίο στον δάσκαλο όλων μας.

Τα κεφάλαια του δεύτερου μέρους του βιβλίου μου αφορούν καθηγητές της ΝΕΦ και εστιάζουν στη στιγμή της εκλογής τους και στον τρόπο με τον οποίο η ακαδημαϊκή κοινότητα υποδέχθηκε την είσοδό τους. Ο Δημήτρης Μαρωνίτης δεν υπήρξε καθηγητής της ΝΕΦ αλλά της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας και επομένως τα Πρακτικά της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης δεν μας δίνουν στοιχεία που θα βοηθούσαν να καταλάβουμε πώς προσελάμβαναν οι υπόλοιποι καθηγητές το μέρος του έργου του που αφορούσε τη ΝΕΦ.(1) Αυτός δεν είναι λόγος για να μην του αφιερώσουμε το κεφάλαιο που του αναλογεί σε τούτη τη μελέτη καθώς ουδείς αμφιβάλλει πως το νεοελληνικό έργο του είναι πολύ σημαντικό και έχει συμβάλει στην ανάπτυξη της ΝΕΦ ενώ, ταυτόχρονα, για αρκετά χρόνια, δίδαξε στη Φιλοσοφική Σχολή μαθήματα για τη νεοελληνική λογοτεχνία, πήρε μέρος σε επιτροπές κρίσης του διδακτικού προσωπικού της ΝΕΦ, εισηγήθηκε διδακτορικές διατριβές της ΝΕΦ και γενικότερα, όπως φαίνεται και από τα Πρακτικά, αντιμετωπιζόταν ως ένας «άτυπος» καθηγητής της ΝΕΦ. Βασικός σκοπός του κεφαλαίου είναι να προσεγγίσει το νεοελληνικό έργο του Μαρωνίτη ως το 1982 περίπου που είναι τα όρια αυτής της μελέτης, επιχειρώντας να ανιχνεύσει το στίγμα του και να απαντήσει στο ερώτημα τι καινούριο κόμισε στην ανάπτυξη της ΝΕΦ.

 

Ο Δημήτρης Μαρωνίτης γεννήθηκε το 1929 στη Θεσσαλονίκη από εργατική οικογένεια. Φοίτησε στο Πειραματικό Σχολείο Θεσσαλονίκης στο οποίο πήρε γερές βάσεις και στα αρχαία και στα νέα ελληνικά από σημαντικούς καθηγητές όπως ο Γιώργος Θέμελης, ο Κώστας Μπότσογλου, μετέπειτα διευθυντής του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη.(2) Ξεκίνησε τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή το 1947, σχεδόν ταυτόχρονα με την εκλογή του Λίνου Πολίτη και πήρε μέρος στις ιστορικές θεατρικές παραστάσεις που σκηνοθέτησε ο Πολίτης, την Ερωφίλη το 1949 και τη Θυσία του Αβραάμ το 1950. Ο Πολίτης υπήρξε αγαπημένος του καθηγητής, όπως και ο Γιάννης Κακριδής ο οποίος τον πήρε ως άμισθο βοηθό από το 1953 έως το 1958 που έφυγε στη Γερμανία, στο Μάιντς και τη Φρανκφούρτη για μεταπτυχιακές σπουδές με υποτροφία Humbolt. Εκεί ολοκληρώνει τη διδακτορική του διατριβή με θέμα ΄Ερευνες στο ύφος του Ηροδότου∙ μια μορφή υπερβατού η οποία εγκρίνεται το 1961 από τη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης και δημοσιεύεται έναν χρόνο αργότερα στην Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής. Η Λίζυ Τσιριμώκου, αναφερόμενη σε αυτήν, παρατηρεί πως «είναι αξιοσημείωτο ότι ο νεαρός φιλόλογος εστιάζει το ενδιαφέρον του στη ρητορικότητα της γλώσσας, στις εσωτερικές ρυθμίσεις και ιδιοτροπίες της, και ότι ήδη προβαίνει σε τυπολογικές διακρίσεις που θα στηρίξουν σθεναρά τη μετέπειτα κριτική πορεία του».(3) Το 1964 ολοκληρώνει τη διατριβή για υφηγεσία με τίτλο Εισαγωγή στον Ηρόδοτο η οποία ενσωματώνεται στον πρώτο τόμο των Ιστοριών του Ηρόδοτου που εκδίδεται την ίδια χρονιά από τον Γκοβόστη και αποτελεί την πρώτη έκδοση ενδογλωσσικής μετάφρασης του Μαρωνίτη.(4) Διορίζεται εντεταλμένος υφηγητής της ΑΕΦ. Έκτοτε είχε μια λαμπρή σταδιοδρομία ως κλασικός φιλόλογος ενώ αποτελούν ανυπολόγιστη προσφορά στα ελληνικά γράμματα οι μεταφράσεις της Οδύσσειας και της Ιλιάδας∙ για την δεύτερη βραβεύτηκε με το Κρατικό βραβείο απόδοσης έργου της αρχαίας γραμματείας στα νέα ελληνικά το 2011.(5) 

Ένα χρόνο περίπου μετά την κήρυξη της δικτατορίας (Φεβρουάριο 1968) ο Μαρωνίτης απολύεται από το Πανεπιστήμιο μαζί με τους καθηγητές Εμμ. Κριαρά, Σ. Καρατζά και Μ. Σακελλαρίου.(6) Αρχίζει μια σκληρή περίοδος διώξεων. Συνελήφθη τρεις φορές, το 1969, το 1971 και το 1973, κρατήθηκε αρκετούς μήνες στο ΕΑΤ-ΕΣΑ με σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία του. Αφέθηκε ελεύθερος με τη Γενική Αμνηστία του 1973. Στα δύσκολα χρόνια της ανεργίας και των διώξεων του παραστάθηκε ο Λίνος Πολίτης ο οποίος του πρότεινε απασχόληση στο Λεξικό της Ακαδημίας.(7) Το 1971 ξεκίνησε τη συνεργασία με την εφημερίδα το Βήμα η οποία συνεχίστηκε έως το θάνατό του. Στις επιφυλλίδες του εκείνα τα χρόνια και ιδίως σε αυτές του φθινοπώρου του 1973 καταφέρεται ανοιχτά κατά των ολοκληρωτικών καθεστώτων.(8) Συμμετείχε  στην ιστορική έκδοση Δεκαοχτώ Κείμενα το 1970 και υπήρξε, μαζί με τον Αλέξανδρο Αργυρίου και τον Αλέξανδρο Κοτζιά, συνεκδότης του περιοδικού Η Συνέχεια. Αυτές οι ξερές πληροφορίες αρκούν ελπίζω για να δείξουν ότι οι διώξεις και η ανωμαλία της δικτατορίας είχαν χτυπήσει για τα καλά την πόρτα της Φιλοσοφικής Σχολής και οπωσδήποτε είχαν επιδράσει στις συνειδήσεις και στο κλίμα που επακολούθησε κατά τη μεταπολίτευση. Εκτός από πολλούς φοιτητές που καταδικάστηκαν, φυλακίστηκαν και φυσικά ανέστειλαν τις σπουδές τους, ο Μαρωνίτης ήταν εκείνος από τους διδάσκοντες που υπέστη τις σκληρότερες συνέπειες του καθεστώτος.(9) Με τη μεταπολίτευση επανέρχεται στη θέση του εντεταλμένου υφηγητή ενώ τον Μάιο του 1975 εκλέγεται καθηγητής στην Α΄ έδρα Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας.

 

Το νεοελληνικό ξεκίνημα  

Στη μεταπολίτευση είναι λοιπόν, μέσα σε ένα κλίμα οξυμμένου ενδιαφέροντος για τη νεοελληνική λογοτεχνία, όπως και για άλλα πεδία της πολιτισμικής παραγωγής του νέου ελληνισμού,(10) που συμμετέχει ενεργά, όπως είδαμε, σε ό,τι αφορά τη ΝΕΦ και που γίνεται συνείδηση πλέον σε όλους, μέσα και έξω από το Πανεπιστήμιο, ότι ο Μαρωνίτης αποτελεί πυλώνα της ΝΕΦ. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Ο Μαρωνίτης εμφανίστηκε ως νεοελληνιστής πολύ νωρίς, ήδη το 1961 στο περιοδικό Κριτική του Μανόλη Αναγνωστάκη.(11) Ταυτόχρονα δηλαδή με την ολοκλήρωση της διδακτορικής του διατριβής. Όπως έχει πει και ο ίδιος, το ενδιαφέρον του για τη σύγχρονη λογοτεχνία και ειδικά για την ποίηση ήταν έντονο και βαθύ ήδη από τα γυμνασιακά του χρόνια ενώ η διδασκαλία του Πολίτη επέκτεινε και στερέωσε το ενδιαφέρον αυτό.(12) Η συνεργασία του με την Κριτική μαρτυρά τη γόνιμη επικοινωνία και με το περιβάλλον του Μανόλη Αναγνωστάκη το οποίο ασφαλώς θα επέδρασε στη γενικότερη στάση του απέναντι στα πολιτισμικά πράγματα.(13) 

Το 1961 λοιπόν, δημοσιεύει στο τελευταίο τεύχος της Κριτικής τη μελέτη «Η αντίληψη του τραγικού στον Καζαντζάκη. Η Μέλισσα και η πηγή της».(14) Πρόκειται αναμφίβολα για φιλολογική μελέτη και μάλιστα αυστηρά δομημένη, όπως και η συντριπτική πλειοψηφία των κατοπινών εργασιών του. Εισάγει τη μέθοδο που θα αναπτύξει στη συνέχεια, τη σύγκριση δηλαδή του αρχαίου προτύπου με το νεοελληνικό έργο. Στην περίπτωση αυτή, στο θεατρικό έργο Μέλισσα του Καζαντζάκη, ο μύθος είναι παρμένος από τον Ηρόδοτο. Η δομή της λοιπόν εξελίσσεται ως εξής: εισαγωγή όπου και οι σκοποί της έρευνας, πρώτο μέρος όπου περιγράφεται η υπόθεση της τραγωδίας του Καζαντζάκη, δεύτερο μέρος όπου η υπόθεση της νουβέλας του Ηροδότου, τρίτο μέρος η συσχέτιση της νεοελληνικής τραγωδίας με την ιστορία του Ηροδότου, από την οποία προκύπτουν τα ειδικά και τα γενικά συμπεράσματα. Πρόκειται για μια ρηξικέλευθη μελέτη, σύμφωνη με το γενικότερο κλίμα του περιοδικού, διότι θέτει σε αμφισβήτηση την «τραγικότητα» του διάσημου συγγραφέα: «πλησιάζει ο Καζαντζάκης την τραγωδία εφοδιασμένος με τα όπλα του τραγικού ποιητή ή μήπως σκοπεύει ένα στόχο που ούτε η ανθρώπινη ούτε η λογοτεχνική του φύση τον βοηθούν για να τον φτάσει;»(15) Η ανάλυση είναι λεπτομερειακή και πειστική και καταλήγει σε αρνητικά συμπεράσματα για τον Καζαντζάκη: «Το τραγικό και απλά δοσμένο πάθος του Ηροδότου εκφυλίστηκε στον Καζαντζάκη σε ρητορεία, η δραματική ουσία προδόθηκε, το βάθος μεταβλήθηκε σε επιφάνεια… ο βαθύς ανθρωπισμός που αναδύεται από την ιστορία του Ηροδότου μεταβλήθηκε σε ένα αμφίβολης ποιότητας ιδεαλιστικό μηδενισμό που ούτε προβληματίζει ούτε διδάσκει ούτε γοητεύει τον θεατή ή τον αναγνώστη του έργου… Η τραγικότητα της Μέλισσας δεν έχει τίποτε ή σχεδόν τίποτε το κοινό με το τραγικό πνεύμα, έτσι όπως το ξέρουμε από την Αττική τραγωδία, τον Σαίξπηρ, τα έργα μεγάλων δραματουργών του περασμένου αιώνα και από μερικές πετυχημένες απόπειρες του δικού μας αιώνα». Αυτά είναι τα ειδικά συμπεράσματα. Αλλά και τα γενικά είναι το ίδιο αυστηρά: «Το έργο του Καζαντζάκη αποδείχνει την έλλειψη μιας απαραίτητης θεατρικής ικανότητας: την ικανότητα της παρατήρησης δεν μοιάζει να την έχει ανεπτυγμένη ο συγγραφέας που μελετούμε… Η προσωπική φιλοσοφία του Καζαντζάκη δεν πείθει πως είναι ουσιαστικά τραγική».(16) 

Παρέθεσα εκτενή αποσπάσματα από το μελέτημα του Μαρωνίτη πρώτον διότι δεν είναι αρκετά γνωστό (συνήθως λογίζεται ως πρώτο του τα «Φιλολογικά προλεγόμενα στο Άξιον Εστί» του 1965), δεύτερον διότι εφαρμόζει μια φιλολογική μέθοδο στην οποία θα επανέλθουμε αμέσως αλλά και τρίτον, και κυριότερο, διότι δείχνει την τόλμη, το αντιρρητικό πνεύμα και την αναπτυγμένη κριτική ροπή του νεαρού φιλολόγου. Ας μη ξεχνάμε πως ο δάσκαλός του, ο Κακριδής είχε μια στενή σχέση με τον Καζαντζάκη λόγω και της κοινής τους μετάφρασης των ομηρικών επών. Η δημοσίευση στο περιοδικό Κριτική έχει κι αυτή τη σημασία της. Στοιχίζεται με ένα περιοδικό της αριστεράς, ένα περιοδικό που πασχίζει να αναπτύξει έναν νέο κριτικό λόγο, αλλά η συμπόρευσή του με αυτό γίνεται με τους δικούς του όρους∙ εννοώ πως ο λόγος της Κριτικής  παρέμενε σταθερά μη ακαδημαϊκός, στην περιοχή του κριτικού δοκιμίου, με υψηλές βεβαίως απαιτήσεις στοχασμού και αγωνιστικότητας. Ο Μαρωνίτης κρατά τον στοχασμό και την αγωνιστικότητα αλλά εισάγει με το άρθρο του τη φιλολογική μέθοδο. Κι αυτό δεν ξέφυγε από την προσοχή του μελετητή του περιοδικού Μιχάλη Μπακογιάννη ο οποίος επισήμανε πως είναι η μόνη καθαρά φιλολογική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό.(17) Επιπλέον, η διάσταση αυτή του άρθρου του Μαρωνίτη αποκτά μια συμβολική, θα έλεγε κανείς, σημασία αν δούμε την καταληκτήρια παράγραφο, η οποία είναι και η τελευταία παράγραφος του τελευταίου τεύχους του περιοδικού:

«Η μελέτη αυτή ξεκίνησε από τη Μέλισσα και διακινδύνευσε και μερικά γενικότερα συμπεράσματα. Ο συγγραφέας της, που είναι φιλόλογος, ελπίζει πως στο κύριο μέρος της εργασίας του ακολούθησε τη φιλολογική μέθοδο∙ αυτή τουλάχιστον στάθηκε η επιδίωξή του. Την φιλολογική μέθοδο κριτικής έργων της Νέας μας Φιλολογίας φαίνεται να μην την έχουμε στον τόπο μας σε ιδιαίτερη υπόληψη. Την βρίσκουμε κάπως σχολαστική∙ ίσως γιατί δεν μας επιτρέπει να χανόμαστε σε γενικότητες, που είναι πιθανόν γλαφυρές, όχι όμως πραγματικά χρήσιμες για να καταλάβουμε και να ερμηνεύσουμε ένα έργο. Η κριτική δεν πρέπει, νομίζω, σε καμιά περίπτωση να γίνεται λογοτεχνικός αυτοσκοπός∙ στη βάση της είναι έρευνα και κάθε έρευνα χρειάζεται μια μέθοδο, που να μπορεί να μας την διδάξει μια ορισμένη επιστήμη. Η φιλολογία φυσικά δεν εξαντλεί το έργο της κριτικής, αποτελεί όμως προϋπόθεσή του. Χωρίς τη φιλολογική μέθοδο ο κριτικός αυτοαναλύεται, δεν αναλύει το έργο που κρίνει».(18) 

Ο νεαρός κλασικός φιλόλογος παρουσιάζεται στο παραπάνω απόσπασμα με σχηματισμένη την φιλολογική του ταυτότητα την οποία διεκδικεί και προβάλλει ενώ ταυτόχρονα διατυπώνει ολοκληρωμένη άποψη / πρόταση για τη σχέση ΝΕΦ και λογοτεχνικής κριτικής, μιας σχέσης η οποία, όπως έχουμε δει πολλάκις, προβλημάτιζε συνεχώς τους εμπλεκόμενους στην ανάπτυξη της ΝΕΦ. Η παραπάνω παράγραφος μπορεί να εκληφθεί και ως υπόσχεση ή ως χάραξη του προσωπικού του δρόμου στο χώρο της ΝΕΦ αλλά και της κριτικής.

Τρία χρόνια αργότερα, και ενώ έχει μεσολαβήσει η υφηγεσία του, ο Μαρωνίτης εμφανίζεται στο γνωστό περιοδικό Εποχές όπου έγραφαν πανεπιστημιακοί καθηγητές όπως ο Πολίτης και ο Κριαράς, αλλά και μέλλοντες καθηγητές όπως ο Σαββίδης, ο Σαχίνης και ο Μουλλάς. Το 1964 δημοσιεύει εκεί ένα δοκίμιο με τίτλο «Λογική και ποίηση» στο οποίο εξετάζεται η σύνταξη των λέξεων, των προτάσεων και των περιόδων της παραδοσιακής νεοελληνικής ποίησης συγκριτικά με τη νεοτερική ποίηση μετά το ’30, με αρκετά παραδείγματα από το Άξιον Εστί.(19) Σκοπός του είναι να υποδείξει τις διαφορές ανάμεσα στην παραδοσιακή και τη μοντέρνα ποίηση.

Είναι προφανές πως εκείνη την εποχή τον απασχολεί το ζήτημα της σύστασης της μοντέρνας ποίησης σε ένα ευρύτερο κοινό αλλά και ειδικότερα το Άξιον Εστί, διότι την επόμενη χρονιά (1965) δημοσιεύεται στις Εποχές το γνωστότατο μελέτημά του «Πρώτα φιλολογικά προλεγόμενα στο Άξιον Εστί». Ο τίτλος επιβεβαιώνει όσα σημειώθηκαν παραπάνω για τη σχέση φιλολογίας – κριτικής. Καθιστά σαφές ότι πρόκειται για μια φιλολογική προσέγγιση η οποία μάλιστα έχει το χαρακτήρα προετοιμασίας για μια διεξοδικότερη φιλολογική εργασία αλλά και μια ουσιαστικότερη κριτική (αξιολογική) εκτίμηση. «Η αισθητική ανάλυση προϋποθέτει την προσεκτική φιλολογική ανάγνωση και τα πορίσματά της» γράφει στην εισαγωγή της μελέτης.(20) Περιγράφει επίσης τι περιλαμβάνει ο φιλολογικός σχολιασμός: «α) την κριτική ανάγνωση και αποκατάσταση του κειμένου∙ β) τη γλωσσική (λεξιλογική και γραμματική) εξομάλυνσή του∙ γ) τη διασάφηση πραγμάτων∙ δ) την αναζήτηση των πηγών που υπόκεινται συνειδητά ή ασυνείδητα στο έργο που μελετούμε∙ ε) την πιστοποίηση των όρων (υποκειμενικών και αντικειμενικών) που συνέβαλαν στη διαμόρφωση του έργου, και τέλος  στ) την ερμηνεία, την παρακολούθηση δηλαδή και αξιολόγηση της δομής του, την οργανική σχέση περιεχομένου και μορφής κι άλλες συναφείς παρατηρήσεις».(21) Ο ίδιος στο συγκεκριμένο μελέτημα διέρχεται από τα παραπάνω στάδια έως το πέμπτο, εξού και «προλεγόμενα». Εξετάζει δηλαδή τη στίξη, την τυπογραφική εμφάνιση (όρθια-πλάγια, ρόδακες), τον αναγραμματισμό λέξεων του κειμένου (πρώτο στάδιο), τον γλωσσικό πλούτο και τη σύνθεση γλωσσικών στοιχείων από διάφορες ιστορικές περιόδους (δεύτερο στάδιο)∙ εξηγεί ονόματα τόπων και ανέμων (τρίτο στάδιο) και ανιχνεύει τις πηγές σε αρχαία κείμενα, σε δημοτικά τραγούδια, στον Σολωμό και στον Κάλβο (τέταρτο στάδιο). Τελειώνει με μία αξιολογική παρατήρηση την οποία δεν αναπτύσσει επειδή δεν αισθάνεται έτοιμος: «Μια τόσο υψηλή πρόθεση θα μπορούσε να συντρίψει έναν ελάσσονα ποιητή∙ στην περίπτωση του Ελύτη η αίσθησή μας είναι πως το επιχείρημα πέτυχε, έγινε ποιητική πράξη και όχι εγκεφαλικό κατασκεύασμα».(22)

Μετά την παραπάνω περιγραφή καταλαβαίνουμε γιατί το μελέτημα αυτό του Μαρωνίτη προσέχτηκε ιδιαιτέρως σε σχέση με τα δύο προηγούμενα. Πραγματοποιεί μία ορμητική είσοδο στο χώρο της μοντέρνας ποίησης, έναν χώρο που έως τότε ήταν αποκλειστικό προνόμιο της εξωπανεπιστημιακής κριτικής, και θέτει «φιλολογικές προϋποθέσεις» για την προσέγγιση και την αξιολόγησή της. Σ΄αυτό το δρόμο θα βαδίσει οπωσδήποτε ο ίδιος.

 

Η τομή της δικτατορίας

Το στρατιωτικό πραξικόπημα και η δικτατορία άλλαξαν, όπως σημειώθηκε ήδη, την ομαλή ακαδημαϊκή πορεία του Μαρωνίτη, δημιούργησαν νέα ερωτηματικά και ενέτειναν τη σχέση του με τη νεοελληνική λογοτεχνία.(23)  Μετά τα πρώτα χρόνια της γενικευμένης σιωπής εξαιτίας της λογοκρισίας, ο Μαρωνίτης συμμετέχει στον τόμο Δεκαοχτώ κείμενα (1970) με το πρώτο του μελέτημα για τον Καβάφη, «Υπεροψία και μέθη. Ο ποιητής και η ιστορία». Όπως το λέει και ο τίτλος, το θέμα που τον απασχολεί και που σχετίζεται με τις οδυνηρές εμπειρίες της εποχής είναι «σε ποια σχέση βρίσκεται ο ποιητής με τα κρίσιμα ιστορικά γεγονότα της εποχής του και του τόπου του».(24) Στο εκτενές αυτό μελέτημα ο Μαρωνίτης εισάγει μια μέθοδο την οποία θα καλλιεργήσει στη συνέχεια, την αξιοποίηση ενός μεμονωμένου ποιήματος, του «Δαρείου», ως παραδείγματος για να διερευνήσει το κεντρικό ερώτημα. Ακολουθεί και εδώ τη φιλολογική μεθοδολογική πορεία που είχε προαναγγείλει και εξετάζει τις πηγές, το ιστορικό πλαίσιο, τη στίξη του ποιήματος, τις παραλλαγές του αφηγητή, διαλεγόμενος με την καβαφική βιβλιογραφία. Είναι φανερό ωστόσο πως αυτή δεν είναι μια εργασία σαν τις προηγούμενες, τα πολιτικά υπονοούμενα είναι πανταχού παρόντα. Διερευνά στην ουσία τον τρόπο με τον οποίο «το κρίσιμο ιστορικό γεγονός του παρόντος απορροφιέται, μετασχηματίζεται και ξαναπροβάλλεται μέσα στο ποιητικό έργο»(25) για να καταλήξει στο τέλος πως η διαδικασία αυτή είναι βαθιά και πολύπλοκη και δεν έχει άμεση σχέση με την πολιτική δράση του ποιητή, είτε αυτή είναι έντονη είτε μειωμένη όπως του Φερνάζη: «Φοβούμαι ότι ο αναγνώστης έμεινε κάπως απορημένος και ανικανοποίητος. Διάβασε ένα δοκίμιο με τίτλο ‘Ο ποιητής και η ιστορία’ περιμένοντας να βρει ένα πιο ρωμαλέο πορτραίτο ποιητή από του Φερνάζη. Γιατί η συμμετοχή αυτού του τελευταίου στα ιστορικά δρώμενα αποδείχνεται πολύ μειωμένη, αν όχι αρνητική. Λυπάμαι για την απογοήτευση που δημιούργησα. Αλλά πιστεύω πως το πρώτο βήμα σε κάθε προσπάθεια είναι η αυτογνωσία. Τα άλλα έπονται».(26) Ο Μαρωνίτης έθεσε ένα ερώτημα και διάλεξε το κατάλληλο ποίημα για να «απαντήσει» στοχαστικά και με φιλολογική μέθοδο στην επιτακτική απαίτηση της εποχής για άμεση σχέση της ποίησης με το ιστορικό παρόν. Πρόκειται σαφέστατα για μια πολιτική παρέμβαση η οποία, όχι απλώς συνάδει με τον χαρακτήρα των Δεκαοχτώ κειμένων αλλά, όπως ωραία το διατυπώνει ο Γιάννης Παπαθεοδώρου, «διατηρεί τις αναγκαίες αποστάσεις που επέβαλλε η στοχαστική αυτογνωσία της συγκυρίας».(27) 

Μέσα στη δικτατορία ξεκινά και τις επιφυλλίδες στο Βήμα στις οποίες συχνά αναφέρεται σε πρόσωπα και έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας προκειμένου να μιλήσει για την πολιτική συνθήκη.(28) Τα δύο άλλα μελετήματα της εποχής δημοσιεύονται το 1973 στο περιοδικό Η Συνέχεια και αναφέρονται το ένα στον Ρίτσο, «Ο ποιητής και η ποίηση» και το άλλο στον Σινόπουλο «Ο μπρούτζινος καθρέφτης. Σχόλιο στο Νεκρόδειπνο».(29) Στο πρώτο συζητά τις δυσχέρειες της πρόσληψης του ποιητή λόγω της προβεβλημένης πολιτικής διάστασης του έργου του ενώ στο δεύτερο σχολιάζει το έργο λίγο μετά την έκδοσή του. Ανιχνεύει τις πηγές του και κάνει ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις ειδικά για τη σχέση Σινόπουλου – Σεφέρη. Είναι το πρώτο εξάλλου δημοσίευμά του για ποιητή της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Και σε αυτά είναι έντονη η πολιτική διάσταση.

Ας συγκεφαλαιώσουμε τι έχουμε ως εδώ για να δούμε πώς θα πορευτούμε στη συνέχεια. Ο Μαρωνίτης δημοσίευσε τρείς μελέτες πριν από τη δικτατορία (1961-1965) και τρεις κατά τη διάρκεια της δικτατορίας (1970-1973). ΄Εχει οπωσδήποτε διαγράψει τη φιλολογική μέθοδο που ακολουθεί στην προσέγγιση της νεότερης ποίησης ενώ ταυτόχρονα είναι ο πρώτος πανεπιστημιακός που συναντούμε ο οποίος συνδέει τα μελετώμενα θέματα ή πρόσωπα με την πολιτική συγκυρία. Παρόλο που οι δημοσιεύσεις του δεν είναι ακόμη πολλές, επιβάλλονται με το βάθος και τη μέθοδό τους και, μολονότι επικεντρώνονται σε ένα έργο ή ακόμη και ένα ποίημα, προϋποθέτουν εποπτεία πολύ μεγαλύτερων γραμματολογικών ενοτήτων. 

 

Η πρώτη μεταπολιτευτική περίοδος

Με την μεταπολίτευση, η νεοελληνική παραγωγή του Μαρωνίτη αυξάνεται αλματωδώς. Δεν περνά χρονιά που να μην έχει δημοσιεύσεις (χωρίς να υπολογίζουμε τις επιφυλλίδες) ενώ μόνο μέσα στο 1980 καταγράφονται έξι. Παράλληλα εκδίδονται βιβλία που συγκεντρώνουν κάποια μελετήματά του και κάνουν ακόμη πιο έντονη την παρουσία του στη ΝΕΦ. Όπως έχει πει αρκετές φορές και ο ίδιος, υπήρχε ένα ζωηρό ενδιαφέρον για τη σύγχρονη λογοτεχνία από τους φοιτητές (εξού και τα μαθήματα που εκλήθη να κάνει στο πανεπιστήμιο), τα λογοτεχνικά περιοδικά που πολλαπλασιάστηκαν, τους θεσμούς που οργάνωναν ημερίδες και εκδηλώσεις∙ ο ίδιος γινόταν αποδέκτης αυτού του ενδιαφέροντος, είχε πλέον συνδεθεί με τη νεοελληνική λογοτεχνία και ιδίως με τη νεοτερική ποίηση.(30) Επειδή δεν είναι δυνατόν βέβαια να μείνουμε σε κάθε ένα δημοσίευμά του, θα προσπαθήσουμε να τα αντιμετωπίσουμε κατά ομάδες. Ο ίδιος επέλεξε τα τελευταία χρόνια να τα συγκεντρώσει σε τόμους κατά ποιητή και, ομολογουμένως, είναι πολύ βοηθητική αυτή η επιλογή για τους απλούς αναγνώστες.(31) Οι ανάγκες της δικής μας εργασίας επιβάλλουν την παρακολούθηση της (οποιασδήποτε) εξέλιξης των ενδιαφερόντων του, των μεθόδων του, του ύφους του. Θα προτιμήσουμε επομένως χρονικές ενότητες. Λ.χ. το 1980 επισημάνθηκε ήδη ότι αποτελεί ένα όριο ωριμότητας αφού εκείνη τη χρονιά εκδίδονται ταυτόχρονα δύο βιβλία και δημοσιεύονται πολλές άλλες εργασίες. 

Ας δούμε λοιπόν πρώτα τις εργασίες της πενταετίας 1975-1980. Περιλαμβάνουν καταρχάς δύο βιβλία, Οι εποχές του Κρητικού («Λέσχη» 1975) και Ποιητική και πολιτική ηθική. Πρώτη μεταπολεμική γενιά. Αλεξάνδρου – Αναγνωστάκης – Πατρίκιος (Κέδρος 1976). Αν μου επιτρέπεται στο σημείο αυτό η προσωπική μαρτυρία, τα δύο αυτά βιβλία κυριαρχούσαν στα φοιτητικά μου χρόνια (1979-1983). Δεν νοούνταν μάθημα περί Σολωμού χωρίς τις Εποχές του Κρητικού ενώ το δεύτερο αποτελούσε αναγνωστική επιλογή δική μας, των φοιτητών, καθώς αγαπούσαμε ιδιαίτερα τους συγκεκριμένους ποιητές, τους οποίους δεν διδασκόμασταν και, οικειοποιούμενοι τη φράση «ποιητική και πολιτική ηθική», την χρησιμοποιούσαμε σε διάφορες πολιτικολογοτεχνικές περιστάσεις. Ο Μαρωνίτης αναφέρθηκε στις Εποχές του Κρητικού ως εξής: «Όσο για μένα, από αγαθή σύμπτωση, που οφείλεται στη μεγαλοψυχία του Λίνου Πολίτη, στυλοβάτη των νεότερων σολωμικών σπουδών, ο Κρητικός παρηγόρησε δίσεχτα χρόνια της ζωής μου στην περίοδο της δικτατορίας και από τη δοκιμασία αυτή βγήκε ένα κείμενο που μιλά για τις «Τέσσερις Εποχές του».(32) Πρόκειται για μια υποδειγματική αφηγηματική ανάλυση των χρόνων της ιστορίας και της αφήγησης∙ ξεχωρίζει τέσσερα αφηγηματικά επίπεδα, τέσσερις «εποχές», οι οποίες τον οδηγούν σε ερμηνεία του ποιήματος. Στο τέλος του μελετήματος η έμφαση δίνεται στον τρόπο με τον οποίο κατακτάται η ποίηση: «Καθώς περνά ο ήρωας από το ένα σκαλοπάτι στο άλλο, φυραίνει κι ερημώνει το κορμί του, αλλά οξύνονται η όραση κι η ακοή του, κι η φωνή του στο τέλος γίνεται έναρθρη μουσική. Αυτή είναι η σκάλα που οδηγεί στην ποίηση, όχι όπως τη φαντάζονται οι γλυκασμοί των άμουσων… η ποίηση δεν είναι, όπως νομίζουν μερικοί, ανέξοδη: για να περάσει στην ψυχή μας, τρώει το κορμί μας. Σ’ αντάλλαγμα μας φανερώνει τις άδηλες αναλογίες του κόσμου – του σημερινού κόσμου εννοώ. Μας οδηγεί μέσα από το αγεωμέτρητο χάος, στη γεωμετρία της ζωής, που είναι η αποφασισμένη μοίρα του ανθρώπου».(33) Στις καταληκτήριες αυτές σκέψεις διαβάζουμε πολιτικές συνδηλώσεις παρόμοιες με εκείνες της μελέτης «Ο ποιητής κι η ιστορία» των Δεκαοχτώ Κειμένων. Ο Μαρωνίτης, στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, επιδιώκει να διευρύνει τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτή η παραγωγή και ο ρόλος της ποίησης σε δύσκολους καιρούς. Πέρα από αυτό, Οι Εποχές του Κρητικού είναι μία από τις αυστηρότερες μεθοδολογικά, οξυδερκέστερες αλλά και γοητευτικότερες αφηγηματικά μελέτες του Μαρωνίτη.

Το βιβλίο του Ποιητική και πολιτική ηθική (1976) αποτελεί μια πιο ξεκάθαρη παρέμβαση στο ζήτημα της σχέσης του ποιητή με την ιστορία.(34) Εννοώ πως αυτά που λέγονταν με έναν υπαινικτικό τρόπο στις προηγούμενες εργασίες εδώ διατυπώνονται ρητά ήδη από τον τίτλο του βιβλίου ενώ οι ποιητές που επιλέγονται είναι ποιητές που κράτησαν, μέσα στο πεδίο της αριστεράς και παραμένοντας πάντα αριστεροί, μια αιρετική στάση. Το βιβλίο δεν είναι αυστηρή φιλολογική μελέτη όπως οι άλλες που είδαμε. Βασίζεται σε σειρά επιφυλλίδων στο Βήμα οι οποίες, με τη σειρά τους, προκύπτουν από μάθημα που δίδασκε στο Πανεπιστήμιο. Οι επιφυλλίδες ξεκίνησαν συμβολικά, στην επέτειο του Πολυτεχνείου του 1975 και, όπως γράφει, το κίνητρο για τη μελέτη των ποιητών της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς είναι η «γονική» τους σχέση με τη γενιά του Πολυτεχνείου. Ξεκινά με μια γενική εισαγωγή στην μεταπολεμική ποίηση και συνεχίζει με την προσέγγιση του καθενός από τους τρεις ποιητές χωριστά. Ανιχνεύει στον καθένα τις ενδείξεις μιας ηθικής που προκύπτει από την πλοκή πολιτικής πράξης και ποιητικής σύμπραξης και δεν είναι άλλη από την ηθική μιας διπλής αμφισβήτησης: τόσο της ποιητικής του υπόστασης όσο και της αριστερής ορθοδοξίας. Το βιβλίο αποτέλεσε τομή στην κριτική αντιμετώπιση της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς και «ένα από τα διαχρονικότερα ερμηνευτικά παραδείγματα της μεταπολίτευσης».(35)

Στη διετία 1975-76 ξεκινά και η ενασχόληση του Μαρωνίτη με τον Σεφέρη, έναν ποιητή ο οποίος «σημάδεψε ανεξίτηλα μια ζωή, σε κρίσιμες μάλιστα καμπές της».(36) Στα δύο δημοσιεύματα «Η Νέκυια της Κίχλης» (1975) και «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου» (1976) δοκιμάζει τη γνωστή του μέθοδο, τη σύγκριση του ποιήματος- στόχου με προγενέστερο έργο – πηγή: τη Νέκυια της Οδύσσειας με την Κίχλη, τη γνωστή ομότιτλη δημοτική παραλογή με το «Γυρισμό του ξενιτεμένου». Και στις δύο περιπτώσεις δηλώνει το ερμηνευτικό του κλειδί που είναι το ζεύγος νόστος-θάνατος. Η σύγκριση γίνεται αφού ξεκαθαρισθεί το έδαφος των πραγματολογικών και ιστορικών ενδείξεων και καταλήγει σε πλούσια ερμηνεία των δύο σεφερικών ποιημάτων. Τόσο η φιλολογική του μέθοδος στην προσέγγιση του Σεφέρη, ενός ποιητή «που χρησιμοποίησε εκτεταμένα το αρχαίο ελληνικό στοιχείο και το χειρίστηκε με τον πλέον νεωτερικό, λεπτό τρόπο»(37) όσο και τα ερμηνευτικά του συμπεράσματα έχουν γίνει κοινός τόπος έκτοτε για την προσέγγιση του ποιητή. 

Στην πενταετία που μας απασχολεί, αξίζει να αναφερθεί η ενασχόλησή του με το πεζογραφικό έργο του Γιώργου Χειμωνά με δύο κριτικές στην εφημερίδα Καθημερινή. Είναι εύλογο γιατί ο ποιητικός λόγος του Χειμωνά συγκινεί τον Μαρωνίτη τόσο ώστε να του αφιερώσει αργότερα ένα ολόκληρο βιβλίο, το μόνο για πεζογράφο.(38) Ξεχωρίζει ακόμη η συμβολή του σε ένα συνέδριο για τη διδασκαλία της σύγχρονης ποίησης που οργάνωσαν τα εκπαιδευτήρια Ζηρίδη το 1978 με τίτλο «Παρανάγνωση, ανάγνωση, φιλολογική ανάγνωση ενός ποιήματος».(39) Εξηγεί εκεί γιατί στο σχολικό πλαίσιο δεν είναι χρήσιμες οι έννοιες «ανάλυση» και «ερμηνεία» και προκρίνει την έννοια της ανάγνωσης ενώ είναι ευφυέστατη διδακτικά η σημασία που δίνει στην «παρανάγνωση» ως εφαλτήριο της διδασκαλίας. Εφαρμόζει τις προτάσεις του στον Νεκρόδειπνο του Σινόπουλου. Πρόκειται για μια αξιόλογη συμβολή στην προβληματική της διδακτικής της ποίησης που δεν προσέχτηκε όσο έπρεπε. Αντίθετα, δεν θεωρώ γόνιμη τη συζήτηση που άνοιξε ο Μαρωνίτης το 1977 με τέσσερις επιφυλλίδες στο Βήμα για την επαρχιακή λογοτεχνία και το έργο του Γιώργου Ιωάννου.(40) Παρόλο που περιέχουν εύστοχες επιμέρους παρατηρήσεις για τον συγγραφέα, ο ίδιος ο όρος που επέλεξε ως πυξίδα της προβληματικής του δεν ήταν πειστικός και ευθύβολος. Οι επιφυλλίδες προκάλεσαν έντονες συζητήσεις λόγω της δημοφιλίας του Ιωάννου αλλά και του κύρους του κριτικού του.(41)

 

Η δεύτερη μεταπολιτευτική περίοδος

Οι εργασίες της δεύτερης ομάδας, σύμφωνα με τον χωρισμό μας, εκτείνονται στη διετία 1980-82, οπότε και τελειώνουν τα όρια της δικής μας εξέτασης. Πρόκειται για μια πολύ γόνιμη διετία η οποία κυριαρχείται από τον Σεφέρη και τον Ελύτη. Τότε δίνει μερικές από τις σημαντικότερες εργασίες για τους δύο μεγάλους μας ποιητές και αυτή η ταυτόχρονη ενασχόληση και με τους δύο ίσως έχει ιδιαίτερη σημασία. Το 1980 εκδίδονται τρία βιβλία: ΄Οροι του λυρισμού στον Οδυσσέα Ελύτη, Μίλτος Σαχτούρης. Άνθρωποι – Ζώα – Χρώματα - Μηχανές αλλά και ο τόμος Κύκλος Σεφέρη από την Εταιρεία Σπουδών της Σχολής Μωραϊτη στον οποίο ο Μαρωνίτης δημοσιεύει τέσσερα μελετήματα.(42) Αφήνοντας τον Σαχτούρη τελευταίο, ας ξεκινήσουμε από τον Σεφέρη. Μία γραμμή που τα διατρέχει είναι η γνωστή μας πια σύγκριση με αρχαία κείμενα, την Οδύσσεια βέβαια για να ανιχνεύσει τη σχέση με τους εταίρους στο Δ΄ του Μυθιστορήματος αλλά και το λόγο του Παιδαγωγού στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή τον οποίο συγκρίνει με το ΙΣΤ’ του Μυθιστορήματος. Μια άλλη γραμμή είναι η ανίχνευση συγκεκριμένων ερωτημάτων σε μεμονωμένα ποιήματα. Ξεχωρίζω τη μοίρα του ανθρώπου μέσα στην ιστορία («Η τελευταία μέρα») αλλά και την πορεία προς την ωριμότητα ενός ποιητή («Οι γάτες του Αϊ- Νικόλα», Τρία κρυφά ποιήματα). Αξίζει να παραθέσουμε το συμπέρασμά του σχετικά με το πώς πορεύεται ο Σεφέρης προς την ωριμότητα: «Υπάρχουν ποιητές που σκοπεύουν την ωριμότητα κυρίως με τη μέθοδο της πρόσθεσης. Επιστρατεύουν δηλαδή όλα τα επινοημένα από τους ίδιους και τους ομότεχνους σύνεργα της ποιητικής τεχνικής, με αποτέλεσμα το όψιμο έργο τους να παίρνει μορφή ποιητικού πανθέου. Ο πληθωρισμός αυτός μέσων και τεχνικής δεν συνεπάγεται αναγκαστικά ποιητική υποτίμηση, το τελικό όμως αποτέλεσμα στις περιπτώσεις αυτές παραμένει μπαρόκ. Στα Τρία Κρυφά Ποιήματα η μέθοδος ωριμότητας είναι ακριβώς η αντίστροφη: η σύνθεση δεν στηρίζεται στην πράξη της πρόσθεσης, αλλά προκύπτει από την ασκητική πράξη της αφαίρεσης που καταλήγει σε μια μορφή απόσταξης».(43) 

Κορυφαίο όμως από τα μελετήματά του για τον Σεφέρη είναι «Η συνομιλία των ποιητών» η οποία αφορά τη συνομιλία Σεφέρη – Σικελιανού με βάση δύο ποιήματα, το «Θαλερό» και το «Hampstead». Μέσα από αυτή τη σύγκριση αναδεικνύεται «η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην παραδοσιακή και τη μοντέρνα ποίηση. Προβάλλει το ύφος και το ήθος καθεμιάς σε αντιβολή: δίχως μήτε αυταρέσκεια ξιπασμένη για το καινούριο μήτε και αθώα προσκόλληση στο παραδοσιακό».(44) Είναι ενδιαφέρουσα η ερμηνεία του ότι «Το “Hampstead”, αν σκεφτεί μάλιστα κανείς τις συνθήκες και το χρόνο της σύνθεσής του (1931- πέρασμα από τη Στέρνα στο Μυθιστόρημα) αποτελεί ένα είδος προγράμματος ή μανιφέστου για τη σύγκρουση παραδοσιακής και νεοτερικής ποίησης στην Ελλάδα, όπως τη βιώνει ένας ποιητής με την ευθύνη την πνευματική και με την παιδεία του Σεφέρη».(45) Χαρακτηρίζω το μελέτημα αυτό κορυφαίο διότι περιέχει, σε πλήρη ανάπτυξη, πολλά από τα σημεία της ανάγνωσης των ποιημάτων που συνηθίζει ο Μαρωνίτης. Όπως σημειώνει ο Βαγενάς γι αυτό ακριβώς το μελέτημα, «ο Μαρωνίτης ανιχνεύει, και στις πιο λεπτές αποχρώσεις του μέσα από την εξονυχιστική εξέταση των γλωσσικών, προσωδιακών, εικονιστικών και συναισθηματικών στοιχείων που το συνθέτουν», το αίσθημα του «Θαλερού», εντελώς διαφορετικό από εκείνο του ποιήματος του Σεφέρη. Πηγαίνει πέρα από τη διαπίστωση μιας διακειμενικής συνομιλίας, στην ερμηνεία του σεφερικού ποιήματος ως ποιήματος ποιητικής, «ως σημείου της εξόδου του Σεφέρη από τη συμβολιστική εκφραστική και ως σχεδίου ενός μοντερνιστικού προγράμματος». Με την ερμηνεία αυτή εξάλλου ο Μαρωνίτης δοκιμάζεται επιτυχώς στην εξερεύνηση της φύσης του σεφερικού μοντερνισμού, ένα πεδίο το οποίο, κατά τον Βαγενά, αποτελεί «τον δείκτη της επάρκειας και της σοβαρότητας κάθε κριτικού του Σεφέρη».(46)

Το 1980 δημοσιεύονται δύο σημαντικές μελέτες του για τον Ελύτη οι οποίες στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Όροι του λυρισμού στον Οδυσσέα Ελύτη το οποίο εκδόθηκε την ίδια χρονιά: «Ο τύπος του εθνικού ποιητή. Ο αντίκτυπος του αλβανικού έπους στην ποίησή μας» (Ο πολίτης) και Η «κρίσιμη καμπή. Η ωριμότητα του ποιήματος και του ποιητή» (Αντί). Σ΄αυτές πρέπει να προστεθούν «Ο εσωτερικός λυρισμός του Ελύτη» η οποία δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο βιβλίο και, δύο χρόνια αργότερα, «Η ποιητική αισιοδοξία του Ελύτη» (Η λέξη, 1982).(47) Το πρώτο που έχει κανείς να παρατηρήσει είναι η σχεδόν ισότιμη μεταχείριση των δύο ποιητών της γενιάς του ’30: πέντε μελετήματα για τον Σεφέρη, τέσσερα για τον Ελύτη. Το δεύτερο είναι η παραλληλία των θεμάτων προς ανίχνευση∙ ο αντίκτυπος του αλβανικού έπους στην ποίησή μας επαναφέρει βέβαια το θέμα της σχέσης του ποιητή με την ιστορία ενώ η πορεία προς την ωριμότητα ανιχνεύεται και στην περίπτωση του Ελύτη. Τρίτον, μιλώντας για τον Ελύτη αισθάνεται την ανάγκη να αναφέρει τον Σεφέρη είτε ως εξαίρεση στη «νεορομαντική αισιοδοξία» του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου είτε ως εκείνον που έδωσε το τελειωτικό χτύπημα στο μοντέλο της εθνικής ποίησης και του εθνικού ποιητή. Ας σημειωθεί πως στα σεφερικά μελετήματα δεν καταγράφονται ανάλογες αναφορές στον Ελύτη. Τέταρτον, η μέθοδος της σύγκρισης με άλλους ποιητές και έργα βρίσκεται κι εδώ στο φόρτε της: του Ελύτη με τον Εγγονόπουλο και τον Ρίτσο (για να στοιχειοθετήσει τη νεορομαντική αισιοδοξία), της Μαρίας Νεφέλης με την Οδύσσεια (για να εξάγει τα χαρακτηριστικά του ώριμου ποιήματος), τέλος και κυριότερο, του Ελύτη με τον Καρυωτάκη για να ανιχνεύσει την ποιότητα της αισιοδοξίας του πρώτου και της απαισιοδοξίας του δεύτερου. 

Εκείνο το οποίο εντυπωσιάζει στην ομάδα των ελυτικών μελετημάτων του Μαρωνίτη αυτής της περιόδου είναι η γραμματολογική προοπτική που διακρίνεται σε αυτά, έναντι της ερμηνευτικής επιμονής που διέπει τα συγκαιρινά σεφερικά του. Μολονότι δεν λείπει και εδώ η εκ του σύνεγγυς ανάγνωση συγκεκριμένων ποιημάτων, αξιοσημείωτα είναι η έρευνα των εννοιών «τύπος» και «εθνικός ποιητής» στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία,(48) ο τρόπος με τον οποίο συνδέει τη Μαρία Νεφέλη με τη φιλοσοφία, την πολιτική θεωρία και την πολιτική πράξη αλλά και η ανάδειξη δύο διαφορετικών εποχών και ποιητικών ιδιοσυγκρασιών μέσα από τη σύγκριση Ελύτη – Καρυωτάκη. 

Ο Μαρωνίτης δεν παραμέλησε τον έτερο σημαντικό πόλο της γενιάς του ’30, τον Γιάννη Ρίτσο. Το 1981 δημοσιεύει δύο συνεχόμενα κείμενα, «Η τιμή του χρυσού και η τιμή της πέτρας» (Το Βήμα) και «Προβλήματα ποιητικής οικονομίας στο έργο του Ρίτσου» (Η λέξη) στα οποία επιχειρεί να διεισδύσει στον κόσμο του, έναν κόσμο  «καθημερινής ευτέλειας». Είναι ο «πηλός και ο χυμός» της ποίησής του.(49) Συγκρίνει τον Ρίτσο με τον Σεφέρη και υποστηρίζει πως στον Σεφέρη, παρόλο που δεν λείπει η τίμια σοφία του απλού ανθρώπου δεν υπάρχουν τα σύνεργα του καθημερινού εργατικού και μικροαστικού βίου της σύγχρονης ελληνικής πόλης. Αντίθετα ο Ρίτσος αποφασίζει συνειδητά ο μικρόκοσμος αυτός να γίνει η πρώτη ύλη του ποιήματος και η τελική του ατμόσφαιρα. Τονίζει πως ο Ρίτσος κέρδισε μάχες μεγάλης σημασίας όπως λ.χ. η απόκρουση της παραδοσιακής ποίησης και του σοσιαλιστικού ρεαλισμού.(50)  

Συνεχίζει και σε αυτή την περίοδο την ενασχόλησή του με την πρώτη μεταπολεμική γενιά εκδίδοντας το βιβλίο για τον Σαχτούρη στο οποίο περιλαμβάνονται επιφυλλίδες στο Βήμα οι οποίες βασίζονται σε πανεπιστημιακά μαθήματα για τον ποιητή. Κριτική εγρήγορση δείχνει απέναντι στην έκδοση της συλλογής Γκρίζο φως του Σινόπουλου (1980) ενώ το 1982 δημοσιεύει  ένα μελέτημα στο Αντί για το κριτικό έργο του Σινόπουλου, το μοναδικό για νεοέλληνα κριτικό, ένδειξη της εκτίμησης προς τη συνολική προσωπικότητα του ποιητή.(51)

 

Τα όρια τούτης εδώ της εργασίας με αναγκάζουν να σταματήσω την περιήγηση στο νεοελληνικό έργο του Μαρωνίτη στο 1982, παρόλο που αυτό συνεχίζεται πλούσιο  μέχρι σήμερα.(52) Ωστόσο, έχοντας κάνει το ίδιο και με τους υπόλοιπους καθηγητές της ΝΕΦ σε αυτό το μέρος του βιβλίου, μπορώ με ασφάλεια να υποστηρίξω πως τα νεανικά και πρώτα ώριμα χρόνια ενός επιστήμονα αρκούν για να διαγράψουν το στίγμα που αφήνει στην εξέλιξη της επιστήμης. Ο Δημήτρης Μαρωνίτης στα πρώτα είκοσι χρόνια της ενασχόλησής του με τη νεοελληνική λογοτεχνία (1961-1982) συγκεντρώνει μια πλούσια σε όγκο συγκομιδή μελετών που διακρίνεται από  αξιοθαύμαστη ενότητα. Ας συγκεφαλαιώσουμε τα χαρακτηριστικά του έργου αυτού προκειμένου να διαγράψουμε το στίγμα του στην εξέλιξη της ΝΕΦ. Το ενδιαφέρον του για τη νεοελληνική λογοτεχνία δεν είναι μεταγενέστερο εκείνου για την αρχαία αλλά τα δύο πορεύονται μαζί και αξεδιάλυτα. Είναι φυσικό στα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας του οι ανάγκες παραγωγής έργου στην ΑΕΦ που ήταν το γνωστικό του αντικείμενο στο Πανεπιστήμιο να έχουν προτεραιότητα. Η δικτατορία και η μεταπολίτευση δημιούργησαν πολιτικές, συναισθηματικές και ηθικές υποδοχές τόσο στον ίδιο, όσο και στο περιβάλλον, που εντατικοποίησαν την ενασχόληση με τη σύγχρονη λογοτεχνία. Ο Μαρωνίτης ανταποκρίθηκε στο κλίμα αυτό με τους δικούς του όρους, χωρίς να ενδώσει ούτε σε κριτικές ευκολίες (παρόλη την πηγαία ερμηνευτική άνεση που τον διακρίνει) ούτε σε ακατάσχετη πολιτικολογία. Δεν ενέδωσε, διότι από μιας αρχής εισήλθε στον στίβο της ΝΕΦ με ολοκληρωμένη φιλολογική συνείδηση: ζήτησε να οριοθετήσει τη φιλολογική μέθοδο με συγκεκριμένα ζητούμενα και στάδια της έρευνας τα οποία ο ίδιος τα ακολούθησε mutatis mutandis σε όλες του τις μελέτες. Είχε επιπλέον σαφή στάση απέναντι στη σχέση της ΝΕΦ με τη λογοτεχνική κριτική και παρόλο που, από τη στήλη του στο Βήμα, πολλές φορές ανταποκρίθηκε αναγνωστικά στην έκδοση νέων βιβλίων, παρέμεινε πάντα φιλόλογος. Είναι ωστόσο χαρακτηριστικό για την αλλαγή στις νοοτροπίες που φέρνει η μεταπολιτευτική περίοδος, και αξίζει να επισημανθεί, πως ενώ προηγουμένως οι καθιερωμένοι κριτικοί επιζητούσαν να γίνουν πανεπιστημιακοί (λ.χ. ο Σπανδωνίδης ή ο Σαχίνης) τώρα ο καταξιωμένος φιλόλογος, και μάλιστα κλασικός φιλόλογος, όχι μόνο δεν περιφρονεί την λογοτεχνική κριτική αλλά την πλησιάζει δημιουργικά. Πρόκειται για την αρχή μιας τάσης η οποία αρκετά αργότερα θέριεψε.

Ακόμη, ο Μαρωνίτης είναι ο πρώτος «καθηγητής» της ΝΕΦ που έδωσε σαφές πολιτικό περιεχόμενο στα ερωτήματα που έθεσε κατά τη μελέτη των ποιητικών έργων. Εννοώ πως, αν και οι περισσότεροι καθηγητές της ΝΕΦ ή της ΜΕΦ  διαπνέονταν από θερμές δημοκρατικές πεποιθήσεις και κάποιοι διώχθηκαν, ποτέ προηγουμένως δεν «πολιτικοποιήθηκαν» τα ερευνητικά ζητούμενα. Ο Μαρωνίτης είναι παράδειγμα δημιουργικής ανταπόκρισης στα αιτήματα μιας εποχής που φλέγονταν από την επιθυμία σύνδεσης του παρόντος με το παρελθόν, της πολιτικής με την τέχνη. Αντίστοιχο παράδειγμα εξωπανεπιστημιακού διανοούμενου που να θέλησε να ανταποκριθεί σε αυτές τις ανάγκες της μεταπολίτευσης, με άλλους όρους βέβαια, είναι ο Δημήτρης Χατζής. Ο Μαρωνίτης όρισε το μέτρο της σοβαρότητας σε αυτές τις συνδέσεις και ανέβασε τον πήχυ των σχετικών απαιτήσεων και της φιλολογικής και της λογοτεχνικής κριτικής.

Μίλησα παραπάνω για ενότητα στο νεοελληνικό έργο του. Τούτη διακρίνεται στα ερωτήματα που θέτει, στους ποιητές με τους οποίους ασχολείται, στη μέθοδο. Δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε τις σταθερές του, έχουν φανεί νομίζω από την πραγμάτευση ως τώρα.(53) Θα ήθελα εδώ να προσθέσω ότι η ενότητα στο έργο του είναι τέτοιου βάθους και συνέπειας που καθιστά το έργο αυτό «μάθημα». Όχι μόνο επειδή η συντριπτική πλειοψηφία των μελετημάτων του βασίζεται σε πανεπιστημιακά μαθήματα∙ εννοώ πως, ακόμη κι αν δεν τον έχει ακούσει κανείς να διδάσκει, ακόμη κι αν δεν υπήρξε ποτέ μαθητής του, διαβάζοντας προσεκτικά και ολοκληρωμένα το δημοσιευμένο έργο του μαθαίνει, μέσα από την επαναφορά και επεξεργασία των ίδιων μοτίβων, πώς να πλησιάζει και ο ίδιος τα λογοτεχνικά έργα, είτε ως φιλόλογος είτε ως κριτικός είτε ως αναγνώστης. Εκείνο που απομένει, κλείνοντας, είναι να αποσαφηνίσουμε τη συνεισφορά του στη ΝΕΦ. Ο Μαρωνίτης ενεπλάκη στη ΝΕΦ σε μια περίοδο κατά την οποία αυτή οργανωνόταν ως επιστήμη∙ προσήλθε σ’ αυτήν όχι από έξω, αλλά ετοιμασμένος μέσα στην ίδια τη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης, όντας ένας από τους πρώτους μαθητές του Πολίτη, ο πρώτος μάλιστα μαθητής του που έγινε καθηγητής∙ μαθητής με όλη τη σημασία της λέξης: συναισθηματικά δεμένος μαζί του αλλά και επιστημονικά και αισθητικά θρεμμένος από αυτόν.(54) Προχώρησε πέρα από το σημείο στο οποίο ο Πολίτης σταμάτησε: στην ερμηνεία της νεοτερικής ποίησης. Επιδίωξε την ερμηνεία αυτή να την θεμελιώσει στη φιλολογική μέθοδο, κυρίως την εκ του σύνεγγυς προσέγγιση του ποιήματος ή της ποιητικής σύνθεσης χωρίς να αδιαφορεί για τη γραμματολογία αλλά και την ιστορική πραγματικότητα γύρω από το έργο. Ο Πολίτης εισήγαγε τη νεότερη ποίηση στο πανεπιστήμιο και με τα μαθήματά του και, συμβολικά, με την αναγόρευση του Γιώργου Σεφέρη σε επίτιμο διδάκτορα. Ωστόσο, με τον Σαββίδη και τον Μαρωνίτη η φιλολογική προσέγγιση της νεότερης ποίησης συνέδεσε ουσιαστικότερα τη ΝΕΦ με τη σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή, κάτι που υπήρξε διαρκές αίτημα, όπως φαίνεται και από την αλληλογραφία Σεφέρη – Πολίτη.(55) Ταυτόχρονα, αυτή καθεαυτή η σύνδεση αναβίβασε το κύρος της νεαρής ΝΕΦ στο πολιτισμικό πεδίο και άνοιξε το δρόμο και σε άλλες σύγχρονες προσεγγίσεις. Σε αυτή την προσπάθεια, Σαββίδης και Μαρωνίτης αλληλοσυμπληρώνονται: εκδότης και μελετητής αρχείων περισσότερο ο πρώτος, αναγνώστης και ερμηνευτής ο δεύτερος. Τι τους ενώνει; Πολλά, αλλά θα σταθώ σε ένα: η βαθιά πνευματική συγγένεια με τον Σεφέρη.(56) Νομίζω πως στα είκοσι πρώτα χρόνια των νεοελληνικών μελετημάτων του Μαρωνίτη φαίνεται καθαρά η πρωτοκαθεδρία που του αναγνωρίζει, κυρίως καθιστώντας τον διαρκή πόλο σύγκρισης∙ σε πρόσφατη συνέντευξή του την παραδέχθηκε και ρητά: «Ο Σεφέρης – για τον οποίο έχω να πω ότι όσο περνάει ο καιρός παγιώνεται ως ο σπουδαιότερος ποιητής μας».(57)   

Εκεί όμως που η προσφορά του είναι ακόμη μεγαλύτερη είναι στη σύνδεση αρχαιογνωσίας και νεογνωσίας. Η ΝΕΦ πάντοτε πιεζόταν να αρθεί στο ύψος της ΑΕΦ, ό,τι και να σήμαινε αυτό: έγκυρες εκδοτικές και ερμηνευτικές μέθοδοι, επιστημονική διατύπωση των υποθέσεων και των συμπερασμάτων∙ ταυτόχρονα πάντοτε υπολειπόταν σε κάτι το οποίο δεν δηλωνόταν με σαφήνεια. Ίσως θα μπορούσαμε σήμερα να το ονομάσουμε μορφωτικό κεφάλαιο. Ο Μαρωνίτης προσέγγισε τη ΝΕΦ με το οπλοστάσιο και τη γνώση της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας αλλά και με ταπεινότητα, με αγάπη γι αυτήν την ίδια. Οι συγκρίσεις αρχαίων και νέων έργων, στις οποίες επιδόθηκε με επιμονή και με μία μεγάλη γκάμα μεθόδων και τρόπων, δεν αποσκοπούν ούτε στην επίδειξη αρχαιογνωσίας ούτε στην επιφανειακή «απόδειξη» της αξίας ή της ποιότητας της νεοελληνικής λογοτεχνίας μέσω μιας επισφαλούς συνέχειας.(58) Οι συγκρίσεις αξιοποιούνται ως εργαλείο για την πλουσιότερη ανάγνωση και ερμηνεία των νέων έργων. Κι αυτό φαίνεται από το ότι, ήδη στο πρώτο του μελέτημα για την Μέλισσα του Καζαντζάκη, καταλήγουν πάντοτε σε γενικά ερμηνευτικά συμπεράσματα για το νεοελληνικό έργο. Ο Μαρωνίτης επομένως, με το παράδειγμά του, ανέτρεψε τη σχέση ΑΕΦ και ΝΕΦ όπως είχε διαμορφωθεί έως τότε: η νεογνωσία δεν ανεβάζει το κύρος της μιμούμενη ή διδασκόμενη από την αρχαιογνωσία αλλά η αρχαιογνωσία τίθεται στην υπηρεσία της νεογνωσίας επειδή προφανώς η τελευταία θεωρείται, εκ προοιμίου και χωρίς καμιά ανάγκη απόδειξης, άξια προσοχής.  

   

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Ίσως στη συνεδρίαση της Σχολής που τον εξέλεξε καθηγητή της ΑΕΦ το 1975 να αναφέρθηκαν ενδιαφέρουσες απόψεις και για το έργο του στη ΝΕΦ, δυστυχώς όμως τα πρακτικά της εκλογής του περιλαμβάνονται στον χαμένο τόμο της ακαδημαϊκής χρονιάς 1974-1975, χρονιά της «αποχουντοποίησης».

2. Σε πολλές συνεντεύξεις αναφέρει τους δασκάλους του. Βλ. λ.χ. την πρόσφατη στον Γιάννη Παπαθεοδώρου, «Εμμονες ιδέες. Το Δέντρο, τχ. 205-206 (Οκτώβριος 2015), σ. 159-160.

3. Λίζυ Τσιριμώκου, «Το μάθημα και η μαθητεία της κριτικής», στο Νάσος Βαγενάς (επιμ.), Επέτειος. Κρίσεις και σχόλια για το έργο του Δ. Ν. Μαρωνίτη 2008-2009, Αθήνα, Μικρή άρκτος 2010, σ. 41.

4. Βιογραφικά στοιχεία στο Ελένη Καρατζόλα, «Δ.Ν. Μαρωνίτης Μέρες & έργα», στο Νάσος Βαγενάς (επιμ.), Επέτειος. Κρίσεις και σχόλια για το έργο του Δ. Ν. Μαρωνίτη 2008-2009, Αθήνα, Μικρή άρκτος 2010, σ. 11-17.  Πολλές επιφυλλίδες και συνεντεύξεις που δίνουν στοιχεία αναφέρονται παρακάτω.

5. Ομήρου Οδύσσεια, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη 2009. Όμηρος, Ιλιάς, Άγρα 2010. Για την προσφορά του στα κλασικά γράμματα βλ. Αντώνης Ρεγκάκος & Γιάννης Καζάζης (επιμ.), Euphrosyne. Studies in the Ancient Epic, and its Legacy in Honor of Dimitris N. Maronitis, Stuttgard, F. Steiner, 1999.

6. Πρακτικά Συνεδριάσεων Φιλοσοφικής Σχολής, τ. 13, συν. 1022 (8/2/1968) ανακοινώνεται έγγραφο της Πρυτανείας με τη διαταγή της απόλυσης. 

7. Δ. Ν. Μαρωνίτης, Η λειτουργική μηχανή της ποίησης: Μνήμη και λήθη. Διαλέξεις εις μνήμην Ελένης Τσαντσάνογλου, Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών Πανεπιστημίου Κύπρου, Λευκωσία 1996, σ. 21. 

8. Οι επιφυλλίδες εκείνης της εποχής δημοσιεύτηκαν και στον τ. Ανεμόσκαλα, Αθήνα, Παπαζήσης, 1972. Τις επιφυλλίδες του 1973 και ιδιαίτερα εκείνη με τίτλο «Ανοιχτά ερωτήματα» (Το Βήμα 27/10/1973) βλ. στον τ. Ανεμόσκαλα και σημαδούρες, Αθήνα, Ολκός, 1975. Όλες τώρα στον τ. Ανεμόσκαλα, Σημαδούρες Χωρίς Ανεμόσκαλα, Αθήνα, Κέδρος, 1984. 

9. Βλ. τη μαρτυρία του Γιάννη Χάρη ως νέου της εποχής εκείνης: «Εχει προηγηθεί ο μύθος του, ο πανεπιστημιακός καθηγητής που έχει συλληφθεί δυο φορές, ένας πανεπιστημιακός και όχι ένας πολιτικός καριέρας ή πολιτικό πρόσωπο, ή πάλι κάποιο στέλεχος του κομμουνιστικού κόμματος κ.τ.λ. κι είχε σημασία αυτό: εννοώ, η σύλληψη, η κράτηση και ο βασανισμός ενός πανεπιστημιακού ήταν έξω από τα στερεότυπα, ας το πω έτσι, τα αναμενόμενα τρόπον τινά». Γ. Χάρης, «Ενας δάσκαλος τα χρόνια της δικτατορίας», Επέτειος…ό.π., σ. 30. 

10. Βλ. Β. Αποστολίδου, Λογοτεχνία και ιστορία στη μεταπολεμική Αριστερά. Η παρέμβαση του Δημήτρη Χατζή (1947-1981), Αθήνα, Πόλις, 2003, σ. 248-263, 278-299. 

11. Δεν έχουμε εργογραφία του Δ. Ν. Μαρωνίτη. Το βασικό μας βοήθημα είναι η σημείωση των πρώτων δημοσιεύσεων στους συγκεντρωτικούς τόμους.

12. Συνέντευξη στον Νίκο Μπακουνάκη, «Τα βιβλιάρια τραπέζης του Δ. Ν. Μαρωνίτη», Το Βήμα (17/2/2008).

13. Ο Μαρωνίτης αφιερώνει το βιβλίο Τάκης Σινόπουλος. Μίλτος Σαχτούρης. Μελετήματα, Αθήνα Πατάκης, 2009 στον Αναγνωστάκη. Πρβ. και όσα λέει για τον Αναγνωστάκη στην προλογική σημείωση, σ. 15. 

14. Δημήτρης Μαρωνίτης, «Η αντίληψη του τραγικού στον Καζαντζάκη. Η Μέλισσα και η πηγή της», Κριτική, τχ. 17/18 (Σεπτ.-Δεκ. 1961), σ. 182-195. Το μελέτημα αυτό δεν συμπεριλήφθηκε σε κανέναν συγκεντρωτικό τόμο. 

15. Δημήτρης Μαρωνίτης, «Η αντίληψη του τραγικού στον Καζαντζάκη», ό.π., σ. 182.

16. Ό.π., σ. 193-194.

17. Μιχ. Γ. Μπακογιάννης, Το περιοδικό Κριτική (1959-1961). Μια δοκιμή ανανέωσης του κριτικού λόγου, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 2004, σ.  188-189.

18. Δημήτρης Μαρωνίτης, «Η αντίληψη του τραγικού στον Καζαντζάκη», ό.π., σ. 195.

19. Δ. Ν. Μαρωνίτης, «Λογική και ποίηση», Εποχές, τχ. 17 (Σεπτ. 1964), σ. 23-30.

20. Δ. Ν. Μαρωνίτης, «Πρώτα φιλολογικά προλεγόμενα στο Άξιον Εστί», Εποχές, τχ. 29 (Σεπτ. 1965), σ. 13-19.  Οι παραπομπές στον τ. Όροι του λυρισμού στον Οδυσσέα Ελύτη, Αθήνα, Κέδρος, 1980, σ. 15-33. Το παράθεμα από τη σ. 15. 

21. Ό.π., σ. 16.

22. Ό.π., σ. 33.

23. Σε συνέντευξή του στη Μαρία Στασινοπούλου χαρακτηρίζει την πανεπιστημιακή του σταδιοδρομία «νευρική και αποσπασματική» λόγω χούντας. Για την ενασχόλησή του με τη νεοελληνική λογοτεχνία στα ίδια χρόνια λέει: «Παραήτανε ασφαλής ο χώρος της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας για μένα στα χρόνια της δικτατορίας∙ εγύρευα έναν πιο ριψοκίνδυνο χώρο, στη νεοελληνική γραμματεία. Παραήτανε ριψοκίνδυνος ο χώρος της νεοελληνικής λογοτεχνίας∙ γύρευα κάποια μικρή ασφάλεια στην αρχαία φιλολογία. Έτσι ισορρόπησα ανάμεσα στην ασφάλεια του ενός χώρου και την ανασφάλεια του άλλου». Μένει σε μας να ερμηνεύσουμε την ασφάλεια / ανασφάλεια ως επιστημονική, πολιτική ή και τα δύο. Διαβάζω, τχ. 130 (6. Νοεμ. 1985), σ. 63-64.

24. Περιλήφθηκε στον τ. Όροι του λυρισμού στον Οδυσσέα Ελύτη, ό.π., σ. 129-151.  Το παράθεμα σ. 133.

25. Ό.π., σ. 132.

26. Ό.π., σ. 150-151.

27. Γιάννης Παπαθεοδώρου, «Ο Καβάφης, οι νέοι κι οι γέροι», Το Δέντρο, τχ. 205-206 (Οκτ. 2015), σ. 179.

28. Βλ. λ.χ. την επιφυλλίδα «Το κοινόβιο», Το Βήμα 15/7/1872 γραμμένη λίγες μέρες μετά το θάνατο του Μάριου Χάκκα.

29. Δ. Ν. Μαρωνίτης, «Ο ποιητής και η ποίηση», μέρος της Πολυκριτικής για τον Γιάννη Ρίτσο, Η Συνέχεια, τχ. 1 (Φεβρ. 1973), σ. 2-21. «Ο μπρούτζινος καθρέφτης. Σχόλιο στο Νεκρόδειπνο», Η Συνέχεια, τχ. 2 (Απρ. 1973), σ. 87-89.

30. Βλ. τη μαρτυρία του Δημήτρη Δασκαλόπουλου για την εποχή της μεταπολίτευσης, «Μια εκδήλωση», Εντευκτήριο, τχ. 49 (Ιαν. – Μαρτ. 2000), Σελίδες για τον Δ. Ν. Μαρωνίτη,  σ. 29-30.

31. Πρόκειται για τη σειρά Γραφή και Ανάγνωση στις εκδόσεις Πατάκη (2007-2009). Περιλαμβάνει έξι βιβλία.

32. Δ. Ν. Μαρωνίτης, Η λειτουργική μηχανή της ποίησης: Μνήμη και λήθη. Διαλέξεις εις μνήμην Ελένης Τσαντσάνογλου, Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών Πανεπιστημίου Κύπρου, Λευκωσία 1996, σ. 21.  Ο Πολίτης του είχε παραχωρήσει το χειρόγραφο του Κρητικού. Σε συνέντευξή του το 2008 λέει: «Στον Πολίτη οφείλω την επιβίωσή μου, την οικονομική και τη συγγραφική στους άσχημους καιρούς. Ήταν άρχοντας». Συνέντευξη στον Νίκο Μπακουνάκη «Τα βιβλιάρια τραπέζης του Δ. Ν. Μαρωνίτη», Το Βήμα (17/2/2008). 

33. Δ. Ν. Μαρωνίτης, «Οι εποχές του ‘Κρητικού’», στον τ. Πίσω Μπρος. Προτάσεις και υποθέσεις για τη νεοελληνική ποίηση και πεζογραφία, Αθήνα, στιγμή, 1986, σ. 13-35. Το παράθεμα από τη σ. 34-35.

34. Το θέμα «ο ποιητής και η ιστορία» τον απασχολεί εκ νέου το 1979 «Ο ποιητής και η ιστορία, ο ρεαλισμός του Καβάφη και ο υπερρεαλισμός του Ελύτη», Το Δέντρο, τχ. 6 (Ιαν. - φεβρ. 1979), σ 233-242. 

35. Κώστας Καραβίδας, «Ένας κριτικός του παρόντος. Απόλογος για τον νεοελληνιστή Δ.Ν. Μαρωνίτη», Το Δέντρο, τχ. 205-206 (Οκτ. 2015), σ. 172. Το 1976 κυκλοφόρησε το βιβλίο της Σόνιας Ιλίνσκαγια, Η μοίρα μιας γενιάς, Αθήνα, Κέδρος, 1976. Η ανθολογία της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς με εισαγωγή και επιμέλεια Αλέξανδρου Αργυρίου στις εκδόσεις Σοκόλη εκδόθηκε το 1982. Βλ. και Δώρα Μέντη, Μεταπολεμική πολιτική ποίηση. Ιδεολογία και ποιητική, Αθήνα, Κέδρος, 1995, σ. 38. 

36. Δ. Ν. Μαρωνίτης, Γιώργος Σεφέρης. Μελετήματα, Αθήνα, Πατάκης, 2008, σ. 13.

37. Νάσος Βαγενάς, «Ο Μαρωνίτης κριτικός του Σεφέρη», Επέτειος…, ό.π., σ. 77.

38. Δ. Ν. Μαρωνίτης, Η πεζογραφία του Γιώργου Χειμωνά. Αφηρημένο και συγκεκριμένο, Αθήνα, Λωτός, 1986. Δεύτερη έκδοση συμπληρωμένη Κέδρος 2007. Για τον Μαρωνίτη ως κριτικό του Χειμωνά βλ. Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Εμπύρετος κριτικός λόγος», Επέτειος, ό.π., σ. 149-157. 

39. Δ. Ν. Μαρωνίτης, «Παρανάγνωση, ανάγνωση, φιλολογική ανάγνωση ενός ποιήματος», στον τ. Η διδασκαλία της σύγχρονης ποίησης στη Μέση Εκπαίδευση, Αθήνα, Εκπαιδευτήρια Ζηρίδη, 1978. Περιλήφθηκε στον τ. Πίσω Μπρος, ό.π., σ. 183-217.

40. Δ. Ν. Μαρωνίτης, «Επαρχιακή λογοτεχνία: ερωτήματα και απορίες», Το Βήμα (3/6/1977), «Τα μείγματα ασφαλείας και ο γυμνός ομιλητής», Το Βήμα (2/7/77), «Η παθολογία της επαρχίας και ο λαογραφικός ενθουσιασμός», Το Βήμα (29/7/77), «Επαρχιακές επιλογές; Οι άλλοι δρόμοι», Το Βήμα (27/8/77). Περιλήφθηκαν στον τ. Πίσω Μπρος, ό.π., σ. 237-259.

41. Βλ. Ξενοφών. Α. Κοκόλης, Η διαμάχη Μαρωνίτη – Ιωάννου 1977-2007, Αθήνα, Ίνδικτος, 2008.

42. Πρόκειται για: «Τα όρια της ανάγνωσης», Κύκλος Σεφέρη, Αθήνα, Βιβλιοθήκη Γενικής Παιδείας 10, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1980, σ. 127-143. «Η συνομιλία των ποιητών», ό.π., σ. 144-159. «Αντιστάσεις και συγκρότηση του ποιητικού λόγου», ό.π., .σ. 160-180. «Η ποιητική ωριμότητα: η μέθοδος της πρόσθεσης και της αφαίρεσης», ό.π., σ. 181-192. Σ΄αυτά ας προστεθεί και ένα πέμπτο της ίδιας χρονιάς, «Ο φιλέταιρος Οδυσσέας», Το Δέντρο, τχ. 12 (1980), σ. 3-16.

43. «Η μέθοδος της πρόσθεσης και της αφαίρεσης», στο Η ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, ό.π., σ. 142.

44. «Η συνομιλία των ποιητών», στο Η ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, ό.π., σ. 103.

45. Ό.π., σ. 104.

46. Ν. Βαγενάς, ό.π., σ. 78-79.

47. Ο Διονύσης Καψάλης παρατηρεί πως τα μελετήματα αυτά «πέφτουν σε μια κρίσιμη για τον Ελύτη περίοδο – ανάμεσα στην έκδοση της Μαρίας Νεφέλης το 1978 και τα Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας το 1982. «Ο Ελύτης του Δημήτρη Μαρωνίτη», Επέτειος, ό.π., σ. 85.

48. Πρόκειται αναμφίβολα για ένα πολυσήμαντο μελέτημα. Η Λίζυ Τσιριμώκου το ξεχωρίζει «για το διάνυσμα που ανοίγει στην εξέταση της λεγόμενης εθνικής ποίησης, με την εξελικτική πορεία και τις κύριες σταθμεύσεις της». Λ. Τσιριμώκου, «Το μάθημα και η μαθητεία της κριτικής», Επέτειος, ό.π., σ. 43. Ο Κώστας Καραβίδας το χαρακτηρίζει «πρώιμη συμβολή της φιλολογίας στη συζήτηση για το έθνος και την κατασκευή του». Κ. Καραβίδα, «΄Ενας κριτικός του παρόντος. Απόλογος για τον νεοελληνιστή Δ.Ν. Μαρωνίτη», Το Δέντρο, τχ. 205-206 (Οκτ. 2015), σ. 171.

49. Δ. Ν. Μαρωνίτης, «Η τιμή του χρυσού και της πέτρας», Το Βήμα (4/6/ και 1/8 /1981). Η παραπομπή στο Γιάννης Ρίτσος, Μελετήματα, Αθήνα, Πατάκης, 2013, σ. 23.

50. «Προβλήματα ποιητικής οικονομίας στο έργο του Γιάννη Ρίτσου», Η λέξη, τχ. 8 (Οκτ. 1981), σ. 594-598. Η παραπομπή στο Γιάννης Ρίτσος. Μελετήματα, ό.π., σ. 30-31.

51. Δ. Ν. Μαρωνίτης, «Το γκρίζο φως. Πρώτη ανάγνωση», Ο λογοτεχνικός Πολίτης, τχ. 35 (Ιούλιος 1980), σ. 54-57. Τώρα στο Τάκης Σινόπουλος. Μίλτος Σαχτούρης. Μελετήματα, ό.π.,σ. 63-70.  «Βιβλιοκριτικός διάλογος με την ποίηση», Αντί, τχ. 2005 (Μάιος 1982), σ. 33-37. Τώρα στο Τάκης Σινόπουλος, ό.π., σ. 71-87.

52. Ένα μόλις χρόνο μετά, ο Μαρωνίτης δημοσίευσε τρεις μελέτες για τον Καβάφη οι οποίες αποτελούν μια ενότητα που αφορά τα μυθολογικά ποιήματα του Καβάφη και τη σχέση τους με επεισόδια και μοτίβα της Ιλιάδας. Πρόκειται για τα εξής: «Κ.Π. Καβάφης: ένας ποιητής – αναγνώστης», Κύκλος Καβάφη, Αθήνα, Βιβλιοθήκη Γενικής Παιδείας 14, 1983, σ.. «Ο μυθολογικός Καβάφης και η ‘Πριάμου Νυκτοπορία’, Χάρτης, τχ. 5/6, (Απρίλιος 1983), σ. 620-629. «Τα καβαφικά ‘Αλογα του Αχιλλέως’. Αντιγραφή – Μεταγραφή – Μετωνυμία», Χάρτης, τχ. 9 (Δεκ. 1983), σ. 361-377. Όλα τώρα στο Κ. Π. Καβάφης. Μελετήματα, Αθήνα, Πατάκης, 2007.

53. Ο Τίτος Πατρίκιος περιγράφει πολύ εύστοχα τα «όπλα» των προσεγγίσεων του Μαρωνίτη. Τ. Πατρίκιος, «Διαβάζοντας τα τελευταία κριτικά βιβλία του Δ.Ν. Μαρωνίτη», στο Επέτειος, ό.π., σ. 65-67.

54. Αφιερώνει στον Λίνο Πολίτη τα βιβλία Όροι του λυρισμού στον Οδυσσέα Ελύτη, ό.π., και Διονύσιος Σολωμός. Μελετήματα, Πατάκης, 2007. Τον αναφέρει με αγάπη σε όλες τις συνεντεύξεις του. Ο Πολίτης τον ώθησε να προχωρήσει στη μετάφραση της Οδύσσειας με νέο πνεύμα. Βλ. συνέντευξη στον Δημ. Δουλγερίδη, Δεύτερη ανάγνωση. Οι συνεντεύξεις εκτός από το έργο τους, Αθήνα, Πόλις, 2012, σ. 147. Βλ. και συνέντευξη στον Γιάννη Παπαθεοδώρου, «Εμμονες ιδέες. Το Δέντρο, τχ. 205-206 (Οκτώβριος 2015), σ. 160-161. Πρβ. και την επιφυλλίδα του «Λίνος Πολίτης. Προσωπικό», Το Βήμα 15/1/1984.

55. Βλ. Β. Αποστολίδου, «Γιώργος Σεφέρης – Λίνος Πολίτης. Ποίηση και φιλολογία στη νεοτερικότητα», στο Η νεοτερικότητα στη νεοελληνική λογοτεχνία και κριτική του 19ου και του 20ου αιώνα, Θεσσαλονίκη, ΕΕΦΣ, ΑΠΘ, 2010, σ. 435-447.

56. Ο Μαρωνίτης για τον Σαββίδη αναφέρει σε συνέντευξή του τα εξής: «Ο Γ. Π. Σαββίδης ήταν συνάδελφος και οι καλύτερες στιγμές μας ήταν τα κοινά μας μαθήματα τη δεκαετία του ’70. Ήταν ο κατ’ εξοχήν συνομιλητής. Διαθέσιμος και πρόθυμος να σε στηρίξει. Διεκδίκησε σωστά την υψηλότερη τιμή του φιλολόγου που δεν θέλησε να τη νοθεύσει κάνοντας λογοτεχνικού τύπου ανοίγματα. Η παρέμβασή του, όμως με τον Καβάφη και τον Σεφέρη, ήταν σωτήρια για το κύρος της φιλολογίας και ειδικότερα της νεοελληνικής φιλολογίας». Συνέντευξη στον Νίκο Μπακουνάκη «Τα βιβλιάρια τραπέζης του Δ. Ν. Μαρωνίτη», Το Βήμα (17/2/2008). 

57. Συνέντευξη στον Γιάννη Παπαθεοδώρου, ό.π., σ. 168.

58. Ελεγε ο ίδιος σε συνέντευξή του το 2008: «Αυτό που ήθελα να κάνω ήταν να διασταυρώσω τις δύο περιοχές, την αρχαιογνωσία και τη νεογνωσία, την αρχαιογλωσσία και τη νεογλωσσία, δεδομένου ότι αυτές οι δύο περιοχές βρέθηκαν κατά καιρούς, για λόγους ιδεολογικούς ή ψευδοϊδεολογικούς, σε μια παραμορφωτική διάσταση ή σε μια εξίσου παραμορφωτική σύνταξη... Μ’ ενδιαφέρει να δω πώς συμπεριφέρεται το νεοελληνικό ποίημα απέναντι στο αρχαιοελληνικό πρωτότυπο και τι προκύπτει στο επίπεδο της εφαρμοσμένης γλώσσας, δηλαδή της λογοτεχνίας. Τι προκύπτει; Πάντως όχι μια νέα ιδεολογία. Θέλω να δείξω ότι η συνάντηση των δύο γλωσσών και η τριβή τους εκμαιεύουν ένα τρίτο στοιχείο, ένα τρίτο σώμα. Ας πούμε σπινθήρες που φωτίζουν με έναν διαφορετικό τρόπο και τον έναν κόσμο και τον άλλον, και τη μια γλώσσα και την άλλη». Συνέντευξη στον Νίκο Μπακουνάκη, ό.π.

 

Η Βενετία Αποστολίδου είναι Καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και Λογοτεχνικής Εκπαίδευσης στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Α.Π.Θ. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα εστιάζονται στα πεδία της ιστορίας της νεοελληνικής κριτικής και της ιστοριογραφίας της λογοτεχνίας, της μεταπολεμικής πεζογραφίας και της λογοτεχνικής εκπαίδευσης. Έχει γράψει τα βιβλία: Ο Κωστής Παλαμάς ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Θεμέλιο, 1992. Λογοτεχνία και Ιστορία στη μεταπολεμική Αριστερά. Η παρέμβαση του Δημήτρη Χατζή 1947–1981, Πόλις, 2003 (Βραβείο δοκιμίου του περ. Διαβάζω). Τραύμα και μνήμη. Η πεζογραφία των πολιτικών προσφύγων, Πόλις 2010 (Κρατικό βραβείο δοκιμίου εξ ημισείας). Επίσης, σε συνεργασία με τον Παναγιώτη Πίστα το βιβλίο Με επίκεντρο τη «Μεγάλη Πλατεία». Μια θεώρηση του πεζογραφικού έργου του Νίκου Μπακόλα, Εκδόσεις Σοκόλη, 2009.

Βενετία Αποστολίδου

Βασικός σκοπός του κειμένου είναι να προσεγγίσει το νεοελληνικό έργο του Μαρωνίτη ως το 1982 περίπου, επιχειρώντας να ανιχνεύσει το στίγμα του και να απαντήσει στο ερώτημα τι καινούριο κόμισε στην ανάπτυξη της Νεοελληνικής Φιλολογίας.