Η Λύση του Κυπριακού: ιστορικό και πολιτικό στοίχημα για την Αριστερά

Σία Αναγνωστοπούλου

Η ιστορία του Κυπριακού Προβλήματος αποτελεί ένα από τα σημαντικά κεφάλαια της ιστορίας της αποικιοκρατίας, της ιστορίας του ιμπεριαλισμού, ένα από τα πιο σημαντικά κεφάλαια της ιστορίας των εθνικισμών και των αυταρχικών καθεστώτων και νοοτροπιών στην Ελλάδα, την Τουρκία και την Κύπρο (και όχι μόνο βέβαια), μέρος της ιστορίας του Ψυχρού Πολέμου. Αποτελεί όμως και μέρος της ιστορίας της Αριστεράς, των αριστερών κινημάτων, της προσπάθειας χειραφέτησης των λαών από τις συνέπειες των φαινομένων που παραπάνω ανέφερα. Είναι γνωστό ότι στο πλαίσιο της αποικιοκρατίας, του ιμπεριαλισμού, του αυταρχισμού και του εθνικισμού μπλέχτηκε το δύσκολο κουβάρι του Κυπριακού. Έτσι, στην Κύπρο επιβλήθηκε ο ρόλος της «νεκρής ζώνης», του ψυχροπολεμικού χώρου ισορροπίας του τρόμου των ανταγωνισμών των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, αλλά και του χώρου στον οποίο «παιζόταν» η ισορροπία του τρόμου ανάμεσα στις Μητέρες-Πατρίδες, την Ελλάδα και την Τουρκία, ανάμεσα δηλαδή στον σκληρό ανταγωνισμό δύο εθνικισμών, προϊόν και οι δύο ψυχροπολεμισμού, αυταρχισμού και εθνικοφροσύνης. Οι Κύπριοι και οι Κύπριες, και των δύο κοινοτήτων, όφειλαν έτσι να αναπαραγάγουν τον ρόλο που οι μητέρες-πατρίδες τούς επεφύλασσαν, ταυτοχρόνως όμως να πληρώσουν το τίμημα, αν οι κραδασμοί από τη σύγκρουση των δύο εθνικισμών ξεπερνούσαν την ικανότητα απορρόφησης της Κύπρου και έθεταν σε κίνδυνο την ιμπεριαλιστική ισορροπία, όπως και την ισορροπία ανάμεσα στα δύο εθνικά κέντρα. Η Κύπρος, λοιπόν, ένα «πεδίο βολής» για την Ελλάδα και την Τουρκία, ένα «πεδίο βολής» για τις διεθνείς δυνάμεις, ένας κατακερματισμένος χώρος και κόσμος, δύο κοινότητες που για να υπάρχουν έπρεπε να ορίζονται με όρους εθνικής αντιπαλότητας, με όρους ακραίας εχθρότητας.

Όμως, όπως παραπάνω ανέφερα, το Κυπριακό αποτελεί και μέρος της ιστορίας της Αριστεράς και των αριστερών κινημάτων, σε τοπικό αλλά και πολύ πιο διευρυμένο επίπεδο. Σ’ εκείνη τη δύσκολη περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, του ακραίου αντικομμουνισμού και του αυταρχισμού, η Αριστερά στην Κύπρο έφτιαξε με πολύ κόπο και κυρίως με πολύ κόστος (το κόστος της ρετσινιάς του εθνικού προδότη και τον κίνδυνο θανάτου) έναν μικρό μεν αλλά τεράστιας σημασίας διάδρομο ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Έναν κοινό, με ταξικά κριτήρια, χώρο συνάντησης και συνύπαρξης των δύο κοινοτήτων: ένα χώρο κοινών συμφερόντων ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Με λίγα λόγια, η Αριστερά στην Κύπρο (ΑΚΕΛ) άρχισε να διαμορφώνει τις συνθήκες για μια Κύπρο ορατή, ως χώρα των Κυπρίων, ως χώρα δύο κοινοτήτων που μπορούν να συνυπάρξουν. Αυτός ο μικρός, λόγω των ιστορικών συνθηκών, διάδρομος, συναντιόταν, τουλάχιστον έμμεσα, με το ευρωπαϊκό και διεθνές αριστερό κίνημα, του οποίου το πρόταγμα ήταν η αλληλεγγύη των λαών ως το ισχυρότερο όπλο κατά του ιμπεριαλισμού, κατά του εθνικισμού, κατά του αυταρχισμού. 

Μετά το καταστροφικό 1974, αποτέλεσμα του ελληνικού πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής, ο ίδιος ο Μακάριος, τόσο στην ομιλία του στον ΟΗΕ το φθινόπωρο του ’74 όσο και κατά την επιστροφή του στην Κύπρο, προσπάθησε να ακουμπήσει σε αυτόν τον μικρό διάδρομο που η Αριστερά είχε ανοίξει. Σ’ αυτόν τον μικρό διάδρομο μπορούσε να νομιμοποιηθεί μια νέα κυπριακή πραγματικότητα: αυτή της ομόσπονδης Κύπρου, με πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων αλλά και με σεβασμό στα εθνοτικά χαρακτηριστικά και στην εθνική συνείδηση της καθεμιάς. Αυτή η προοπτική της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας ήταν το οχυρό επιβίωσης και αντίστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας ως ανεξάρτητου κράτους. Αυτή η προοπτική ωστόσο αποτέλεσε και το ισχυρότερο οχυρό κυρίως των τουρκοκυπριακών αριστερών δυνάμεων της Κύπρου για να αντισταθούν στις συνέπειες της πλήρους απομόνωσης που η τουρκική κατοχή και η ανακήρυξη του Ψευδοκράτους επέβαλε. Ένα οχυρό δηλαδή που στη βάση του συναντιόταν ο διάδρομος που είχε ανοίξει η Αριστερά και η προοπτική αντίστασης στα τετελεσμένα που ήθελε να επιβάλει το ’74 και η τουρκική κατοχή.

Σε ό,τι αφορά εμάς, την Αριστερά στην Ελλάδα (και μιλάω για τον ΣΥΡΙΖΑ), έχουμε πιάσει το νήμα του Κυπριακού από εκείνον τον μακρινό διάδρομο που άνοιξε σε πολύ δύσκολες συνθήκες τότε το ΑΚΕΛ και οι Τουρκοκύπριοι/ες Αριστεροί/ές, και που εξακολούθησε και εξακολουθεί να διευρύνεται μέχρι σήμερα. Κι αυτό το ιστορικό στοίχημα δεν θέλουμε ούτε να το εγκαταλείψουμε ούτε να το χαρίσουμε σε κανέναν. Αντιθέτως, επιδιώκουμε να το κάνουμε στοίχημα και της Ευρωπαϊκής Αριστεράς. Η διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία είναι για την Αριστερά προϊόν ιστορικής Αντίστασης –αντιϊμπεριαλιστικής και αντιεθνικιστικής–, είναι προϊόν αλληλεγγύης των λαών και ταξικής πάλης. Είναι τελικά προϊόν πατριωτισμού, όπως οι αριστερές δυνάμεις εκείνης της εποχής όρισαν τον πατριωτισμό, εναντίον του δεξιού εθνικισμού. Δεν μπορείς να είσαι Αριστερός και να πιάνεις το νήμα Αντίστασης από τον ακραίο εθνικισμό, όπως τον «κατασκεύασε» η Δεξιά στην πιο αυταρχική της περίοδο και τον επέβαλε σε κάποιες φάσεις και στην Αριστερά με την απειλή της κατηγορίας για εθνική προδοσία. Η Δεξιά για λόγους επιβίωσης του κράτους και των συμφερόντων της υποχρεώθηκε και υποχρεώνεται να πιάνει αυτό το νήμα της Αριστεράς, δεν δεσμεύεται όμως από αυτό ιδεολογικά. Από τον εθνικισμό δεσμεύεται. Η Αριστερά ωστόσο δεσμεύεται ιδεολογικά και πολιτικά από τις μάχες που έδωσε εναντίον της εθνικοφροσύνης και του αυταρχισμού.

Σε μια περίοδο όπου εμφανίζονται με βίαιο τρόπο παλιοί και νέοι εθνικισμοί, όπου δηλαδή τα παλιά εθνικιστικά μοτίβα είτε επανέρχονται με αρχαϊκό τρόπο μέσα από τα κόμματα της άκρας Δεξιάς είτε μεταλλάσσονται στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού και γεννάνε τέρατα όπως αυτό που αποκαλώ νεοφιλελεύθερος εθνικισμός, για την Αριστερά το πολιτικό στοίχημα έγκειται στο εξής: όχι μόνο να κρατήσει το νήμα από το παρελθόν αλλά να το ανανεώνει, να το επικαιροποιεί και να το αναπροσαρμόζει στα νέα δεδομένα. Είναι γεγονός ότι η κατάσταση στην Τουρκία δεν προσφέρεται για λύση του Κυπριακού: ο απρόβλεπτος και αναθεωρητικός χαρακτήρας της τουρκικής πολιτικής προσφέρει μέγιστες υπηρεσίες στις εθνικιστικές δυνάμεις στην Κύπρο, προκειμένου να απορρίπτουν την ομοσπονδία στο όνομα της εθνικής απειλής. Προκειμένου να νομιμοποιούν έτσι την επικαιροποίηση του απορριπτισμού στο όνομα του πατριωτισμού, επαναφέροντας συγχρόνως στο προσκήνιο το ιστορικό στίγμα του εθνικού προδότη (νενέκοι, βολεψάκηδες, ριψάσπιδες κλπ.) για τις αριστερές δυνάμεις που θέλουν να κρατήσουν ζωντανή τη λύση της ομοσπονδίας. Επινοώντας επίσης εορτασμούς διχαστικών επετείων ακροδεξιάς έμπνευσης και δεξιάς συναίνεσης που ξαναγυρίζουν το Κυπριακό στο ’50. 

Όπως προανέφερα η κατάσταση στην Τουρκία σήμερα δεν διευκολύνει την επίλυση του Κυπριακού. Αυτή η πραγματικότητα όμως αποκτά το βάρος μιας μη ανατρέψιμης κατάστασης μόνο αν θεωρήσει κανείς ότι η επίλυση του Κυπριακού εξαρτάται καταρχάς και κατεξοχήν από την Τουρκία και από την Ελλάδα. Αν ξαναγυρίσουμε δηλαδή στο παρελθόν σύμφωνα με το οποίο η Κύπρος οφείλει να παίξει τον ρόλο της «προστατευόμενης από τα εθνικά κέντρα» περιφέρειας. Μια περιφέρεια που μπορεί να αποκτήσει φωνή μόνο αφού τα βρουν μεταξύ τους τα εθνικά κέντρα. Ειδικά σε ό,τι αφορά την τουρκοκυπριακή κοινότητα της οποίας οι εξαρτήσεις από την Τουρκία (πολιτικές, οικονομικές κλπ.) είναι μεγάλες, αυτή θεωρείται ότι δεν έχει φωνή και ότι εξ ονόματός της πρέπει να μιλάει μόνο η Τουρκία. Οι Τουρκοκύπριοι δηλαδή δεν είναι ορατοί, παρά μόνο με το φως που ρίχνει επάνω τους η Τουρκία. Για την Αριστερά ωστόσο η ίδια η διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού (συνομιλίες μεταξύ των ηγετών των δύο κοινοτήτων) είναι πράξη αντίστασης εναντίον των παραπάνω. Είναι αυτή που καθιστά ορατή την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Η ίδια η διαδικασία της επίλυσης λοιπόν είναι αυτή που δίνει αξία και αναπαράγει όλους τους αγώνες που έχουν κάνει στο παλαιότερο και πιο πρόσφατο παρελθόν οι Τουρκοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριες για να χειραφετηθούν, να απελευθερωθούν από την Τουρκία, και μαζί με αυτούς/ές όλη η Κύπρος. Ο ΣΥΡΙΖΑ τιμά αυτούς τους αγώνες και τους θεωρεί το κρίσιμο λίπασμα για τη διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού. Οι δύο κοινότητες, με τις διαφορές τους, με τις αποκλίσεις τους, με τις δικές τους αγωνίες και φόβους η καθεμιά, είναι αυτές που καταρχάς θα αποφασίσουν το στρατηγικό πλάνο επίλυσης του προβλήματός τους. Κι αυτό το πλάνο πρέπει να είναι ο πρωταγωνιστής σε όλα τα επίπεδα και να γίνει σεβαστό από όλες τις πλευρές.

Από την άλλη μεριά, η ίδια η διαδικασία της επίλυσης του Κυπριακού φέρνει προ των ευθυνών της την ευρωπαϊκή Αριστερά. Προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να δουλέψουμε στο αμέσως επόμενο διάστημα. Η διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού δεν μπορεί να ξαναδίνει πρωταγωνιστικό ρόλο στον απαρχαιωμένο και ιμπεριαλιστικής έμπνευσης θεσμό των εγγυητριών δυνάμεων (να έχουν αυτές τον πρώτο λόγο, έστω και για την κατάργηση του θεσμού). Αντιθέτως, η Κύπρος ως ευρωπαϊκή χώρα δεν πρέπει εξ ορισμού να έχει ανάγκη από εγγυήτριες δυνάμεις. Όμως τον τρόπο και τη διαδικασία κατάργησής τους πρέπει να τον υποδείξουν οι ίδιοι/ες οι Κύπριοι/ες. Κι εδώ βρίσκεται ο ρόλος της ευρωπαϊκής Αριστεράς και των προοδευτικών δυνάμεων της Ευρώπης: να εμπλακούν μαζί με τους Κύπριους/ες στη διαδικασία επίλυσης, στην άσκηση ισχυρής πίεσης στα κράτη-μέλη ώστε το κυπριακό να αντιμετωπιστεί ως κατεξοχήν ευρωπαϊκό πρόβλημα. Δηλαδή, το κυπριακό ως πολιτικό πρόβλημα οριοθέτησης των ευρωπαϊκών συνόρων, ως πολιτικό πρόβλημα για το πώς η ευρωπαϊκή Αριστερά διεκδικεί το ευρωπαϊκό έδαφος: ως χώρο συνύπαρξης διαφορετικών πληθυσμών ή ως χώρο ανταγωνιστικών εθνικισμών, στο όνομα της υποτιθέμενης μάχης κατά του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης; Το Κυπριακό αποτελεί το σημαντικότερο πεδίο ανάδειξης της ευρωπαϊκής Αριστεράς ως μιας μάχιμης δύναμης που επικαιροποιεί τα όπλα της στον αγώνα κατά του ακροδεξιού και του νεοφιλελεύθερου εθνικισμού. Η επιρροή και οι συνέπειες της πολιτικής του ακραία νεοφιλελεύθερου εθνικισμού του Ερντογάν δεν ηττάται με απορριπτικές ή δήθεν ευρωπαϊκές κορόνες τις οποίες εκτοξεύει το ένα εθνικό κέντρο εναντίον του άλλου. Πολιτικές, όπως αυτή του Ερντογάν, ηττώνται όταν η Αριστερά –στην περιοχή αλλά και στην Ευρώπη– αναλάβει με δυναμισμό τον ιστορικό της ρόλο. Η ευρωπαϊκή Αριστερά είναι υποχρεωμένη να αρχίσει και από την Κύπρο τη μάχη εναντίον του εθνικισμού και του ρατσισμού, να αρχίσει από την Κύπρο τη μάχη διαμόρφωσης μιας προοδευτικής ευρωπαϊκής ταυτότητας: οι μεγάλες μάχες κρίνονται στα όρια. Και η Κύπρος είναι το όριο. 

 

(Πρώτη δημοσίευση: ΧΡΟΝΟΣ, 15 Μαΐου 2017)

ΧΡΟΝΟΣ #49, 15 Μαΐου 2017

Η Σία Αναγνωστοπούλου γεννήθηκε στην Πάτρα. Είναι πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και πτυχιούχος του Τμήματος Τουρκικών Σπουδών του Εθνικού Ινστιτούτου Ανατολικών Γλωσσών της Γαλλίας (INALCO). Οι μεταπτυχιακές της σπουδές στη Γαλλία ολοκληρώθηκαν με ένα μεταπτυχιακό τίτλο στην Ιστορία (DEA από τη Σορβόννη, Παρίσι Ι) και ένα διδακτορικό στην Ιστορία από το Πανεπιστήμιο EHESS (École des hautes études en sciences sociales). Δίδαξε επί εννέα χρόνια στο Τμήμα Τουρκικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου και συνεχίζει τη διδασκαλία ως επίκουρος καθηγήτρια στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.

Η Κύπρος ως ευρωπαϊκή χώρα δεν πρέπει εξ ορισμού να έχει ανάγκη από εγγυήτριες δυνάμεις. Όμως τον τρόπο και τη διαδικασία κατάργησής τους πρέπει να τον υποδείξουν οι ίδιοι/ες οι Κύπριοι/ες. Κι εδώ βρίσκεται ο ρόλος της ευρωπαϊκής Αριστεράς και των προοδευτικών δυνάμεων της Ευρώπης: να εμπλακούν μαζί με τους Κύπριους/ες στη διαδικασία επίλυσης, στην άσκηση ισχυρής πίεσης στα κράτη-μέλη ώστε το κυπριακό να αντιμετωπιστεί ως κατεξοχήν ευρωπαϊκό πρόβλημα. Δηλαδή, το κυπριακό ως πολιτικό πρόβλημα οριοθέτησης των ευρωπαϊκών συνόρων, ως πολιτικό πρόβλημα για το πώς η ευρωπαϊκή Αριστερά διεκδικεί το ευρωπαϊκό έδαφος: ως χώρο συνύπαρξης διαφορετικών πληθυσμών ή ως χώρο ανταγωνιστικών εθνικισμών, στο όνομα της υποτιθέμενης μάχης κατά του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης;