Η Ώρα της Διασποράς;

Γιώργος Αναγνώστου

Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Οχάιo

[Η Ώρα της Διασποράς;]1

Μια δημόσια και ανοικτή συζήτηση για τη διασπορά είναι ιδιαίτερα επίκαιρη, και θα υποστήριζα επείγουσα, λόγω της πυκνής χρήσης του όρου από κυβερνήσεις, παγκόσμιους οικονομικούς οργανισμούς και διαφόρων ειδών κοινότητες. Σκοπός της εργασίας μου είναι να χαρτογραφήσει τις διάφορες σύγχρονες και ιστορικές χρήσεις της έννοιας «διασπορά», όρου ο οποίος αποτελεί ένα λαβυρινθώδες σημασιολογικό πεδίο. Η ανάλυσή μου εντοπίζει συγκεκριμένες ακαδημαϊκές, πολιτικές και λαϊκές χρήσεις του όρου και επισημαίνει την αντίστοιχη χρησιμότητά τους στην κατανόηση μιας ευρείας γκάμας θεμάτων πολιτιστικής και πολιτικής δράσης. Προτείνω ότι η διασπορά, παρά τις προκλήσεις που παρουσιάζει ο όρος, προσφέρεται ως δόκιμο εννοιολογικό πλαίσιο προκειμένου να κατανοήσουμε ζητήματα που αφορούν την ελληνική ταυτότητα και τον πολιτισμό τον 21ο αιώνα. 

Ας μπούμε κατευθείαν στο θέμα μας: Τι εννοούμε με τον όρο διασπορά; Πότε και γατί ορίζεται μια συλλογικότητα ως διασπορά; Ποια είναι τα κριτήρια και ποιος τα θέτει; Ποιος αντιτίθεται στη χρήση της κατηγορίας αυτής, πότε και γιατί; Οι ερωτήσεις αυτές υπογραμμίζουν το γεγονός ότι οι χρήσεις του όρου αποτελούν μια ιστορικά δυναμική και πολιτικά συγκρουσιακή διαδικασία. Επείγει επομένως η αναγκαιότητα ιστορικοποίησής του (δες Laliotou 2004).

Υπάρχει τεράστια σύγχυση όταν καλούμαστε να ορίσουμε τη διασπορά. Με ποιον τρόπο, για παράδειγμα, διαφέρει ο όρος αυτός από άλλους παρεμφερείς που αναφέρονται σε φαινόμενα μετακίνησης πληθυσμών, όπως η μετανάστευση, η εξορία ή η ξενιτιά; 

Οι απορίες αυξάνονται όταν διαπιστώνουμε την εννοιολογική ρευστότητα του όρου. Το νόημα της διασποράς αλλάζει ιστορικά. Για παράδειγμα, έχει θρησκευτικές καταβολές, καθώς αναφέρεται ιστορικά σε βίαιους και τραυματικούς διασκορπισμούς των Εβραίων. Η τραυματική εκρίζωση πληθυσμών –και το ψυχικό κόστος της απώλειας και της μνήμης της– διατηρείται επίσης στην κοσμική χρήση του όρου, την οποία η ελληνική λογοτεχνία καταγράφει (Leontis 1997). Ο Δημήτρης Βικέλας στον Λουκή Λάρα για παράδειγμα ονομάζει την καταναγκαστική φυγή ελληνικών πληθυσμών κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης «ανεμοζάλη της διασποράς». Την αναγνωρίζει ως βίαιο εκτοπισμό ο οποίος «εκλόνισεν και διέσπασε τους ιερούς δεσμούς» των ξεριζωμένων (Βικέλας 1992 [1879]: 25).

Αυτή η «επιστροφή» στη βίαιη εκρίζωση από τον γενέθλιο τόπο και η επανερχόμενη μνήμη του τραυματικού γεγονότος πολιτικοποιήθηκαν στην Αμερική, στο πλαίσιο των αγώνων των Αφροαμερικανών για τα πολιτικά δικαιώματα. Η ιστορική μνήμη της δουλείας οργάνωσε αφηγήσεις για υπερατλαντικά περάσματα, εμπόριο ανθρώπων και φυλετικούς εξευτελισμούς. Κατά συνέπεια, οι συνθήκες που διαμόρφωσαν τη «μαύρη διασπορά» συγκρότησαν τη βάση μιας κοινής ταυτότητας και πολιτικών διεκδικήσεων. Πιο πρόσφατα, η τραυματική διάσταση της αναγκαστικής εκρίζωσης έχει αναλυθεί σε σχέση με την οικονομία της αποικιοκρατίας και την παραγωγή πολιτιστικών ριζών από τους εκτοπισμένους πληθυσμούς με στόχο τη διαπραγμάτευση του ιστορικού τραύματος.

Παράλληλα, όμως, όπως παρατηρεί η Λίνα Βεντούρα, από το 1970 και μετά σημειώνεται μια σημασιολογική μετατόπιση στον όρο, ο οποίος αποκτά πλέον θετικό πρόσημο, αντί να παραπέμπει απλώς σε μια τραυματική εμπειρία (2006). Η διασπορά σημασιοδοτεί πλέον πολιτικές κινητοποιήσεις προς όφελος της ιστορικής πατρίδας –όπως στην περίπτωση του ελληνοαμερικανικού λόμπυ με αφορμή την τουρκική εισβολή στην Κύπρο (Kitroeff 2009)– ή την υπερηφάνεια για τις εθνοτικές ρίζες και τη χώρα καταγωγής. Ας σημειωθεί ότι τα άτομα που εκφράζουν διασπορικές ταυτίσεις δεν είναι πια μόνο φτωχοί μετανάστες ή συμβασιούχοι εργάτες, αλλά και μεσαίοι ή μεγαλομεσαίοι επαγγελματίες που απολαμβάνουν τα προνόμια μιας υψηλής γεωγραφικής κινητικότητας (mobile professionals). Δεν είναι τυχαίο ότι είναι κατεξοχήν η ελληνοαμερικανική μεσαία τάξη αυτή η οποία εκφράζει το διασπορικό ενδιαφέρον να «ανακαλύψει» τις ρίζες της στην Ελλάδα και η οποία αναπαριστάνει αυτήν την εμπειρία στον δημόσιο χώρο.2 

Στο πλαίσιο του θετικού της επαναπροσδιορισμού η διασπορά λειτουργεί επίσης ως πηγή κύρους για τη χώρα αποστολής όταν σηματοδοτεί κοινωνικοοικονομική διάκριση. Η διασπορά θεωρείται πλέον από κυβερνήσεις και παγκόσμιους οργανισμούς ως πολύτιμο πολιτικό, πολιτισμικό και οικονομικό κεφάλαιο που τίθεται στην υπηρεσία εθνικών σκοπών, της ανάπτυξης και της παγκόσμιας κοινωνικής σταθερότητας. Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση (δες Venturas 2009, Anagnostou 2017).3 

Η εννοιολογική ασάφεια του όρου περιπλέκεται όταν λάβουμε υπόψη μας τις ετερόκλητες χρήσεις του. Διάφοροι μελετητές χρησιμοποιούν διαφορετικά κριτήρια για να κατατάξουν μια συγκεκριμένη συλλογικότητα στην κατηγορία της διασποράς. Ο ιστορικός Ρίτσαρντ Κλογκ, για παράδειγμα, απορρίπτει τη θέση μερικών πανεπιστημιακών που ταξινομούν σε αυτήν τους Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους (Clogg 1999: 7). 

Να σημειώσω ότι η χρήση του όρου είναι πλέον ανεξέλεγκτη και συνδέεται με τόσο πολλές αντιφατικές ή και ετερόκλητες σημασίες ώστε η λέξη «διασπορά» μπορεί να σημαίνει τα πάντα και επομένως τίποτα. Η θέση του Κάτσινγκ Τολόλυαν ότι διασπορά αποτελεί πλέον μια «άτακτα ευρύχωρη κατηγορία» είναι εύγλωττη (Tölölyan 1996:8). 

Δεν είναι λίγοι οι ακαδημαϊκοί που για τον λόγο αυτό, αλλά και για πολλούς άλλους, εξασκούν χρήσιμη κριτική (Anthias 1998) και φτάνουν μέχρι και το σημείο να συνιστούν να πάψουμε να χρησιμοποιούμε τον όρο. Συμμερίζομαι ορισμένες πτυχές αυτής της κριτικής, ιδιαίτερα της τάσης να παραβλέπονται: α) οι εσωτερικές διαφοροποιήσεις της εκάστοτε διασποράς (τάξης και φύλου για παράδειγμα)· β) οι συγκεκριμένες γεωπολιτικές ιδιομορφίες κάθε «εθνικής» διασποράς (η ελληνική διασπορά στη Γερμανία, για παράδειγμα, έχει διαμορφωθεί μέσω ριζικά διαφορετικών ιστορικών συνθηκών σε σύγκριση με την ελληνική διασπορά στον Καναδά και η οποία με τη σειρά της διαφέρει από την ελληνική διασπορά στη Κένυα κ.λπ.) καθώς και γ) οι διεθνικές της διαστάσεις (η διασπορά επιτελείται σε σχέση όχι μόνο με τη χώρα αποστολής αλλά αναπόφευκτα και με τη χώρα υποδοχής). Παρ’ όλα αυτά, υποστηρίζω ότι επιβάλλεται να επιμείνουμε, να ξεκαθαρίσουμε το τοπίο και να σκεφτούμε γιατί είναι χρήσιμο να συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε τον όρο.

Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, από μια ευρεία –κυρίαρχη θα έλεγε κανείς– χρήση του στη σημερινή Ελλάδα. Ο όρος διασπορά κατανοείται ευρέως με την έννοια του πληθυσμιακού διασκορπισμού εκτός συνόρων και επομένως αναφέρεται στη συνεπακόλουθη χωροταξική τοποθέτηση των πληθυσμών έξω από την ελληνική επικράτεια. Η διασπορά ανακαλεί τους διαρκείς πολιτικούς και πολιτισμικούς δεσμούς με τον εθνικό ή τον τοπικό χώρο καταγωγής. Ενίοτε η διασπορά κατανοείται ως άρρηκτη προέκταση του έθνους. Ως οργανικό και αναπόσπαστο κομμάτι του. Εξού και η μεταφορά στην οποία παραπέμπει η λέξη: ένας διασκορπισμένος σπόρος που μεταφυτεύεται κάπου αλλού και επομένως αναπαράγει κάτι ίδιο. Εδώ χρειάζεται επίσης να προστεθεί η οργανική μεταφορά του έθνους ως κορμού δένδρου και της διασποράς σαν κλαδιών, μια αναπαράσταση η οποία έχει τη μερίδα του λέοντος στην εικονογραφία της διασποράς. 


    

 

Σε αυτές τις εικόνες, βέβαια, αποτυπώνεται ο λόγος που απεικονίζει τη διασπορά ως διαχρονικά και χωρικά αδιάσπαστο τμήμα του εθνικού όλου. Η διασπορά παρουσιάζεται ως υπερεδαφική οντότητα, ως ουσία σταθερή και αμόλυντη. Αυτή η βιολογική εννοιολόγηση του έθνους, που το παρουσιάζει ως κάτι άρρηκτο και ομοιογενές, αποτελεί επίσης το ιδεολογικό υπόστρωμα του εθνικιστικού λόγου περί διασποράς, ο οποίος υποδηλώνεται με όρους όπως «ομογένεια» και συχνά εννοείται στις χρήσεις «παγκόσμιος ελληνισμός», «μείζων ελληνισμός» ή και «απόδημος ελληνισμός». 

Πιο πρόσφατα κερδίζει «έδαφος» και ένα ενναλακτικό μοντέλο παγκόσμιου ελληνισμού, αυτό του «γαλαξία» (Kanarakis 2012). Σε αντιπαράθεση με τη δενδροειδή μεταφορά, το «γαλαξιακό» μοντέλο αναγνωρίζει τις ποικίλες διασυνδέσεις των διάφορων ελληνικών διασπορικών εκφράσεων με την Ελλάδα αλλά επιμένει στην αυτονομία των διασπορικών κοινοτήτων ανά τον κόσμο και τη διαφοροποίησή τους από το «μητροπολιτικό» κέντρο. Με αυτόν τον τρόπο το μοντέλο αυτό παίρνει αποστάσεις από τον βιολογικό προσδιορισμό του ελληνισμού και αναγνωρίζει ταυτόχρονα τις ιστορικές ιδιαιτερότητες των κατά τόπο διασπορικών εκφράσεων του «οικουμενικού ελληνισμού».

Στoν ελληνικό πανεπιστημιακό χώρο, και ιδιαίτερα στην ελληνική ιστοριογραφία, ο όρος διασπορά χρησιμοποιείται πιο συχνά εναλλακτικά με τους όρους «απόδημος ελληνισμός» και «ομογένεια». Η διασπορά κατανοείται κυρίως μέσα από το πρίσμα των ιστορικών περιόδων και των ειδολογικών ταξινομήσεων. Ως προς την περιοδολόγηση, μια διαδεδομένη προσέγγιση διακρίνει τρεις ιστορικές φάσεις στην ελληνική διασπορά. Η πρώτη περιλαμβάνει τις μετακινήσεις των ελληνορθόδοξων πληθυσμών κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (15ος-19ος αιώνας), η δεύτερη τις μετακινήσεις από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και η τρίτη εκτείνεται από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τις ημέρες μας (Χασιώτης, Κατσιαρδή-Hering, Αμπατζή 2006). 

Η καίρια συνεισφορά αυτής της προσέγγισης είναι η ιστορικοποίηση του φαινομένου και επομένως η ακύρωση του ρομαντικού μοντέλου μιας ελληνικής διασποράς που εκτείνεται αδιάσπαστα από τις αποικίες στη Σικελία μέχρι τις τωρινές εκφάνσεις της στην Αγγλία. Οι πληθυσμιακές μετακινήσεις στον αρχαίο κόσμο και στη νεότερη περίοδο εξετάζονται στα δικά τους ιστορικά και πολιτικά συμφραζόμενα, ενώ παράλληλα εξηγείται ποιοι λόγοι καθιστούν τη σύγκρισή τους αναλυτικά ανεπαρκή.

Παράλληλα με την ιστορική περιοδολόγηση, συναντάμε την ταξινόμηση της διασποράς σε είδη. Η σχεδόν ανεξέλεγκτη πολυπλοκότητα του φαινομένου οδηγεί τους μελετητές να το ταξινομούν και επομένως να το τακτοποιούν σε διάφορα διακριτά είδη με βάση τα προτεινόμενα κριτήρια (δες Cohen 1997). Τέτοια κατηγορία είναι, για παράδειγμα, η επιχειρηματική διασπορά, η οποία βρίσκει την πιο κατάλληλη έκφρασή της στους Έλληνες εμπόρους της Ευρώπης, της Ρωσίας και των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών στον 18ο και τον 19ο αιώνα, κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ή στις οικονομικά ισχυρές παροικίες της Αιγύπτου. Μια άλλη κατηγορία είναι η «ξεριζωμένη διασπορά» (victim diaspora), που μπορεί να υιοθετηθεί για τις ιστορικές εκδιώξεις ή τις καταναγκαστικές φυγές των Ποντίων. Υπάρχει επίσης η κατηγορία της εργατικής διασποράς, που παραπέμπει στις μετακινήσεις άπορων πληθυσμών, με σκοπό να προσφέρουν την εργατική τους δύναμη στην Αυστραλία, την Αμερική και τη Βορειοδυτική Ευρώπη. Η πολιτισμική διασπορά αποτελεί έναν άλλο τύπο και θα μπορούσε να χαρακτηρίσει πολιτισμικές διαδρομές, διαδράσεις και εκφράσεις του πολιτισμού σε συνύφανση με αντίστοιχες πληθυσμιακές μετακινήσεις.4 

Η ταξινόμηση της διασποράς σε τύπους αναδεικνύει την πολυπλοκότητα του φαινομένου. Την ίδια στιγμή, όμως εμφανίζει αναλυτικά προβλήματα: Κάθε είδος παρουσιάζεται σαν κάτι το ομοιογενές, χωρίς να γίνεται προσπάθεια να συσχετιστούν μεταξύ τους τα διάφορα είδη. Με ποιον τρόπο, για παράδειγμα, οι έμφυλες διακρίσεις όρισαν την εμπειρία της εργατικής διασποράς; Ή ακόμα, με ποιον τρόπο η «εργατική διασπορά» συνδέεται με την «πολιτισμική διασπορά»;

Θα ήθελα όμως να εστιάσω σε ένα οξύτερο πρόβλημα που αφορά την πολιτική διάσταση του όρου. Η ειδολογική προσέγγιση δεν αναγνωρίζει το γεγονός ότι κοινωνικές κατηγορίες όπως η διασπορά δεν αποτελούν ουδέτερα εργαλεία ταξινόμησης και κατανόησης των κοινωνικών φαινομένων. Οι πολιτισμικές κατηγορίες εισάγονται στο λεξιλόγιο μιας κοινωνίας προκειμένου να υπηρετήσουν συγκεκριμένους ιδεολογικούς σκοπούς. Για να αναφερθώ σε ένα συγκεκριμένο ερώτημα: Γιατί η διασπορά ως όρος έχει αποκτήσει πλέον τεράστια διάδοση στην Αμερική; Η απάντηση έγκειται στο γεγονός ότι η αμερικανική κυβέρνηση και μια πλειάδα παγκόσμιων θεσμών όπως ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, η Παγκόσμια Τράπεζα και το Παγκόσμιο Φόρουμ για τη Μετανάστευση και την Ανάπτυξη κρίνουν πως η διασπορά αποτελεί μοχλό οικονομικής ανάπτυξης και γεωπολιτικής σταθερότητας σε παγκόσμιο επίπεδο. Η λογική της προώθησης της διασποράς συνδέεται, λοιπόν, άμεσα με μια συγκεκριμένη πολιτική οικονομία, που οδηγεί τους κρατικούς φορείς να νομιμοποιήσουν τον όρο (Larner 2007, Dufoix 2011). 

Ας παρακολουθήσουμε το σχετικό τρέιλερ του οργανισμού IdEA (International diaspora Engagement Alliance), που συμπυκνώνει αυτήν την ιδεολογική κατασκευή: 

http://www.diasporaalliance.org/about-us/

Το τρέιλερ σκιαγραφεί ένα αφήγημα στο οποίο δεν παρουσιάζεται καμία αντίφαση μεταξύ εθνικής (αμερικανικής), εθνοτικών (Chinese American, Italian American, Greek American etc.) και διασπορικών ταυτοτήτων. Αυτή η ευθυγράμμιση ταυτοτήτων μπορεί να εξηγηθεί ως εξής: Επειδή η διασπορά εμπεριέχει πολιτικές εκφράσεις που θα μπορούσαν να απειλήσουν τη νομιμοφροσύνη και την αφοσίωση προς τη φιλοξενούσα χώρα, επιβάλλεται από την οπτική του κράτους η δημιουργία ενός νέου αφηγήματος το οποίο θα συνδέει την αμερικανική ταυτότητα με την εθνοτική ταυτότητα, και τέλος με τη διασπορική ταυτότητα χωρίς ίχνος αντίφασης. 

Η διασπορά νομιμοποιείται ως ταυτότητα από κρατικούς φορείς των ΗΠΑ επειδή εξυπηρετεί εθνικά πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Δεν είναι τυχαίο ότι η Αμερικανική Πρεσβεία στην Αθήνα έχει δημιουργήσει μια συλλογή μικρο-αφηγήσεων Ελληνοαμερικανών που ορίζονται ταυτόχρονα ως Αμερικανοί, Ελληνοαμερικανοί και συνάμα ως διασπορικοί Ελληνες: Greeks Gone West (https://gr.usembassy.gov/our-relationship/greeks-gone-west/); and Greek Gone West Reloaded (https://gr.usembassy.gov/our-relationship/greeks-gone-west/greeks-gone-west-reloaded/) (δες Anagnostou 2017). 

Από τη στιγμή που θα αναγνωρίσουμε τη διασπορά ως ιδεολογική θέση ανακύπτουν τα επόμενα ερωτήματα: Ποιος ορίζει τον όρο, πώς και γιατί; 

Αυτή η προσέγγιση μας βοηθάει, για παράδειγμα, να απαντήσουμε σε διαδοχικές απορίες. Για ποιον λόγο πολλοί μελετητές της μετανάστευσης στην Αμερική στις αρχές του 20ού αιώνα αρχικά θεώρησαν τους μετανάστες ως κατηγορία διακριτή από τη διασπορά; Με άλλα λόγια, γιατί η ελληνική κοινωνία δεν όρισε τους φτωχούς και πολιτικά ανίσχυρους μετανάστες ως διασπορά (Καλογεράς 2007); Ή, για να αναφέρω ακόμη ένα παράδειγμα από την πιο πρόσφατη ιστοριογραφία: Για ποιους λόγους οι πολιτικοί πρόσφυγες μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου δεν συμπεριλαμβάνονταν στην ιστοριογραφία περί διασποράς μέχρι τη δεκαετία του 1990 τουλάχιστον; Και γιατί, όπως μας υπενθυμίζει ο Richard Clogg (1999), μόνο πρόσφατα άρχισαν να ενσωματώνονται στην ιστοριογραφία ως διασπορά;

Η θέαση της διασποράς ως ιδεολογίας στρέφει επίσης την προσοχή μας στις περιπτώσεις στις οποίες αμφισβητείται η χρήση του όρου και συγκεκριμένες εννοιολογήσεις του. Η κοινωνία, όπως γνωρίζουμε, αποτελεί ένα πολιτικό πεδίο όπου συγκρούονται ασύμβατες ιδεολογίες με στόχο την επικράτηση. Το κλασικό σχετικό παράδειγμα από την ελληνοαμερικανική ιστοριογραφία των δεκαετιών του 1980 και του 1990 είναι αυτό που αφορούσε τη συζήτηση σχετικά με την καταλληλότητα της λέξης «διασπορά» στην περίπτωση των Ελληνοαμερικανών. Εκείνα τα χρόνια ο όρος κέρδιζε έδαφος στην αμερικανική κοινωνία και στους ακαδημαϊκούς κύκλους, ενώ παράλληλα οι μνήμες της ελληνοαμερικανικής διασπορικής κινητοποίησης για το Κυπριακό Ζήτημα παρέμεναν σχετικά ζωντανές. Αν ο ιστορικός Θήοντορ Σαλούτος ήταν κατηγορηματικός το 1964, λέγοντας ότι οι Ελληνοαμερικανοί πρέπει να κατανοηθούν ως Αμερικανοί ελληνικής καταγωγής «και όχι ως Έλληνες της διασποράς» (Καλογεράς 2007: 34),5 δύο δεκαετίες αργότερα τα νέα δεδομένα διασπορικών πολιτικών κινητοποιήσεων και πολιτιστικών ταυτίσεων ανάγκασαν τον κοινωνιολόγο Τσαρλς Μόσκο (Moskos 1990 [1980]) να θέσει ξανά το ερώτημα. Το συμπέρασμά του αμφισβήτησε τον ορισμό των Ελληνοαμερικανών ως διασπορικών Ελλήνων πρωτίστως, δηλαδή ως Ελλήνων που λειτουργούν σαν να έχουν μεταφυτευθεί σε αμερικανικό έδαφος διατηρώντας μια ταυτότητα πολιτισμικά και πολιτιστικά εναρμονισμένη με το ελληνικό έθνος. Αντίθετα, ο Μόσκος έδωσε προνομιακή θέση στον ρόλο της αμερικανικής εμπειρίας –και του αμερικανικού έθνους– στη διαμόρφωση των Ελληνοαμερικανών ως αμερικανικής εθνοτικής ομάδας.6 

Ο όρος διασπορά λοιπόν δημιουργεί αντιπαραθέσεις και αμφισβητήσεις. Με άλλα λόγια, η διασπορά προωθεί συγκεκριμένες ιδεολογίες οι οποίες συγκρούονται στο πλαίσιο πλεγμάτων εξουσίας. Σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή επικρατεί κάποια από τις χρήσεις του όρου –και σε αυτή την περίπτωση μιλάμε για ηγεμονική ιδεολογία– ενώ άλλες χρήσεις του παραγκωνίζονται ή αποσιωπώνται. 

Μια τέτοια προσέγγιση προσφέρεται προκειμένου να εξηγηθεί η τεράστια αποδοχή του όρου στον αγγλόφωνο ακαδημαϊκό χώρο, τουλάχιστον τα τελευταία σαράντα χρόνια. Το θέμα είναι πολύπλοκο και θα αρκεστώ μόνο στο να εκθέσω τα γενικότερα περιγράμματά του. Το ευρύτερο πλαίσιο είναι η πολιτισμική αντιπαράθεση μεταξύ δύο παραδειγμάτων. Από τη μια μεριά, έχουμε την ουσιοκρατική προσέγγιση των ταυτοτήτων, η οποία προωθεί την ομοιογένεια, καθώς και την πολιτισμική και βιολογική καθαρότητα. Στους αντίποδες, έχουμε την προσέγγιση των ταυτοτήτων ως θέσεων (locations), οι οποίες επιτελούνται μέσω κοινωνικών διεργασιών, είναι διαπολιτισμικές (ή υβριδικές) και τελούν πάντοτε υπό διαμόρφωση σε πλαίσια σχέσεων εξουσίας.7 Το πρώτο παράδειγμα αντιμετωπίζει την ταυτότητα ως κάτι αμετάβλητο και σταθερό, ως κάτι φυσικό, προτείνοντας μια οντολογική θεώρηση, την οποία αμφισβητεί το δεύτερο παράδειγμα.

Σε αυτά τα πλαίσια, η παρουσία διασπορικών ταυτίσεων στάθηκε χρήσιμη στους ερευνητές σε τουλάχιστον δύο διαφορετικούς άξονες. Κατ’ αρχάς, πρόσφερε μια ακράδαντη μαρτυρία ότι το έθνος κράτος υποδοχής μεταναστών δεν αποτελεί μια ομοιογενή οντότητα, αλλά συνιστά ένα ετερογενές σύνολο που πρέπει να αναγνωριστεί και να μελετηθεί ως τέτοιο. Οι μελετητές θεώρησαν πολιτική τους υποχρέωση να φέρουν στο προσκήνιο τις διαφορετικότητες της κοινωνίας τις οποίες ο εκάστοτε εθνικισμός της χώρας υποδοχής αποσιωπά ή προσπαθεί να τις χειραγωγήσει ή ακόμα και να τις εξοντώσει. Δεύτερον, η διασπορά προτάθηκε ως αναλυτικό πλαίσιο προκειμένου να κατανοηθεί η σχέση ανάμεσα στην ταυτότητα, την κοινότητα και τη γεωγραφία· η διασπορά εντάσσει τα ζητήματα του ανήκειν στο πλαίσιο μιας κατάστασης όπου το άτομο και οι συλλογικότητες εμπλέκονται με περισσότερες από μία πατρίδες, με περισσότερα από ένα πολιτισμικά μορφώματα. Διάφοροι μελετητές προσέγγισαν τη διασπορά όχι απλώς ως μετακίνηση και επιθυμία για επιστροφή, αλλά ως διαδικασία που συμπεριλαμβάνει εκ των πραγμάτων δημιουργία νέων πολιτιστικών εκφράσεων στα πλαίσια διαπολιτισμικών συναντήσεων, άλλοτε συγκρουσιακών και άλλοτε αμοιβαία αποδεκτών. 

 

Αυτές οι καινοτόμες θεωρήσεις παρεμβαίνουν κριτικά επίσης στον τρόπο με τον οποίο η χώρα αποστολής προσεγγίζει τις ιστορικές διασπορές της. Γνωρίζουμε, όπως προανέφερα, ότι στην ελληνική περίπτωση η διασπορά συγχέεται με τον όρο ομογένεια και επομένως θεωρείται οργανική προέκταση του έθνους. Ορίζεται σαν κάτι στεγανό και απόλυτα περιχαρακωμένο. Όπως υπογραμμίζει ο Paschalis Kitromilides (2008), το αποκαλούμενο εθνικό κέντρο ιστορικά προσεγγίζει τη διασπορά σαν μια μονοδιάστατη και ομοιόμορφη οντότητα και επομένως αναιρεί τα πολυπολιτισμικά της στοιχεία. Οι εθνικισμοί του 19ου αιώνα ακύρωσαν αυτά τα στοιχεία αποζητώντας ταυτόχρονα να εξουδετερώσουν διάφορες μορφές αντιστάσεων της διασποράς να ταυτιστεί με το «εθνικό κέντρο». Δεν είναι λίγες και οι πρόσφατες περιπτώσεις στις οποίες η διασπορά εμφατικά αμφισβητεί τις πολιτικές του ελληνικού κράτους.

Η καινοτόμος ακαδημία λειτουργεί σε πολεμική αντιπαράθεση με την κρατική οικειοποίηση της διασποράς σαν ένα ενιαίο εθνικό όλο. Προσφέρει θεωρητικό στοχασμό και εμπειρικά παραδείγματα στα οποία η διασπορά επιτελείται ως ρευστή διαδικασία σε μεθοριακά πολιτικά και πολιτισμικά πεδία μέσω πολιτισμικών μείξεων. Διασπορά σημαίνει διαδρομές και διαπραγματεύσεις της διαφοράς σε συγκεκριμένους χώρους. Επομένως, είναι αδύνατον να οριστεί ως κάτι ενιαίο, αλλά πρέπει να αντιμετωπιστεί ως διαπραγμάτευση με το πολλαπλό. Αντί για τη μοναδικότητα των ταυτοτήτων, αυτή η προσέγγιση αναγνωρίζει συγκερασμούς. Αντί για την αναζήτηση αρχέγονων απαρχών, η συγκεκριμένη θεώρηση χαρτογραφεί διαδρομές. Αντί για την καθαρότητα και την ουσία, υπογραμμίζει τις διαπολιτισμικές διαστάσεις του διασπορικού υποκειμένου. Οι διασπορικοί πληθυσμοί εδώ παρουσιάζονται ως ετερογενή και ενεργά υποκείμενα που δημιουργούν καινοφανείς πολιτιστικές εκφράσεις και υιοθετούν κριτικές στάσεις απέναντι στη χώρα αποστολής. Επομένως, η ευρύτατη υιοθέτηση της διασποράς από την αμερικανική ακαδημαϊκή κοινότητα εξηγείται ως έναν βαθμό από το ενδιαφέρον να εντοπιστεί και να μελετηθεί το αντίδοτο στις ουσιοκρατικές αντιλήψεις περί ταυτότητας (Rushdy 2009[2015]: 298).8 

Να αναφέρω μια πρόσθετη πτυχή της χρήσης της διασποράς ως ρευστού πεδίου ταυτίσεων. Πρόκειται για την ανάλυση της ελληνοαμερικανικής ποίησης και ιστορίας με τρόπο που μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τη μετανάστευση πέρα από την αφήγηση που την παρουσιάζει ως μαρτύριο και διακαή νόστο για την απολεσθείσα πατρίδα. Με άλλα λόγια, οι νέες θεωρήσεις της διασποράς λειτουργούν παρεμβατικά· μάς οδηγούν, για παράδειγμα, πέρα από τον κοινότοπο λόγο περί ξενιτιάς, ο οποίος εστιάζεται στη μονοδιάστατη προσκόλληση σε μια πατρίδα, και απεικονίζει την εμπειρία των νέων τόπων ως συνολική απώλεια. Όπως λέει το λαϊκό τραγούδι «Το ψωμί της ξενιτιάς»:

«Το ψωμί της ξενιτιάς είναι πικρό/ το νερό της θολό και το στρώμα σκληρό/ τα λεφτά που αποκτάς τα βλαστημάς,/ υποφέρεις, πονάς την πατρίδα ζητάς./ [...] Το ψωμί της ξενιτιάς είναι ξερό/ και με δάκρυ πικρό το ’χω βρέξει κι εγώ./ Πιο καλά στο φτωχικό ψωμί κι ελιά/ παρά χίλια καλά στην πικρή ξενιτιά» (http://www.stixoi.info/stixoi.php?info=Lyrics&act=details&song_id=615).

 

Ωστόσο, μελέτες που προσεγγίζουν τη διασπορά ως πεδίο διαπολιτισμικής και ψυχολογικής διαπραγμάτευσης αποδεικνύουν ότι η εμπειρία της διασποράς δεν είναι τόσο μονομερής όσο τη θέλει ο λόγος περί ξενιτιάς (δες Kindinger 2015b). Η διασπορά ανοίγει πολιτιστικούς ορίζοντες, πυροδοτεί συνδέσμους με τη νέα πατρίδα, παράγει επίσης χαρά, ανοίγει νέες προοπτικές και εμπλουτίζει τον εαυτό ακόμα και στις πιο σκληρές συνθήκες. Αυτές οι διαδικασίες είναι επίπονες, και θα ήθελα να πάρω μια απόσταση από τις θριαμβικές θεωρήσεις που προβάλλουν την υβριδικότητα ως ατέρμονη δημιουργική μείξη και ως διευρυμένο φάσμα επιλογών. Αναμφίβολα, όμως, ο θεωρητικός λόγος περί διαπολιτισμικής διασποράς εντοπίζει εκφράσεις και συνυφάνσεις που καταρρίπτουν την ιδεολογία περί της ξενιτιάς ως αέναου βασάνου.

Η προσέγγιση της διασποράς ως χώρου διαπολιτισμικής συνύπαρξης και γόνιμης αλληλεπίδρασης ανοίγει έναν νέο ορίζοντα στην προσέγγιση των ελληνικών γραμμάτων, της λογοτεχνίας, της διανόησης, της ακαδημαϊκής σκέψης και γενικότερα του πολιτισμού στη διασπορά. Ανοίγεται ένα πεδίο μελέτης που αφορά το πώς ο ελληνικός πολιτισμός συναρθρώνεται, συγκρούεται ή μεταλλάσσεται κατά τη συνάντησή του με άλλους πολιτισμούς. Ποια στοιχεία του ακριβώς κρίνονται πρόσφορα και σε ποια ιστορική στιγμή; Ποια στοιχεία του άλλου πολιτισμού μεταλλάσσουν την ελληνική διάσταση; 

Τα παραδείγματα Ελλήνων της διασποράς που η σκέψη και το έργο τους διαμορφώθηκαν σε άμεση συνάρτηση με ιδεολογικές ζυμώσεις και παραδόσεις στις χώρες φιλοξενίας είναι πολλά και μερικά έχουν μελετηθεί επαρκώς. Ο Βικέλας είναι μια γνωστή περίπτωση, πιστεύω. Ένας επιχειρηματίας, διανοούμενος και λογοτέχνης, ο οποίος υιοθέτησε τη σημασία που απέδιδε η ρομαντική φιλοσοφία στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών ως μέσο για την ανάπτυξη του χαρακτήρα και την καλλιέργησε ο ίδιος, ένας «συντηρητικός νεωτεριστής», κατά την επιστροφή του στην Αθήνα (Τζιόβας 1998: 120). Ο κριτικός πραγματισμός του, η αταραξία του –στο κάτω κάτω, υπήρξε επιχειρηματίας στη Βρετανία– και η κριτική του στάση απέναντι σε διάφορες πτυχές της ελληνικής πραγματικότητας αποτελούσαν αυτό που ο Δημήτρης Τζιόβας ονομάζει «αντίληψη της διασποράς» (116), την αποστασιοποιημένη δηλαδή προσέγγιση προς την Ελλάδα, αλλά και τον πολιτιστικό της ακτιβισμό που απέβλεπε στην κοινωνική αλλαγή.

Ο Κωνσταντίνος Καζαντζής (1864-1926) είναι μια άλλη περίπτωση. Λόγιος, πολιτικός, δημοσιογράφος και συγγραφέας (που δημοσίευσε σε τρεις γλώσσες), ο Καζαντζής αποτελεί παράδειγμα ενός διασπορικού υποκειμένου που διασχίζει πολιτισμικά, πολιτικά, γλωσσικά και γεωγραφικά σύνορα. Στις ιστορίες του συνομιλεί με τον αμερικανικό ρεαλισμό και με τον ελληνικό δημοτικισμό, αποπειράται να πετύχει τον συγκερασμό τους. Είναι ένας διαμεσολαβητής, όπως τονίζει ο Γιώργος Καλογεράς (2004) του οποίου η πρωτοπόρα έρευνα τον έκανε ευρύτερα γνωστό. Πόσοι από εμάς γνωρίζουμε τον Καζαντζή και γιατί να μας ενδιαφέρει το παράδειγμα αυτό; Η εξωστρεφής διαπολιτισμική στάση του θα μπορούσε να αποτελέσει άξονα στις συζητήσεις μας για μια λογοτεχνία που συνομιλεί με δρώμενα έξω από την Ελλάδα! 

 

Αυτά τα παραδείγματα καταδεικνύουν ένα ευρύτερο φαινόμενο: ότι δηλαδή το διασπορικό υποκείμενο δεν αποτελεί παθητικό αποδέκτη ήδη δεδομένων εθνικών ιδεών. Αντίθετα, το υποκείμενο αυτό, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται πολλοί Έλληνες διανοητές που έζησαν και έδρασαν στη διασπορά, είναι ένα ενεργό υποκείμενο, φορέας καινοτόμων ιδεών και οραμάτων για μια διαφορετική ελληνική κοινωνία (see Isabella and Zanou 2016, Gallant 2016). Αρκετοί διασπορικοί, όπως ο Βικέλας στο παρελθόν, ύστερα από την επιστροφή τους στην Ελλάδα, ανέλαβαν δράση για την κοινωνική αλλαγή με πυρήνα το διασπορικό όραμά τους. Αρκετοί το εξέφρασαν από μακριά, μέσω των γραπτών τους. Δεν αμφιβάλλω ότι πολλοί «διασπορικοί» σε αυτό εδώ το ακροατήριο συμβάλλουν με πολλούς τρόπους στην ελληνική κοινωνία και όχι ανεξάρτητα από τη διασπορική τους ταυτότητα. 

Ανέφερα νωρίτερα ότι οι ορισμοί της διασποράς ενεργοποιούνται πάντοτε σε σχέση με πλέγματα εξουσίας και συγκρουσιακές σχέσεις. Δεν είναι λίγες οι φορές που καινοτόμες ιδέες Ελλήνων της διασποράς, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που σχετίζονταν με την αναθεώρηση του λογοτεχνικού κανόνα αλλά και της ιστορίας, και αρχαιολογίας καταπολεμήθηκαν σφοδρά όταν απαίτησαν δημόσια παρουσία στην Ελλάδα (δες Γουργουρής 2016: 299). Ο παρεμβατικός, αμφισβητησιακός, και κάποιες φορές παραβατικός λόγος της διασποράς θεωρείται ενίοτε παρείσακτος. Θα μπορούσε να αφιερωθούν βιβλία και διδακτορικές διατριβές στο θέμα της συγκρουσιακής σχέσης μεταξύ των διανοουμένων της διασποράς και της εγχώριας κριτικής. Τι μας προτείνει η διασπορά; Και γιατί και πώς έχει απορριφθεί σε συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές; Είναι καιρός, νομίζω, να γίνει μια ευρεία και ανοικτή δημόσια συζήτηση για το θέμα αυτό. 

Η προσέγγιση της διασποράς ως διαδρομής στον χώρο και τον χρόνο, σε συγκεκριμένα πολιτικά και πολιτισμικά πλαίσια αποτελεί μια αναγκαία προσέγγιση της αναπαράστασής της σε διάφορα μέσα, όπως είναι τα μουσεία, τα ντοκιμαντέρ, οι φωτογραφίες ή οι μελέτες. Μας οδηγεί μακριά από εξιδανικεύσεις και στενούς ιδεολογικούς ελέγχους, προς την ιστορικοποίηση του ελληνικού πολιτισμού στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Όπως μας θυμίζει ο Στάθης Γουργουρής, «Κάθε εθνική ουσιοκρατία σκοτώνει την ιστορία» (298). 

Ας αναλογιστούμε τη σημερινή μας συνάντηση· ποιες συνθήκες συνέβαλαν στην πραγματοποίησή της; Έχουμε συγκεντρωθεί εδώ για να συνομιλήσουμε και να συνεργαστούμε για ένα συγκεκριμένο σκοπό, να υλοποιήσουμε ένα μουσείο και ερευνητικό κέντρο που επικεντρώνεται στη μετανάστευση και διασπορά, ένα εγχείρημα που αναδεικνύει ως μια από τις οργανωτικές του αρχές τον όρο διασπορά. Ας σημειωθεί ότι αυτή η ιδέα είναι αποτέλεσμα μιας πρωτοβουλίας η οποία περιλαμβάνει και η ίδια τη λέξη διασπορά, το Greek Diaspora Fellowship. Αυτή η πρωτοβουλία στην περίπτωσή μας κατονομάζει ένα όραμα και κινητοποιεί θεσμούς και συλλογικότητες –εμάς– προς συγκεκριμένους πολιτισμικούς και οικονομικούς στόχους. Επιπρόσθετα, ας τονίσω ότι αυτή η πρωτοβουλία συντελείται μέσα στο πλαίσια μιας πολύπλοκης πολιτικής οικονομίας. Να αναφέρω εν συντομία δύο από τις συνιστώσες της. Μία είναι η οικονομική κρίση στη χώρα και οι πολιτιστικές και κοινωνικές της επιδράσεις όπως το λεγόμενο brain drain. Αυτή η διάσταση δεν είναι ανεξάρτητη από μια ευρύτερη θεώρηση της διασποράς που υιοθετήθηκε από κυβερνήσεις και διεθνείς φορείς: αναφέρομαι σε ένα θέμα που ανέφερα πρωτύτερα, δηλαδή στη σημασία που αποδίδεται στη διασπορά ως παράγοντα διεθνικής οικονομικής ανάπτυξης και πολιτιστικών ανταλλαγών. 

Η κινητοποίηση του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος που υιοθετεί στην επωνυμία της τον όρο διασπορά δεν αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση. Η «διασπορά» χρησιμοποιείται ευρέως προκειμένου να περιγράψει ένα ευρύ φάσμα οικονομικών, πολιτιστικών και πολιτικών δραστηριοτήτων. Περιγράφει πρωτοβουλίες για τη διατήρηση της ελληνικής ταυτότητας έξω από τα σύνορα, πρακτικές πολιτικής και οικονομικής υποστήριξης της Ελλάδας, τρόπους κατανόησης της εμπειρίας της νέας γενιάς των Ελλήνων στην Ευρώπη, καλλιέργεια πανεπιστημιακής γνώσης, τη δημιουργία ερευνητικών προγραμμάτων και προσπάθειες για τόνωση της πολιτιστικής κίνησης στις ελληνοαμερικανικές κοινότητες. 

 

 

Η ύπαρξη αυτών των εκφράσεων μας δίνει το κίνητρο να εξετάσουμε τη διασπορά ως «κατηγορία πρακτικής» (Brubaker 2005). Σύμφωνα με αυτήν τη θεώρηση, η διασπορά μάς αφορά, εφόσον ενεργοποιεί πρακτικές και προτείνει θέσεις. Απαιτεί επομένως να μελετήσουμε ποιες ιδέες εισάγει, τι είδους δράσεις συνεπάγεται, ποιες καινοτομίες προτείνει, ποιες νέες συνθήκες δημιουργεί. Τι διεκδικεί, τι επιθυμεί και τι παράγει μέσω προγραμμάτων με διασπορικό προσανατολισμό. Σε αυτό το πλαίσιο δεν μπορούμε να μιλάμε για τη διασπορά ή για μια διασπορά γενικά και αφηρημένα, αλλά απαιτείται να συγκεκριμενοποιήσουμε τις εκφράσεις της εντάσσοντάς τες σε ιστορικά συμφραζόμενα. 

Η Niarchos Greek Diaspora Fellowship, λοιπόν, αποτελεί μια κατηγορία πρακτικής. Το σημαντικό γνώρισμά της είναι ότι τοποθετεί την πανεπιστημιακή κοινότητα και την παραγόμενη γνώση στον ευρύτερο πολιτιστικό και πολιτικό ιστό μιας πόλης και μιας χώρας. Ας προσθέσω ότι τις τοποθετεί επίσης στο πλαίσιο μιας πολιτικής οικονομίας που προωθεί τη διασπορά, όπως προανέφερα. Η εν λόγω υποτροφία ανοίγει προοπτικές πολλών ειδών. Συγκεκριμένα, την ιστορικοποίηση της διασποράς και τον στοχασμό επί αυτής ώστε να κατανοήσουμε την πολυπλοκότητα του φαινομένου και να το θέσουμε σε δημόσια συζήτηση. Η γνώση για τη διασπορά είναι απαραίτητη, αλλά όχι αποκλειστικά με σκοπό την αυτογνωσία. Η καταγραφή και η μελέτη της έχει σημασία γιατί το διακύβευμα είναι η διαμόρφωση τόσο της ελληνικής κοινωνίας όσο και της ελληνικής ταυτότητας εδώ αλλά και εκτός συνόρων. Σε μια πρόσφατη εργασία μου επισήμανα ότι ο λόγος περί διασποράς στην πολιτική οικονομία του παγκόσμιου καπιταλισμού προωθεί την έννοια του πολίτη με κριτήρια την επιχειρηματικότητα και την οικονομική και κοινωνική επιτυχία (Anagnostou 2017). Υπάρχει και μία άλλη διάστασή του, η οποία προωθεί την καταπολέμηση της διαφθοράς, την ισότητα των φύλων στον εργασιακό χώρο και αλλού, τη θέση της διαφορετικότητας στην κοινωνία και την πανεπιστημιακή έρευνα για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής ευπαθών ομάδων. Σε αυτό το πολιτικοποιημένο πεδίο, το οποίο ορίζει με διάφορους τρόπους την ιδιότητα του πολίτη και την κοινωνία των πολιτών, εισερχόμαστε και εμείς με το νέο μας πρόγραμμα. Έχουμε την ευθύνη να στοχαστούμε ανοικτά με ποιο τρόπο θα το προωθήσουμε και για ποιον σκοπό.

Το άνοιγμα του ελληνικού πανεπιστημίου στις καινοτόμες διασπορικές σπουδές είναι επίκαιρο και επείγον όσο ποτέ. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, ενδεχομένως με ελάχιστες επιφυλάξεις, ότι η ώρα της διασποράς είναι τώρα. Αυτή η ιστορική στιγμή μας βρίσκει σχετικά απροετοίμαστους. Αν και υπάρχουν σημαντικές μελέτες και μια σχετικά πλούσια βιβλιογραφία, παραμένουν τεράστια κενά. Και ο λόγος και οι πρακτικές διασποράς εξελίσσονται ραγδαία, με ρυθμό που είναι αδύνατον να τον παρακολουθήσουν οι διαθέσιμοι μελετητές. Αυτή τη στιγμή είναι ελάχιστοι οι ερευνητές στην Αμερική που μελετούν σε βάθος τη σύγχρονη ελληνοαμερικανική πραγματικότητα. Πολλά ντοκιμαντέρ και εκθέσεις παρουσιάζουν ελληνοαμερικανικά θέματα με έναν άκρως ιδεαλιστικό και στενό ιδεολογικά τρόπο. Χρειαζόμαστε θεσμούς, μελετητές, πανεπιστημιακά τμήματα διασποράς, ερευνητικά κέντρα, μια νέα γενιά ερευνητών, και το εν λόγω μουσείο. Μας παρουσιάζεται μια ιστορική ευκαιρία να καταστήσουμε το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και τη Θεσσαλονίκη επίκεντρο των ιστορικά υπεύθυνων διασπορικών σπουδών. Ας αδράξουμε την ευκαιρία και ας επωφεληθούμε από αυτήν.

 

 

Σημειώσεις

1. H εργασία αυτή βασίζεται στην εισήγησή μου με τον ίδιο τίτλο στο πρώτο διεθνές συμπόσιο που διοργανώθηκε για την ελληνική διασπορά και μετανάστευση στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο (18-20 Μαΐου, 2017). Το συμπόσιο οργανώθηκε από το ΔΠΜΣ «Μουσειολογία-Διαχείρηση Πολιτισμού» του ΑΠΘ και του Παν. Δυτικής Μακεδονίας. Επιτελέστηκε στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος «Greek Diaspora & Immigration», στο πλαίσιο του «Greek Diaspora Fellowship Program» το οποίο χρηματοδοτεί το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. 

2. Το θέμα της επιστροφής στις ρίζες είναι κυρίαρχο στα ελληνοαμερικανικά γράμματα (λογοτεχνία, αυτοβιογραφία, ταξιδιωτικές εντυπώσεις) καθώς και σε κοινωνικές πρακτικές. Το φαινόμενο έχει ελκύσει το ενδιαφέρον εθνογράφων (Christou and Russel 2014), κριτικών λογοτεχνίας (Kalogeras 1998, Kindinger 2015a, Klironomos 2009, Patrona 2017), καθώς και των πολιτισμικών σπουδών (Anagnostou 2009, Anagnostou 2015b).

3. H Ελπίδα Βόγλη έχει μελετήσει συστηματικά το θέμα της ελληνικής  πολιτικής σε σχέση με τη διασπορά σε συγκεκριμένα ιστορικά συμφραζόμενα (Vogli 2011). Η εργασία του Αλεξάνδρου Κιτροέφ για την ιστορικά κομβική σημασία του ελληνοαμερικανικού παραδείγματος στην αναδιάρθρωση της διασπορικής ταυτότητητας αποτελεί απαραίτητο ανάγνωσμα (δες Kitroeff 1991). Επίσης επί του θέματος της σχέσης κράτους-διασποράς είναι οι μελέτες του ιστορικού Γιάννη Παπαδόπουλου (2013). Για μία ευρεία βιβλιογραφία άρθρων και βιβλίων με θέμα τηνδιασπορά (κυρίως στο πλαίσιο της Β. Αμερικής) επισκεφτείτε το Greek American Studies Resource Portal στον ισότοπο της Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών (MGSA): http://www.mgsa.org/Resources/port.html

4. Η Frangos (2016) εφαρμόζει το μοντέλο του Cohen σε επιλεγμένα κείμενα «διασπορικής» λογοτεχνίας. 

5. Ας σημειωθεί, μάλιστα, ότι το λήμμα «διασπορά» δεν εμφανίζεται καν στον πίνακα περιεχομένων του βιβλίου του Σαλούτος.

6. Όπως σημειώνω σε αναλύσεις μου της θέσης του Μόσκος, ο ιστορικός κυρίως συνδιαλλεγόταν με (και αντιστεκόταν στην) εθνικιστική εκδοχή της διασποράς (δες Anagnostou [2010] και Anagnostou [2015b]). 

7. Αναφέρω ενδεικτικά τις εργασίες των James Clifford (1994), Paul Gilroy (1997) and Stuart Hall (1990). 

8. Στη συζήτηση που ακολούθησε την εισήγησή μου εκφράστηκαν επιφυλάξεις στο κατά πόσο η θεωρητικοποίηση της διασποράς είναι χρήσιμη στις πρακτικές της μουσειολογίας. Πιστεύω ακράδαντα, και επιχειρηματολόγησα δημόσια, ότι απαραιτήτως είναι. 

 

 

Βιβλιογραφία (στα Αγγλικά)

Αnagnostou, Yiorgos. 2009. Contours of White Ethnicity: Popular Ethnography and the Making of Usable Pasts in Greek America. Ohio University Press. 

-----------------------. 2010. “Where does ‘Diaspora’ Belong? The Point of View from Greek American Studies.” Journal of Modern Greek Studies 28 (1): 73-119. 

-----------------------. 2015a. “Re/collecting Greek America: Reflections on Ethnic Struggle, Success and Survival.” Journal of Modern Hellenism 31: 148-175. 

-----------------------. 2015b. “Within the Nation and Beyond: Diaspora Belonging in My Life in Ruins.” Filmicon: Journal of Greek Film Studies, Issue 3, October. http://filmiconjournal.com/journal/article/page/39/2015/3/1 

 

-----------------------. 2017. “Citizenship and Entrepreneurship: Greek America as Diaspora at a Time of Crisis,” In Greece in Crisis: The Cultural Politics of Austerity, edited by Dimitris Tziovas, 107-132. I.B. Tairus Publishers. 

Anthias, Floya. 1998. “Evaluating ‘Diaspora’: Beyond Ethnicity?” Sociology 32 (3): 557-580.

Brubaker, Rogers. 2005. “The ‘Diaspora’ Diaspora.” Ethnic and Racial Studies 28 (1): 1-19.

Christou, Anastasia and Russell King. 2014. Counter-Diaspora: The Greek Second Generation Returns “Home.” Cambridge, Mass.: Harvard University Press. 

Clifford, James. 1994. “Diasporas.” Cultural Anthropology 9(3): 302-338.

Clogg, Richard. 1999. “The Greek Diaspora: The Historical Context.” In The Greek Diaspora in the Twentieth Century, edited by Richard Clogg, 1-23. London: Palgrave.

Cohen, Robin. 1997. Global Diasporas: An Introduction. London: UCL Press. 

Dufoix, Stéphane. 2011. “From Nationals Abroad to ‘Diaspora’: The Rise and Progress of Extra-territorial and Over-state nations’, Diaspora Studies 4 (1): 1-20.

Frangos, Marina. 2016. “Diaspora is a Greek Word: Words by Greeks on the Diaspora.” CALL: Irish Journal for Culture, Arts, Literature and Language 1(1), Article 3. Available at: h=p://arrow.dit.ie/priamls/vol1/iss1/3 

Gallant, Thomas. 2016. “Afterward: Writing Mediterranean Diasporas After the Transnational Turn.” In Mediterranean Diasporas: Politics and Ideas in the Long 19th Century, edited by Maurizio Isabella and Konstantina Zanou, 205-210. London: Bloomsbury Academic.

Gilroy, Paul. 1997. “Diaspora and the Detours of Identity.” In Identity and Difference, edited by K. Woodward, 299-347. London: Sage.

Hall, Stuart. 1990. “Cultural Identity and Diaspora.” In Identity: Community, Culture, Difference, edited by J. Rutherford, 222-37. London: Lawrence and Wishart.

Isabella, Maurizio and Konstantina Zanou. 2016. “Introduction: The Sea, its People and their Ideas in the Long Nineteenth Century.” In Mediterranean Diasporas: Politics and Ideas in the Long 19th Century, edited by Maurizio Isabella and Konstantina Zanou, 1-24. London: Bloomsbury Academic.

Kalogeras, Yiorgos. 1998. “The ‘Other’ Space of Greek America.” American Literary History 10 (4): 702-724. 

Kanarakis, George. 2012. “The Greek Diaspora in a Globalised World.” Modern Greek Studies (Australia and New Zealand), Special issue: Thinking Diversely: Hellenism and the Challenge of Globalisation. https://openjournals.library.sydney.edu.au/index.php/MGST/article/view/11455

Kindinger, Evangelia. 2015a Homebound: Diaspora Spaces and Selves in Greek American Return Narratives. Heidelberg: Winter University Press.

----------------------. 2015b. “In ‘Living Separation’: Xenitiá in Contemporary Poetry of the Greek Diaspora.” In Recovery and Transgression: Memory in American Poetry, edited by Kornelia Freitag, 187-208. Cambridge Scholars Publishing. 

Kitroeff, Alexander. 1991. “The Transformation of Homeland-Diaspora Relations: The Greek Case in the 19th-20th Centuries.” In Proceedings of the 1st International Congress on the Hellenic Diaspora from Antiquity to Modern Times, edited by J. M. Fossey, 233-50. Vol. II: From 1453 to Modern Times. Geben: Amsterdam.

-----------------. 2009. “The Limits of Political Transnationalism: The Greek American Lobby, 1970s-1990s.” In Greek Diaspora and Migration since 1700: Society, Politics and Culture, edited by Dimitris Tziovas, 141-53. Burlington, VT: Ashgate Publishing.

Kitromilides, Paschalis M. 2008. “Diaspora, Identity, and Nation-Building.” In Homelands and Diasporas: Greeks, Jews and their Migrations, edited by Minna Rozen, 323-31. London: I.B. Tauris. 

Klironomos, Martha. 2009. “The Topos of Home in New Greek-American Writing.” In Greek Diaspora and Migration since 1700: Society, Politics and Culture, edited by Dimitris Tziovas, 241-55. Farnham, England; Burlington, VT. 

Laliotou, Ioanna. 2004. “Greek Diaspora.” In Encyclopedia of Diasporas: Immigrant and Refugee Cultures Around the World, edited by Melvin Ember, Carol R. Embers, Ian Skoggard, 85-92. New York: Kluwer Academic/Plenum. 

Larner, Wendy. 2007. “Expatriate Experts and Globalising Governmentabilities: The New Zealand Strategy’, 32 Transactions of the Institute of British Geographers 3: 331-45. 

Leontis, Artemis. 1997. “Mediterranean Topographies before Balkanization: On Greek Diaspora, Emporion, and Revolution. Diaspora 6 (2): 179-94.

Moskos, Charles C. 1990. Greek Americans: Struggle and Success. Second Edition, third printing. New Brunswick, NJ: Transaction (Originally published in 1980 by Prentice-Hall, Inc.).

Patrona, Theodora D. 2017. Return Narratives: Ethnic Space in Late-Twentieth-Century Greek American and Italian American Literature. Madison: Fairleigh Dickinson University Press. 

Rushdy, Ashraf H.A. 2009. “The Quality of Diaspora.” Diaspora: A Journal of Transnational Studies. 18 (3): 302-38 [published Fall 2015].

Tölölyan, Khachig. 1996. “Rethinking Diaspora(s): Stateless Power in the Transnational Moment.” Diaspora 5 (1): 3-36. 

Tziovas, Dimitris. 1998. “Dimitrios Vikelas in the Diaspora: Memory, Character Formation and Language. Κάμπος. Cambridge Papers in Modern Greek. No. 6: 111-33. 

Venturas, Lina. 2009. ‘“Deterritorializing” the Nation: The Greek State and “Ecumenical Hellenism.”’ In Greek Diaspora and Migration since 1700: Society, Politics and Culture, edited by Dimitris Tziovas, 125-140. Farnham, England; Burlington, VT.

Vogli, Elpida. 2011. “The Making of Greece Abroad: Continuity and change in the Modern Diaspora Politics of a ‘Historical’ irredentist homeland,” Nationalism and Ethnic Politics 17: 14-33. 

 

Βιβλιογραφία (στα Ελληνικά)

Βεντούρα Λίνα. 2006. «Διασπορά, Παγκοσμιοποίηση και Συλλογικότητες». Σύγχρονα Θέματα Τεύχος 92, Ιανουάριος-Μάρτιος, 31-39.

Βικέλας, Δημήτρης. 1992[1879]. Λουκής Λάρας. Αθήνα: Ερμής.

Γουργουρής Στάθης. 2016. «Η ελληνικότητα δεν είναι ουσία» Στο «Ενδεχομένως αταξίες: Κείμενα ποιητικής και πολιτικής.» Αθήνα: Νήσος. 

Καλογεράς, Γιώργος. 2004. Κωνσταντίνος Καζαντζής: Ιστορίες της Πατρίδος μου. Επιμέλεια – Εισαγωγή: Γιώργος Καλογεράς. Athens: τυπωθήτω.

Καλογεράς Γιώργος. Εθνοτικές Γεωγραφίες. Κατάρτι. 2007. 

Παπαδόπουλος, Γιάννης. 2013. «Κράτος, σύλλογοι, Εκκλησία: Απόπειρες ελέγχου των ελλήνων μεταναστών στις ΗΠΑ στις αρχές του 20ού αιώνα», στο Λίνα Βεντούρα & Λάμπρος Μπαλτσιώτης (επιμ.), Το Έθνος Πέραν των Συνόρων: «Όμογενειακές» Πολιτικές του Ελληνικού Κράτους. Βιβλιόραμα, 219-252.

Χασιώτης, Ιωάννης Κ., Όλγα Κατσιαρδή-Hering, Ευρυδίκη Α. Αμπατζή, Επιμ. 2006. «Οι Έλληνες στη Διασπορά 15ος-21ος αι.» Βουλή των Ελλήνων.

 

(πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 15 Νοεμβρίου 2017)

ΧΡΟΝΟΣ #55, 15 Νοεμβρίου 2017
Cover Image: Wikimedia

 

H εργασία αυτή βασίζεται στην εισήγησή μου με τον ίδιο τίτλο στο πρώτο διεθνές συμπόσιο που διοργανώθηκε για την ελληνική διασπορά και μετανάστευση στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο (18-20 Μαΐου, 2017). Το συμπόσιο οργανώθηκε από το ΔΠΜΣ «Μουσειολογία-Διαχείρηση Πολιτισμού» του ΑΠΘ και του Παν. Δυτικής Μακεδονίας. Επιτελέστηκε στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος «Greek Diaspora & Immigration», στο πλαίσιο του «Greek Diaspora Fellowship Program» το οποίο χρηματοδοτεί το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.


Yiorgos Anagnostou is Professor of transnational and diaspora modern Greek studies at The Ohio State University. His work is interdisciplinary and has been published in a wide range of scholarly journals (for a selective bibliography see, http://www.mgsa.org/faculty/anagnost.html). He is the author of Contours of White Ethnicity: Popular Ethnography and the Making of Usable Pasts in Greek America (Ohio University Press, 2009), now under translation into Greek (εκδόσεις Νήσος, 2017). He has also published two poetry collections, «Διασπορικές Διαδρομές» (Απόπειρα 2012, http://apopeirates.blogspot.com/2012/04/blog-post_20.html), and «Γλώσσες Χ Επαφής, Επιστολές εξ Αμερικής» (Ενδυμίων 2016, http://endymionpublic.blogspot.com/). He is the co-editor of the online Ergon: Greek/American Transnational Arts and Letters (http://ergon.scienzine.com/). He writes for Greek and Greek American media, and occasionally blogs on Greek America (http://immigrations-ethnicities-racial.blogspot.com/), and diaspora poetry (http://diasporic-skopia.blogspot.com/).


Υπάρχει τεράστια σύγχυση όταν καλούμαστε να ορίσουμε τη διασπορά. Με ποιον τρόπο, για παράδειγμα, διαφέρει ο όρος αυτός από άλλους παρεμφερείς που αναφέρονται σε φαινόμενα μετακίνησης πληθυσμών, όπως η μετανάστευση, η εξορία ή η ξενιτιά; 

Η χρήση του όρου είναι πλέον ανεξέλεγκτη και συνδέεται με τόσο πολλές αντιφατικές ή και ετερόκλητες σημασίες ώστε η λέξη «διασπορά» μπορεί να σημαίνει τα πάντα και επομένως τίποτα. Η θέση του Κάτσινγκ Τολόλυαν ότι διασπορά αποτελεί πλέον μια «άτακτα ευρύχωρη κατηγορία» είναι εύγλωττη.

Στoν ελληνικό πανεπιστημιακό χώρο, και ιδιαίτερα στην ελληνική ιστοριογραφία, ο όρος διασπορά χρησιμοποιείται πιο συχνά εναλλακτικά με τους όρους «απόδημος ελληνισμός» και «ομογένεια». Η διασπορά κατανοείται κυρίως μέσα από το πρίσμα των ιστορικών περιόδων και των ειδολογικών ταξινομήσεων.

Η ταξινόμηση της διασποράς σε τύπους αναδεικνύει την πολυπλοκότητα του φαινομένου. Την ίδια στιγμή, όμως εμφανίζει αναλυτικά προβλήματα: Κάθε είδος παρουσιάζεται σαν κάτι το ομοιογενές, χωρίς να γίνεται προσπάθεια να συσχετιστούν μεταξύ τους τα διάφορα είδη. Με ποιον τρόπο, για παράδειγμα, οι έμφυλες διακρίσεις όρισαν την εμπειρία της εργατικής διασποράς; Ή ακόμα, με ποιον τρόπο η «εργατική διασπορά» συνδέεται με την «πολιτισμική διασπορά»;

Η διασπορά νομιμοποιείται ως ταυτότητα από κρατικούς φορείς των ΗΠΑ επειδή εξυπηρετεί εθνικά πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Δεν είναι τυχαίο ότι η Αμερικανική Πρεσβεία στην Αθήνα έχει δημιουργήσει μια συλλογή μικρο-αφηγήσεων Ελληνοαμερικανών που ορίζονται ταυτόχρονα ως Αμερικανοί, Ελληνοαμερικανοί και συνάμα ως διασπορικοί Ελληνες.

Ο όρος διασπορά λοιπόν δημιουργεί αντιπαραθέσεις και αμφισβητήσεις. Με άλλα λόγια, η διασπορά προωθεί συγκεκριμένες ιδεολογίες οι οποίες συγκρούονται στο πλαίσιο πλεγμάτων εξουσίας. Σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή επικρατεί κάποια από τις χρήσεις του όρου –και σε αυτή την περίπτωση μιλάμε για ηγεμονική ιδεολογία– ενώ άλλες χρήσεις του παραγκωνίζονται ή αποσιωπώνται.

Διάφοροι μελετητές προσέγγισαν τη διασπορά όχι απλώς ως μετακίνηση και επιθυμία για επιστροφή, αλλά ως διαδικασία που συμπεριλαμβάνει εκ των πραγμάτων δημιουργία νέων πολιτιστικών εκφράσεων στα πλαίσια διαπολιτισμικών συναντήσεων, άλλοτε συγκρουσιακών και άλλοτε αμοιβαία αποδεκτών.

Η ευρύτατη υιοθέτηση της διασποράς από την αμερικανική ακαδημαϊκή κοινότητα εξηγείται ως έναν βαθμό από το ενδιαφέρον να εντοπιστεί και να μελετηθεί το αντίδοτο στις ουσιοκρατικές αντιλήψεις περί ταυτότητας.

Η διασπορά ανοίγει πολιτιστικούς ορίζοντες, πυροδοτεί συνδέσμους με τη νέα πατρίδα, παράγει επίσης χαρά, ανοίγει νέες προοπτικές και εμπλουτίζει τον εαυτό ακόμα και στις πιο σκληρές συνθήκες.

Το διασπορικό υποκείμενο δεν αποτελεί παθητικό αποδέκτη ήδη δεδομένων εθνικών ιδεών. Αντίθετα, το υποκείμενο αυτό, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται πολλοί Έλληνες διανοητές που έζησαν και έδρασαν στη διασπορά, είναι ένα ενεργό υποκείμενο, φορέας καινοτόμων ιδεών και οραμάτων για μια διαφορετική ελληνική κοινωνία.

Η προσέγγιση της διασποράς ως διαδρομής στον χώρο και τον χρόνο, σε συγκεκριμένα πολιτικά και πολιτισμικά πλαίσια αποτελεί μια αναγκαία προσέγγιση της αναπαράστασής της σε διάφορα μέσα, όπως είναι τα μουσεία, τα ντοκιμαντέρ, οι φωτογραφίες ή οι μελέτες. Μας οδηγεί μακριά από εξιδανικεύσεις και στενούς ιδεολογικούς ελέγχους, προς την ιστορικοποίηση του ελληνικού πολιτισμού στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Όπως μας θυμίζει ο Στάθης Γουργουρής, «Κάθε εθνική ουσιοκρατία σκοτώνει την ιστορία».