Για την Αντιγόνη της Ευαγγελίας Ανδριτσάνου

Δήμητρα Κονδυλάκη

Ομιλία στον Κήπο του Νομισματικού Μουσείου, 4 Οκτωβρίου 2021

Δεν υπάρχει ασφαλέστερος τρόπος εισόδου σ’ ένα έργο από την ανάγνωση και την ακρόασή του – με τη σφαιρική έννοια της ακρόασης: ακούω, αφουγκράζομαι, απορροφώ τις λέξεις και κατά κάποιο τρόπο, τις εγγράφω μέσα μου εκ νέου, άρα, όπως θα έλεγε Roland Barthes, τις ξαναγράφω. Διαβάζω σημαίνει συμμετέχω νοητικά στη διαδικασία της γραφής, συντονίζομαι τόσο μαζί της που αισθάνομαι σαν εγώ ο ίδιος, εγώ η ίδια, να έχω γράψει. Και μερικές φορές αυτό γίνεται βασανιστικό, επίπονο.

Από τους κορυφαίους Έλληνες ποιητές που εμπνεύστηκαν κι έδωσαν νέα φωνή σε αρχαίες ηρωίδες και ήρωες είναι ο Γιάννης Ρίτσος, ο οποίος ξαναγράφει τα πρόσωπά του μέσα από το πρίσμα της φθοράς και του αναστοχασμού που επιφέρει ο χρόνος – εξ ου και ο τίτλος της συλλογής που κλείνει τους ποιητικούς μονολόγους του, Τέταρτη διάσταση[1]. Οι μονόλογοι του Ρίτσου αγαπήθηκαν ιδιαίτερα κι επανέρχονται αδιάκοπα στην ελληνική αλλά και τη διεθνή σκηνή, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τις σκηνοθεσίες του Antoine Vitez, που ενέταξε αποσπάσματα από τη Χρυσόθεμη και τον Ορέστη στις διαδοχικές παραστάσεις της εμβληματικής του Ηλέκτρας[2]. Μαθητής του Vitez στο Conservatoire του Παρισιού, ήταν και ο Αντρέας Στάικος την περίοδο κατά την οποία έγραψε τη δική του, πολυπαιγμένη στα καθ’ ημάς, Κλυταιμνήστρα[3]. Όταν προέρχεται κανείς από τον χώρο του θεάτρου, έχοντας ακούσει, μιλήσει, επαναλάβει στην πρόβα τα ίδια κείμενα, τα ίδια λόγια αμέτρητες φορές, είναι ζήτημα χρόνου να πάρει το μολύβι και να αρχίσει να γράφει εκ νέου.Τέτοια είναι βέβαια και η περίπτωση του Δημήτρη Δημητριάδη, που συνομιλεί βαθιά με την αρχαία ελληνική τραγωδία στη γραφή του, έχοντας προσφέρει στη σύγχρονη σκηνή σημαντικό αριθμό αρχαιόθεμων θεατρικών έργων – εκ των οποίων και μια Αντιγόνη που παραμένει ανέκδοτη[4]. Η τριβή με τα πρωτότυπα, είτε στη σκηνή, είτε στη διαδικασία της μετάφρασης, είναι αυτή που κυοφορεί και γεννά τα νέα έργα.

Έτσι, νομίζω, γεννήθηκε και η Αντιγόνη της Ευαγγελίας Ανδριτσάνου,[5] που ζυμώθηκε από μικρό κορίτσι λόγω της ερευνητικής σχέσης της με το θέατρο ως Ελληνίδα και ως ηθοποιός, μεταφράστρια και σκηνοθέτρια, με την Αντιγόνη αλλά και τα υπόλοιπα έργα του θηβαϊκού κύκλου, Οιδίποδα και Οιδίποδα επί Κολωνώ, Φοίνισσες, Επτά επί Θήβας, που αφορούν τα πάθη του οίκου των Λαβδακιδών. Και ίσως με τη σειρά της η Αντιγόνη της Ευαγγελίας Ανδριτσάνου να οδηγήσει στη γέννηση και νέων κειμένων σ’ αυτό τον κύκλο αέναης ανανέωσης των τραγικών μύθων αλλά και δέσμευσης των σύγχρονων συγγραφέων και ποιητών από τα κλασικά πρότυπα.

Παρόλα αυτά, το έργο αυτό δεν αποτελεί κάποιου είδους θεατρική μεταγραφή – στη δική μου ανάγνωση είναι καθαρή ποίηση, με τον αρχαίο μύθο να λειτουργεί ως κινητήριο υλικό, δημιουργική αλλά μακρινή αναφορά. Επίσης, δεν μπορώ να διακρίνω κάποια γλωσσική συγγένεια ή αντανάκλαση παλαιότερης εκδοχής της Αντιγόνης, μεταγραφής, διασκευής ή μετάφρασης από τις πάμπολλες που υπάρχουν πάνω στο έργο αυτό –γιατί οπωσδήποτε η μετάφραση, ακόμα κι όταν είναι πιστή, αποτελεί μια πρώτη μορφή διασκευής. Κάτι που επιβεβαιώνει την αίσθηση ότι το έργο της Ευαγγελίας Ανδριτσάνου συνομιλεί κυρίως με το περιεχόμενο του μύθου, με το νοηματικό σώμα και τη συμβολική της Αντιγόνης, όπως ορίστηκε από τον Σοφοκλή, ως συμμετρική σύγκρουση των ηθικών νόμων με τους ανθρώπινους, παρά με την τραγική φόρμα ή με κάποιο μεταγενέστρο γλωσσικό ή ιδεολογικό ιδίωμα.

Προφανώς, η τραγική ηρωίδα έχει πάρει άπειρες μορφές στις διάφορες γλωσσικές και ιδεολογικές ενσαρκώσεις της ανά τους αιώνες: μεταξύ άλλων, χριστιανή πρέσβειρα του Διαφωτισμού (Αντιγόνη ή η Ευλάβεια του Ρομπέρ Γκαρνιέ, 1580), πριγκίπισσα σε αιμοσταγή παλάτια (Θηβαΐδα ή τα άσπονδα αδέρφια του Ρακίνα, 1664), επαναστάτρια στον απόηχο της Γαλλικής Επανάστασης (Αντιγόνη του Βιττόριο Αλφιέρι, 1789) και μάρτυρας απέναντι σε μια απάνθρωπη εξουσία στην περίφημη παράσταση του Λούντβιχ Τηκ με τη μουσική του Μέντελσον (Πότσνταμ, 1841) με την έντονη επίδραση του Χέγκελ, που ανάγει την τραγωδία στον προβληματισμό γύρω από το «ηθικό δίκαιο της συνείδησης» έναντι του Κράτους στην Αισθητική του. Με τα χορικά που συνέθεσε ο Μέντελσον σ’ αυτή την πρώτη αναβίωση του αυτούσιου έργου, πρωτοανέβηκε η Αντιγόνη και στην Ελλάδα σε μια αρχαιοπρεπή παράσταση στο Ηρώδειο το 1867 σε μετάφραση Α.Ρ. Ραγκαβή[6]. Άλλη γνωστή στην Ελλάδα διασκευή-μετάφραση της Αντιγόνης είναι, βέβαια, κι εκείνη του Χέλντερλιν (1804), σε μια αρχαΐζουσα, μυστηριακή γλώσσα, με έμφαση στο ρυθμό, τις συνηχήσεις και τις ποιητικές εικόνες, όπου η τραγική ηρωίδα εμφανίζεται, σύμφωνα με το ρομαντικό πρόταγμα, ως θύμα της μοίρας – εξ ου και το παράδοξο[7] της διασκευής αυτής της μετάφρασης από τον ίδιο τον Μπρεχτ που τη χρησιμοποιεί στο πλαίσιο ενός αμιγώς πολιτικού θεάτρου για να καταγγείλλει τη σχέση της βίας με τη διαφθορά στα απολυταρχικά καθεστώτα (1947). Πιο γνωστή και αγαπημένη στην Ελλάδα υπήρξε, όμως, η «γαλλίδα» αντιστασιακή Αντιγόνη του Ανούιγ, που γράφτηκε το 1942, σύμβολο εξέγερσης ενάντια σε κάθε αυταρχική εξουσία. Και βέβαια, νέες Αντιγόνες δεν παύουν να γράφονται και να παίζονται διεθνώς σε συνομιλία τις περισσότερες φορές με τα πολιτικά διακυβεύματα της κάθε εποχής, με πιο πρόσφατες, απ’ όσο γνωρίζω, της Έλλης Παπακωνσταντίνου που αξιοποίησε τη συνθήκη του εγκλεισμού, λόγω lockdown, για να φέρει στο προσκήνιο το ζήτημα της κακοποίησης των γυναικών (Traces of Antigone, 2020, κείμενο Christina Ouzounidis) και του Guy Cassiers στο πρόγραμμα του φετινού Festival dAutomne (Antigone à Molenbeck, 2021, κείμενο Stefan Hertmans,), μια Αντιγόνη που διεκδικεί το δικαίωμα να θάψει τον τρομοκράτη αδελφό της.

Τι έχει άραγε να προσθέσει μια νέα γραφή της Αντιγόνης, και μάλιστα χωρίς σκηνικό προορισμό – μιας Αντιγόνης ποιητικής, ιδιωτικής, μ’ ένα σώμα που αρκείται στις λέξεις; Ίσως τίποτα – εκτός αν το ποιητικό υποκείμενο βρει τον τρόπο να κοιτάξει την αρχαία ηρωίδα από απόσταση, από την ψυχική και πρακτική απόσταση, ως ατόμων και ως πολιτών, που μας χωρίζει από αυτήν. Και αυτό συμβαίνει εδώ, κάτι που εξηγεί εν μέρει γιατί η ποιήτρια έμεινε αιχμάλωτη της Αντιγόνης για δέκα ολόκληρα χρόνια. Πώς να αντιπαρατεθείς μ’ αυτό το συμβολικό μέγεθος ως πράξη και ως ουσία; Είναι ένα ερώτημα που υπερβαίνει το αισθητικό πεδίο. Κι όμως κατά κάποιο τρόπο, ίσως μόνο το αισθητικό πεδίο, ο ίδιος ο χώρος της ποίησης μπορεί να σε βοηθήσει να αρθρώσεις το χάσμα ανάμεσα στις ιδέες και τις πράξεις, την επιθυμία και τη ματαίωση. Αυτό ακριβώς το χάσμα ζητά να αποτυπώσει η λυρική Αντιγόνη της Ευαγγελίας Ανδριτσάνου αντιπαραβάλλοντας στην ίδια την ποιητική δομή του βιβλίου τον λόγο της τραγικής ηρωίδας με εκείνον ενός φθαρμένου, κουρασμένου, αμήχανου εαυτού στον καθρέφτη.

«Τίποτα δεν κάνω. Κάθομαι σηκώνομαι, πίνω ένα ποτήρι νερό, διαβάζω σκόρπιες ειδήσεις κι έπειτα ρίχνω πασιέντζες. Το στόμα μου είναι πικρό», διαβάζουμε στο κέντρο της αριστερής σελίδας με κεφαλαία γράμματα, στην αρχή του βιβλίου. Κάτι δεν πάει καλά με το κείμενο της Κόρης αριστερά – κι αυτό εγγράφεται στην ίδια την τυπογραφία. Ενώ, στη δεξιά, με πεζά κομψότατα didot, μια άλλη φωνή, επίσης σε πρώτο πρόσωπο, σ’ ένα λόγο ανεμπόδιστο, ποταμό ασταμάτητο, που ρέει: «Η αγάπη / δεν χορταίνω την αγάπη». Όλα είναι στρωτά εδώ, μ’ αυτά τα γράμματα θα αναδιατυπωθεί το αρχαίο πρότυπο της Αντιγόνης. Σ’ αυτή την παραλληλία –κεφαλαίων και didot, ποιητικής ατέλειας και ποιητικής αυτάρκειας– θα δομηθεί η συνύπαρξη των δύο ξεχωριστών εγώ που ακούγονται στο έργο, της Κόρης και της Αντιγόνης (Μητέρας;), που άλλοτε τέμνονται κι άλλοτε συγκρούονται, όπως ακριβώς ο κόσμος του σήμερα με τον κόσμο του χθες, η πραγματικότητα με τη μυθοπλασία, οι πραγματικοί άνθρωποι με τα ηρωικά πρότυπα, η γραφή με την ανάγνωση. Ενώ στο επίπεδο της πλοκής, το έργο χωρίζεται σε τρία μέρη που χρονικά προχωρούν προς τα πίσω, από το παρόν στο παρελθόν, και ολοκληρώνονται μ’ ένα κλείσιμο που βλέπει προς το μέλλον: Πρώτο μέρος (ο εγκλεισμός) – Δεύτερο μέρος (το αμέσως πριν: ο πόλεμος, η αδελφοκτονία, η πράξη) – Τρίτο μέρος (η παιδική ηλικία και η δηλητηριώδης εμπειρία του πόθου) – Επίλογος (η συμφιλίωση, το άνοιγμα ενός νέου δρόμου).

Φυσικά, δεν επαρκεί ο χώρος εδώ για μια αναλυτική φιλολογική προσέγγιση – παρότι το έργο της Ευαγγελίας Ανδριτσάνου έχει τόσο πλούσιο δραματουργικό και ψυχαναλυτικό υπόστρωμα, που θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει κανείς υπόδειγμα ποιητικής συνομιλίας με το τραγικό έργο, αφού καταφέρνει να συμπυκνώσει όλα τα πρόσωπα και τα γεγονότα του μύθου σ’ έναν μονοπρόσωπο λόγο, με όχημα μια επεξεργασμένη γλώσσα μεστή, μελωδική, επινοητική, γεμάτη ελληνικές εικόνες και να ανασκευάσει τα σημαντικότερά του διακυβεύματα: το δυσβάσταχτο χρέος της αντίστασης στον παραλογισμό του πραγματικού, την έμφυλη διάσταση αυτού του χρέους και τον έρωτα στον πυρήνα της, μοχλό ειρήνης και καταστροφής ταυτόχρονα. Φιλτράροντάς τα όμως μέσα από τη σκοπιά της αντιπαράθεσης της σύγχρονης γυναικείας ύπαρξης με το υψηλό, μ’ εκείνο προς το οποίο τείνει ή θα ήθελε να τείνει, με το ιδανικό. Η αναφορά στην Αντιγόνη είναι εντέλει μια (άνιση) μάχη με την αδράνεια, το αίσθημα εγκλωβισμού στην αδυναμία, την αφωνία, την παθητική αποδοχή του αδιανόητου παρά την απεγνωσμένη επιθυμία να αντιδράσει. Μια μάχη ενδεχομένως με αυτό που κάποιοι άλλοι θα περίμεναν από εκείνην. Μια μάχη για να υπερβεί πρότυπα που την έχουν καθορίσει, όπως εκείνο της «μανιασμένης κι ασυγκράτητης» Μητέρας, λόγου χάριν.

Η ηρωίδα βασανίζεται από τύψεις γιατί δεν ξέρει πώς να ορθώσει το ανάστημά της στη δυστοπία, στην αποφορά του κόσμου που έρχεται σ’ αυτήν. Κι όμως είναι γυναίκα κι αυτό τη συνδέει άρρηκτα με την αρχαία ηρωίδα.

Είναι ζωντανή παρόλο τον εγκλεισμό της.

Λαχταρώ ακόμα
πεταμένη στον στεγνό μου τάφο
και θα λαχταρώ
γιατί δική μου σε κάνω επιθυμία!

Θα είμαι

και θα είμαι πάντα

γυναίκα

πάνω στη γη ανασαίνοντας
ή βαθιά μέσα
στα σωθικά της σφηνωμένη

Μια ζωντανή νεκρή στο κέντρο μιας παγερής σπηλιάς, με ισχυρό διεγερτικό την ανάμνηση της επιθυμίας, την ανάκληση του ερωτικού της εαυτού, υγρών φιλιών / με εικόνες / από κορμιά πλεγμένα (...) και χέρια καταρράκτες / λύνοντας τους αρμούς του σώματος / στο μέλι. Κι ακόμα την καταφυγή στην ποίηση, στο θέατρο στις λέξεις.

Αρνούμαι να σκεφτώ / αυτήν που ονομάζουν / μοιραία μου πράξη, λέει.

Αυτήν δηλαδή που στοιχειώνει ως Ανέφικτο την Κόρη – Αντιγόνη, η οποία συγκροτείται ως το αρνητικό της Μητέρας – Αντιγόνης σ’ έναν μονόλογο που ξετυλίγουν σπασμωδικά μια σειρά από λέξεις και φράσεις – κλειδιά. Ένα νέο, ενιαίο κείμενο γεννιέται αν τις συνδέσουμε: «τίποτα δεν κάνω» – «μυριάδες σκέψεις, προθέσεις, σχέδια» – «έρχεται ο κόσμος σ’ εμένα» – «moria kills alllife » – «αυτοκτονική φιλοδοξία» – «πώς είσαι βέβαιη πως η γυναίκα δεν υποτάσσεται ποτέ;» – «οι πολλαπλές δυνατότητες» – «μητέρα» – «οικογένεια» – «κόκκινο άλογο» (το θέατρο) – «το σώμα» – «μοιάζει με άνθρωπο: ποιος ο λόγος που υπάρχει;» - «ποιος είναι ο ένοχος;» – «δώσε τώρα εσύ τη δική σου απάντηση» – «σπίτι» – «Αντιγόνη. Ισμήνη. Αντιγόνη. Ισμήνη. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους δυο μαγνήτες δεν διαγράφουμε όλοι την ταλάντωσή μας;»

Κόρη μιας Μητέρας που τη στοιχειώνει, σαν θρόισμα, μυρωδιά, φωνή που την ένιωθε στο δέρμα πότε σαν χάδι, πότε σαν μαστίγωμα, Κόρη μιας Μητέρας που πια δεν επαρκεί, γιατί απλώς ό,τι κι αν κάνει, λόγω της δικής της ιδιοσυστασίας, δεν μπορεί να ταυτιστεί μαζί της, όπως δεν μπορεί αλλά και δεν χρειάζεται να ταυτιστεί με το πρότυπο της Αντιγόνης σε συμμετρία με τη Μητέρα, η ηρωίδα της Ευαγγελίας Ανδριτσάνου αποχαιρετά την ανάμνησή της και λήγει οριστικά την αντιπαράθεση ανάμεσα σ’ εκείνην και το γυναικείο πρότυπο. Αυτό το βιβλίο είναι η προϋπόθεση για να πάρει τον δικό της δρόμο που δεν πέρασε κανείς πριν απ’ αυτήν και να μην ξανακοιτάξει πίσω. Κι αποτελεί ίσως τη σπουδαιότερη παρακαταθήκη που μπορεί να αφήσει η συγγραφέας για τις δικές της κόρες.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1 Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα Τόμος ΣΤ΄, Τέταρτη διάσταση (1956-1972), Κέδρος, 1972.

2 Η Ηλέκτρα του Σοφοκλή είναι η παράσταση που εγκαινιάζει τη σκηνοθετική διαδρομή του Antoine Vitez στο ThéâtreMaison de la Culture de Caen το 1962. Θεμελιώνοντας τη σχέση του με το θέατρο και την αρχαία ελληνική τραγωδία, η Ηλέκτρα επανέρχεται σε νέες εκδοχές υπό το βλέμμα του μεγάλου σκηνοθέτη άλλες δύο φορές, το 1972 (Théâtre des Quartiers d'Ivry) και το 1982 (Théâtre National de Chaillot) – και οι δύο σε συνομιλία με έργα του Γιάννη Ρίτσου.
 

3 Ανδρέας Στάικος, Κλυταιμνήστρα; «Θέατρο», τχ. 57-58. Αθήνα, Μάϊος 1977.

4Φιλάν, 2009. Για το ρόλο του αρχαίου μύθου στο έργο του Δ.Δημητριάδη, βλ. ειδικότερα: Καίτη Διαμαντάκου, «Από το Théâtre de la Commune το 1968 στο Théâtre Odéon το 2010: Η διαδρομή του αρχαίου μύθου στο θεατρικό έργο του Δημήτρη Δημητριάδη», στο: Ανδρέας Δημητριάδης, Ιουλία Πιπινιά, Άννα Σταυρακοπούλου (επιμ.), Σκηνική πράξη στο μεταπολεμικό θέατρο: Συνέχεις + Ρήξεις. Πρακτικά Διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου, αφιερωμένου στον Νικηφόρο Παπανδρέου, Τμήμα Θεάτρου ΑΠΘ – Εκδόσεις ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 2014, σ. 473-484 & Βασίλης Κωστόπουλος, Η πρόσληψη του τραγικού μύθου στα αρχαιόθεμα θεατρικά έργα του Δημήτρη Δημητριάδη, (επιβλ. καθηγητής Δ. Τσατσούλη - συνεπιβλέποντες καθηγητές Στ. Τσιτσιρίδης - Κ. Αρβανίτη), Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπούδων για το Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο, Τμήμα Θεατρικών Σπουδών Παν. Πατρών, 2016. Βλ. επίσης: Δήμητρα Κονδυλάκη, Ο θεατρικός Δημήτρης Δημητριάδης. Εξερευνώντας τη δυνατότητα του αναπάντεχου, Νεφέλη, Αθήνα 2015. https://nefeli.fairead.net/dimitriadis-theatro#about

5 Αντιγόνη. Μια κόρη, μια χώρα, Εκδόσεις Άγρα 2021.

6 Για αναλυτικές πληροφορίες για την πρόσληψη αυτής της παράστασης βλ. Ιωάννα Ρεμεδιάκη, «Η πρώτη παράσταση της Αντιγόνης στην Ελλάδα και τη Γερμανία. Μεταφραστικές και άλλες σχέσεις», στο: (Επιμ. Κωνσταντζα Γεωργακάκη), Πρακτικά Β’ Πανελλήνιου Θεατρολογικού Συνεδρίου. Σχέσεις του νεοελληνικού θεάτρου με το ευρωπαϊκό. Διαδικασίες πρόσληψης στην ιστορία της ελληνικής δραματουργίας από την Αναγέννηση ως σήμερα (18-21 Απριλίου 2002), Τμήμα Θεατρικών Σπουδών ΕΚΠΑ, Εκδόσεις ERGO, Aθήνα, 2004, σσ. 155-161.
 

7 Βλ. Βάλτερ Πούχνερ, «Η μετάφραση της Αντιγόνης του Σοφοκλή από τον Frederich Hölderlin και η διασκευή της Αντιγόνης από τον Bertolt Brecht. Μια φιλολογική ανίχνευση», στο: Σύγκριση / Comparaison, τομ. 10, 1999.

ΧΡΟΝΟΣ, 15 Οκτωβρίου 2021

 

Δήμητρα Κονδυλάκη
Δρ. Συγκριτικής Λογοτεχνίας 
Δραματουργός, Επιμελήτρια

Ευαγγελία Ανδριτσάνου, Αντιγόνη. Μια κόρη, μια χώρα, Εκδόσεις Άγρα, 2021