Το Μακεδονικό είναι ελληνικό ζήτημα

Αντώνης Λιάκος

Το ερώτημα: Γιατί το νέο μακεδονικό ζήτημα δεν μπορεί να λυθεί; Γιατί κάτι που φαίνεται απλό, όπως μια ονομασία, συναντά αντιστάσεις από την ελληνική πλευρά; Στις αρχές του 1993 το Μακεδονικό ήταν σταθμός στην ιδεολογικοπολιτική εξέλιξη της χώρας. Γιατί και 25 χρόνια αργότερα η ίδια (αν και μικρότερη) αντίδραση σε ζητήματα που σε τρίτους φαίνονται ακατανόητα (παρά τις περιπλοκές τους);

Η ανάδυση ενός μικρού κράτους σε ένα σύστημα που μόλις έχει χάσει την ισορροπία του και γυρεύει να βρει μια καινούρια, πάντοτε προκαλεί μια τοπική φλεγμονή. Και στην περιοχή που άφησε η Οθωμανική αυτοκρατορία –και όπου διασταυρώθηκαν και άλλες αυτοκρατορικές επιρροές– παρατηρούμε, ήδη από το τέλος των Ναπολεόντειων πολέμων, την συνεχή δημιουργία μικρών προτεκτοράτων. Άλλων εφήμερων, άλλων που επιβιώνουν για κάποιες δεκαετίες και στη συνέχεια είτε μετατρέπονται τα ίδια σε έθνη κράτη της περιοχής, είτε ενώνονται με ένα από αυτά. Από τη δημιουργία της Επτανήσου Πολιτείας το 1800 έως τα λιλιπούτεια κράτη που δημιουργήθηκαν στο έδαφος της πρώην Γιουγκοσλαβίας μετά το 1990, παρατηρούμε ένα φαινόμενο 200 χρόνων, το οποίο δείχνει ασταθείς ισορροπίες διαφορετικών πληθυσμιακών ομάδων και κρατικών κυριαρχιών. Παρατηρούμε όμως και τάσεις ενοποίησης του χώρου εκ των άνω, οι οποίες είτε καταλήγουν σε πολέμους και καταστροφές, είτε είναι διαιρετικές αλλά σταθερές (Ψυχρός πόλεμος), είτε ακολουθούν μια πορεία όπως η σημερινή ευρωπαϊκής και ευρω-ατλαντικής ενοποίησης (ως μια ζώνη που ακόμη βρίσκεται σε διαδικασία σχηματισμού). 

Αυτή η προσέγγιση δικαιολογεί τις αναταράξεις. Αλλά παρ’ όλα αυτά το ερώτημα παραμένει. Γιατί το μέγεθος, η ένταση, και η διάρκεια των αντιδράσεων από ελληνικής πλευράς; Γιατί, κυρίως, η μεγάλη λαϊκή απήχησή της; 

Η ιστορική κουλτούρα στη σύγχρονη Ελλάδα, αποτελεί ένα ισχυρό υπόβαθρο τόσο για τις παρανοήσεις και την σύγχυση γύρω από το ζήτημα, όσο επίσης και για τη δημιουργία ενός οχυρωματικού λόγου γύρω από αυτά που ορίζονται ως εθνικά θέματα. Και το υπόβαθρο αυτής της σύγχυσης είναι η σύλληψη της Ιστορίας σαν ένα ιερό πράγμα, κάτι συμπαγές που είναι ταυτόχρονα και ιερό, ταμπού. Μπορεί να μην το γνωρίζουμε, αλλά το διαφυλάττουμε, ξέρουμε ότι είναι εκεί, μια πολύτιμη παρακαταθήκη. Στοιχείο της ιστορικής κουλτούρας είναι βέβαια η εκπαίδευση και το είδος της ιστορίας που διδάχτηκε στο πανεπιστήμιο και πέρασε με το μητρικό γάλα στις γενιές που τη διαχειρίστηκαν και τη διαχειρίζονται. 

Η εξέλιξη της ιστορικής κουλτούρας είχε τρεις σταθμούς: 

  1. Το 1955, διαδηλώσεις για το Κυπριακό εναντίον των Άγγλων. Μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου το Κυπριακό, ως αιχμή των εθνικών προβλημάτων, αποτέλεσε το κοινό έδαφος ανασύνταξης ενός ενοποιητικού πνεύματος ανάμεσα στις διχασμένες αλλά πληγωμένες πτέρυγες του έθνους, την Αριστερά και τη Δεξιά, και κατά κάποιον τρόπο αποενοχοποίησε και τις δύο. Για τους μεν η έμφαση ήταν στο εθνικό, για τους δε στο αντι-αποικιακό – οι δυο στάσεις συναιρέθηκαν. 
  2. Το 1974. Το πραξικόπημα και επέμβαση στην Κύπρο και Μεταπολίτευση στην Ελλάδα, αλληλοσύνδεσαν την μετάβαση στη δημοκρατία με το κατεξοχήν εθνικό ζήτημα. Και τα δυο αποτέλεσαν τον πυρήνα του «πως βλέπει τον εαυτό του το έθνος», στον οποίο προείχε ο «αντιστασιακός» χαρακτήρας (Σβορώνος). Στην περίοδο 1970 και 1980, δημιουργήθηκε μια εθνικό-δημοκρατικό-λαϊκή ηγεμονία (με μια δοσολογία αντι-ιμπεριαλισμού/αντι-αμερικανισμού πνεύμα που κατά κάποιο τρόπο κωδικοποίησε το παρελθόν σε μια νέα ιστορική ορθοδοξία της οποίας πολιτικός φορέας δεν ήταν η παραδοσιακή δεξιά, αλλά το Πασόκ. Η ΝΔ ακολούθησε. 
  3. Το 1992-93 ήταν ο τρίτος σταθμός, με το Μακεδονικό. Το Μακεδονικό είναι ένα από τα τρία στοιχεία που θα ορίζαμε ως τη διακριτή επίδραση της παγκοσμιοποίησης στην Ελλάδα. Το δεύτερο είναι το κύμα των προσφύγων (πρώτα το κύμα από τις ανατολικές χώρες, ύστερα το κύμα από τον τρίτο κόσμο και τη μέση ανατολή). Και το τρίτο στοιχείο, συνδεδεμένο με τα προηγούμενα δύο, είναι η αναδίπλωση στην εθνική ταυτότητα και η άνοδος της ακροδεξιάς. Το ευρύτερο πλαίσιο είναι ένας αδιευκρίνιστος αλλά διάχυτος φόβος για το μέλλον. Δυσπιστία και φόβος, που απλώνεται σε όλο τον κόσμο τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Το μέλλον γίνεται περισσότερο συνώνυμο των επιφυλάξεων, παρά των ελπίδων, και το παρελθόν μια παρακαταθήκη αξιών για διαφύλαξη. Το 1989, το δημοφιλές τραγούδι του Διονύση Τσακνή εκφράζει αυτή τη στροφή, η οποία θα γίνει ο ευρύτερος ορίζοντας:

Γυρίζω τις πλάτες μου στο μέλλον/στο μέλλον που φτιάχνετε όπως θέλετε
Μένω μονάχος στο παρόν μου/να σώσω οτιδήποτε αν σώζεται

Ο φόβος ότι η εθνική ταυτότητα κινδυνεύει από την παγκοσμιοποίηση, από τους πρόσφυγες, από τις επιβουλές των έξω, δημιουργεί –μαζί με την εγκατάλειψη των μεγάλων προταγμάτων για το μέλλον– έναν πολύ σκληρό πυρήνα πεποιθήσεων, στον οποίο συναντιώνται και αριστεροί και δεξιοί. Αυτός ο πυρήνας έχει μια αμφίσημη σχέση με το κράτος ή, καλύτερα, τους κρατικούς θεσμούς. Γιατί βρισκόμαστε σε μια εποχή ευρωπαϊκής ενοποίησης, η οποία εκφράζεται με έναν λόγο τεχνοκρατικής αισιοδοξίας, ο οποίος αγνοεί τα κοινωνικά ζητήματα που δημιουργούνται από τις νέες ανακατατάξεις και είναι αποξενωμένος ως προς τα λαϊκά συναισθήματα. Επομένως, στους κρατικούς θεσμούς εκφράζονται πολλοί λόγοι – και ο παραδοσιακός εθνικισμός, και ο ευρωπαϊσμός. 

Eδώ όμως έρχεται να προστεθεί κι ένα καινούριο στοιχείο: οι τοπικές κοινωνίες, οι οποίες σ’ αυτές τις δεκαετίες αναπτύσσονται οικονομικά και προβάλουν αξιώσεις συμμετοχής στο εθνικό συμβολικό πάνθεον. Το εθνικό φαντασιακό, διαμορφωμένο στο αθηνοκεντρικό κράτος του 19ου αιώνα, όφειλε τώρα να ανοίξει προς τη Μακεδονία, προς τη Θράκη, την Ήπειρο και, κυρίως, προς την προσφυγική ταυτότητα. Ο ήλιος της Βεργίνας να γίνει ισότιμος της αθηναϊκής κουκουβάγιας. Και εδώ υπήρχαν θεσμοί και παράδοση, όπως η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, των οποίων η εξέλιξη και η συμμετοχή στη διαμόρφωση της νέας εθνικής ορθοδοξίας είναι ουσιαστική. Δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια περίοδο εμφανίζεται με αξιώσεις αναγνώρισης το ζήτημα της ποντιακής γενοκτονίας, ότι το βιβλίο της Στ’ δημοτικού επικεντρώνεται στο «συνωστισμό της Σμύρνης», καθώς και η εμφατική συμμετοχή των ποντιακών σωματείων στις συγκεντρώσεις και κινητοποιήσεις για το Μακεδονικό. Τέλος, το Μακεδονικό, ως ένα νέο εθνικό ζήτημα, έρχεται να ρίξει γέφυρες με την εκκλησία και με τους αποκλεισμένους ή περιθωριοποιημένους της μεταπολίτευσης – δηλαδή την εθνικιστική δεξιά, που είχε υποστηρίξει ενεργά ή παθητικά την δικτατορία. Το μακεδονικό του 1992-93 αποτέλεσε πηγή εξαγνισμού και αναγέννησης, και στο πλαίσιο αυτό δημιουργήθηκε το ΛΑΟΣ, και στη συνέχεια η Χρυσή Αυγή. 

Αυτά για τη δεκαετία του 1990. Ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα όμως, γιατί; 

Ο ένας παράγοντας είναι η σκιά εκείνης της εποχής. Έχει δημιουργήσει ισχυρές κληρονομιές με αξιώσεις νομιμότητας. Ένα μπλοκ δυνάμεων υπολειμματικών, αλλά έντονα δυναμικών, και μια καινούρια σφαίρα έκφρασης, όπως τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, που την αναπαράγουν. Αν στην εποχή του έντυπου καπιταλισμού έγραφαν λίγοι για πολλούς και η κουλτούρα διαμορφωνόταν από πάνω προς τα κάτω, τώρα γράφουν πολλοί για πολλούς και η κουλτούρα διαμορφώνεται μέσα σε ένα σύμπαν συγκρούσεων και αλγορίθμων που κάνουν τη φυσική επιλογή. 

Ο δεύτερος παράγοντας είναι δύο αισθήματα που συνυπάρχουν: η ανασφάλεια και το αίσθημα εθνικής ταπείνωσης αλλά και έντονου διχασμού και πόλωσης. Διαμορφώνεται ένα κλίμα αντιπολιτικής («Όλοι ίδιοι είναι»), αναζήτησης σωτήρα («Είναι Θεός/είναι τρελός ο Στρατηγός») και ένα αίσθημα απώλειας («Μας τα πήραν όλα, να μην μας πάρουν και την ιστορία μας»). Απέναντι στα συναισθήματα αυτά η αντίσταση στο μακεδονικό έρχεται ως ψυχολογική αναπλήρωση. 

Οι αντιδράσεις και τα συλλαλητήρια δεν θα αντιστρέψουν την πορεία αναγνώρισης της γειτονικής δημοκρατίας με το συνταγματικό της όνομα. Θέτουν απλώς το ερώτημα: erga omnes ή à la carte; Δηλαδή μια ονομασία κοινή για όλους ή μια ειδική à la carte για την Ελλάδα? Η περήφανη νίκη της ματαίωσης της ονομασίας erga omnes, θα σημαίνει ότι όλοι θα την ονομάζουν Μακεδονία και εμείς θα έχουμε όνομα à la carte.

Αυτό το ερώτημα θέτει το συνακόλουθο για τα κόμματα: συνεκτική πρόταση από την κυβέρνηση ή κοινός παρονομαστής από τα κόμματα του συνταγματικού τόξου; 

Θα αναλάβουν όλοι μαζί το ρίσκο να δυσαρεστήσουν τους οπαδούς τους, με αποτέλεσμα να μειώσουν το βάρος της δυσαρέσκειας, ή θα βρουν μια ευκαιρία να κερδίσει ο ένας σε βάρος του άλλου με στόχο να στριμώξουν την κυβέρνηση; Θα συνεχίσουν να επιμένουν για συνεκτική πρόταση των δύο συνεταίρων (γνωρίζοντας ότι όλοι έχουν ανάλογες στάσεις στους κόλπους τους) ή θα ποντάρουν στην ανατροπή της κυβέρνησης, διαιωνίζοντας το πρόβλημα; 

 

(πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 25 Ιανουαρίου 2018)

ΧΡΟΝΟΣ #57, 25 Ιανουαρίου 2018

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ:
 
 
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος συνομιλεί με την Αθηνά Σκουλαρίκη:
(τχ. 49)
 
(τχ. 36)
 
Άκης Γαβριηλίδης
Μακεδονικότητες
(τχ. 05)
 

Ο Αντώνης Λιάκος γεννήθηκε το 1947 στην Αθήνα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στα 1969-73 φυλακίστηκε από τη δικτατορία. Πτυχιούχος στα 1977, συνέχισε με υποτροφία του Ι.Κ.Υ. και του Συμβουλίου της Ευρώπης μεταπτυχιακές σπουδές στην Ιταλία, διδακτορική διατριβή στη νεότερη και σύγχρονη ιστορία στο Α.Π.Θ. (1984). Δίδαξε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. (1981-1990). Επισκέπτης ερευνητής/καθηγητής στα Πανεπιστήμια Μπέρμιγχαμ, European University Institute (Φλωρεντία), Πρίνστον, Νέας Υόρκης, Σύντνεϋ, École normale supérieure (Παρίσι), Πανεπιστήμιο του Πεκίνου. Συνέβαλε στην ίδρυση του Ι.Α.Κ.Α. στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και συμμετείχε στο πρόγραμμα European Doctorate in the Social History of Europe. Από το 1990 καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει διατελέσει μέλος της Εφορείας των Γ.Α.Κ., της Επιτροπής Ιστορίας της Εθνικής Τράπεζας, των Α.Σ.Κ.Ι., του Ιστορικού Αρχείου του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι managing editor του περιοδικού Historein/Ιστορείν, πρόεδρος της International Commission for History and Theory of Historiography, διηύθυνε εκδοτικές σειρές Ιστορίας στις εκδόσεις Γνώση, Θεμέλιο και Νεφέλη. Την περασμένη δεκαετία υπήρξε μέλος των ερευνητικών ομάδων NHIST (Writing of National Histories in Nineteenth and Twentieth Century Europe) και CLIOHRES.net (Creating Links and Innovative Overviews for a New History Research Agenda for the Citizens of a Growing Europe). Το ερευνητικό και συγγραφικό έργο αφορά τη νεότερη και σύγχρονη ιστορία και την ιστορία και θεωρία της ιστορίας. Έχει εκδώσει επτά μονογραφίες (από τις οποίες μία μεταφράστηκε στα ιταλικά και μία στα τουρκικά) και έχει δημοσιεύσει πενήντα μελέτες περίπου σε ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά επιστημονικά περιοδικά και ειδικούς τόμους. Αρθρογραφεί συχνά στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Το 2012 έλαβε το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου για το βιβλίο του Αποκάλυψη, ουτοπία, ιστορία (Πόλις, 2011). 

Ηλεκτρονική διεύθυνση: aliakos@otenet.gr

Ιστοσελίδες:
www.antonisliakos.gr
http://uoa.academia.edu/AntonisLiakos
http://www.culturahistorica.es/liakos.english.html

Η ιστορική κουλτούρα στη σύγχρονη Ελλάδα, αποτελεί ένα ισχυρό υπόβαθρο τόσο για τις παρανοήσεις και την σύγχυση γύρω από το ζήτημα, όσο επίσης και για τη δημιουργία ενός οχυρωματικού λόγου γύρω από αυτά που ορίζονται ως εθνικά θέματα.