Κριτική στην κριτική: Η περίπτωση μιας ιδεολογικής εμμονής

Νίκος Σβέρκος

Ο «Αχός της εποχής» ή τι συμβαίνει όταν ένα μυθιστόρημα χρησιμοποιείται ως μια ακόμα αφορμή για μια συλλήβδην επίθεση σε ό,τι προοδευτικό και εναλλακτικό.

Η κριτική τέχνης διέρχεται σοβαρή κρίση. Αν παλαιότερα ο βασικός κίνδυνος για την αξιοπιστία του εκάστοτε γράφοντος σε ένα πεδίο σκληρού υποκειμενισμού, ήταν οι εμπάθειες –καλλιτεχνικές και μη– μεταξύ καλλιτέχνη και κριτικού, σήμερα οι κριτικοί κάθε «ειδίκευσης» υποτάσσονται πλέον ολοένα και περισσότερο στη λογική της παρουσίασης, ανταγωνιζόμενοι ποιός θα χρησιμοποιήσει τις πιο φανταχτερές λέξεις πριν από ένα καλλιτεχνικό γεγονός. Μετά την πραγματοποίησή του, βέβαια, αυτό το γεγονός αντιμετωπίζεται σαν να μην συνέβη ποτέ. 

Φυσικά, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Ωστόσο η κυρίαρχη τάση, καθοδηγούμενη από τη δίψα για διαφημιστικό χρήμα ή ακόμα και για μια πρόσκληση ή ένα αντίτυπο, περιλαμβάνει ως βασικό συστατικό τη διατήρηση καλών σχέσεων μεταξύ του κρινόμενου και του «κριτικού». Ανταποκρινόμενοι σε αυτήν την τακτική, όσοι αναλαμβάνουν την παρουσίαση ενός βιβλίου περιορίζονται συχνά στην αναμόχλευση εγκυκλοπαιδικών γνώσεων αλιευμένων από το διαδίκτυο. Και όταν υπάρξει ανάγκη για ουσιαστική κριτική ενός βιβλίου, τότε αποκαλύπτεται η ανεπάρκεια, όχι μόνο γνώσης του αντικειμένου, αλλά σε τελική ανάλυση ενός οξυμμένου κριτηρίου κριτικής αποτίμησης. 

Αν οι αιτίες για την προβληματική κατάσταση στο χώρο της κριτικής τέχνης (και επί του προκειμένου, της κριτικής βιβλίου) περιορίζονταν απλώς στα παραπάνω, τότε οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στην «ανάλυση» και την «τσαπατσουλιά» θα ήταν πολύ πιο εμφανείς. Ωστόσο η κριτική βιβλίου τείνει συχνά να μεταφερθεί (και να υποταχθεί) στο πεδίο της μάχης θέσεων. Πολλά έντυπα έχουν στηρίξει την επιβίωσή τους στην ιδεολογική αντιπαράθεση. Από μόνο του το γεγονός αυτό δεν είναι αρνητικό, κάθε άλλο. Η διαπάλη των ιδεών είναι απολύτως αναγκαία στην εποχή των «μονόδρομων» και του “TINA” (“There Is No Alternative”). Τι συμβαίνει όμως όταν ένα μυθιστόρημα χρησιμοποιείται ως μια ακόμα αφορμή για μια συλλήβδην επίθεση σε ό, τι προοδευτικό και εναλλακτικό;

 

Η πλειονότητα όσων έχουν γραφτεί για το πιο πρόσφατο βιβλίο του Τζούλιαν Μπαρνς, Ο Αχός της Εποχής (εκδ. Μεταίχμιο, μτφ. Θωμάς Σκάσσης), αποτελούν χαρακτηριστικό αντικατοπτρισμό των παραπάνω. Το βιβλίο πραγματεύεται με τα εργαλεία μυθοπλασίας τρεις φάσεις της ζωής του σπουδαίου σοβιετικού συνθέτη Ντμίτρι Σοστακόβιτς. Το γραπτό έχει αρθρωθεί σε τρεις διαφορετικές περιόδους της ζωής του. 

Η πρώτη αφορά το 1936, την εποχή που ο Σοστακόβιτς –έχοντας δεχτεί μια τρομακτική (με την κυριολεκτική και μεταφορική έννοια του όρου) κριτική στην Πράβδα για την όπερα «Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ»– αναμένει για μερικές ημέρες στο πλατύσκαλο του διαμερίσματός του τις Αρχές να τον συλλάβουν. Η δεύτερη περιστρέφεται γύρω από μια τηλεφωνική συνομιλία του με τον Στάλιν, κατά την οποία ο μεν συνθέτης αποδέχεται να εκπροσωπήσει την πατρίδα του στις ΗΠΑ, ο δε ηγέτης αίρει εντός λίγων ωρών την απαγόρευση να παίζεται η προαναφερθείσα όπερα. Στην τρίτη, ο μεσήλικας πια Σοστακόβιτς αποδέχεται να γίνει μέλος του, υπό τον Χρουστσόφ πλέον, Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης.

 

Η μέθοδος

Ο Μπαρνς έχει χαρακτηρισθεί ως ο πιο «Ευρωπαίος» από τους Βρετανούς συγγραφείς. Η γραφή του όμως συμπεριλαμβάνει πολυάριθμα στοιχεία βρετανικής αντίληψης για την πολιτική. Ο τρόπος αφήγησης του Μπαρνς είναι, ομολογουμένως, ευρηματικός. Με τη χρήση αλλεπάλληλων αναδρομών επιχειρεί να «αποκαλύψει» τις μύχιες σκέψεις του Σοστακόβιτς σε εκείνες τις τρεις φάσεις. Να «αποκαλύψει» όλα εκείνα που ποτέ δεν δημοσιοποιούσε. Τις αναμνήσεις γύρω από τον παιδικό του έρωτα, τις ενέργειές του ως νεαρού επαναστάτη, τον τρόμο του μπροστά στην εξουσία, τα σοβαρά διλήμματα που απασχολούν κάθε καλλιτέχνη τέτοιου μεγέθους. Οι δε περιγραφές της ιδιοσυγκρασίας του συνθέτη χρησιμοποιούνται με στόχο να δικαιολογήσουν ή να ισορροπήσουν ανάμεσα στις ενδότερες σκέψεις του και τα πεπραγμένα του. Ο συγγραφέας επιχειρεί να συμβιβάσει (μερικές φορές όχι πολύ επιτυχημένα) την «τόλμη» της σκέψης με την «ατολμία» της πράξης, τη συμβατική με την καλλιτεχνική υπόσταση του σπουδαίου συνθέτη.

Ο Μπαρνς επέλεξε να γράψει αυτό το μυθιστόρημα για τον Σοστακόβιτς βασισμένος σε σημειώσεις που κρατούσε ο δημοσιογράφος Σόλομον Βολκόφ και οι οποίες δημοσιεύθηκαν μετά το θάνατο του συνθέτη. Τα απομνημονεύματα αυτά αποτελούν μια από τις πιο αμφιλεγόμενες ιστορίες στη σύγχρονη δημόσια συζήτηση της Ρωσίας. Η πιστότητά τους αμφισβητείται τόσο έντονα, που σχεδόν οι μισοί επίγονοι του Σοστακόβιτς τα κρίνουν ως απολύτως αληθή, ενώ αντίστοιχος με αυτούς αριθμός τα θεωρούν εντελώς χαλκευμένα. Και υπάρχει και μια μικρή μειοψηφία που κρατά αποστάσεις από τις δυο αυτές κατηγορίες, μιλώντας για αποσπασματικές και «κατόπιν εορτής» διηγήσεις.

Εδώ ακριβώς υπάρχει μια τέλεια παγίδα: Αρκετοί αναγνώστες μπορεί να πέσουν μέσα της, να εγκλωβιστούν και να διαβάσουν το βιβλίο του Μπαρνς σαν να επρόκειτο για μια συνέντευξη ή για ένα ιστορικό τεκμήριο. Ο συγγραφέας έχει δηλώσει με τον τρόπο του ότι κάτι τέτοιο θα ήταν ανώφελο, ενώ επιμένει να προσπαθεί να φωτίσει την δειλία του πρωταγωνιστή του, ενός απόλυτου αντι-ήρωα, που επιφυλάσσεται διαρκώς να πράξει το παραμικρό. Ορισμένοι μάλιστα φθάνουν στο σημείο να ψέξουν αυτή τη δειλία του Σοστακόβιτς ή εν μέρει να την δικαιολογήσουν με όρους παντοκρατορίας της εξουσίας. Φυσικά, ούτε λόγος για το γεγονός ότι οι καλλιτέχνες είναι κι αυτοί όντα με ανάγκες, νόηση και συναισθήματα, που ορισμένα εξ αυτών συμβαδίζουν απολύτως με όσα φέρουν οι υπόλοιποι, «κανονικοί» άνθρωποι. 

 

Η αντιμετώπιση

Ας εστιάσουμε όμως στους κριτικούς, που στην συντριπτική τους πλειοψηφία έχουν υποπέσει στο σφάλμα να αντιμετωπίσουν το βιβλίο του Τζούλιαν Μπαρνς ως ένα ιστορικό τεκμήριο. Στις κριτικές που έχουν δημοσιευθεί μέχρι τώρα στην Ελλάδα, αποκαλύπτεται γυμνή η άγνοια βασικών παραμέτρων της σοβιετικής ζωής εκείνης της περιόδου και των επιλογών του Σοστακόβιτς, ακόμα και αν αυτές όχι μόνο αναδεικνύονται από τον συγγραφέα, αλλά τονίζονται ως βασικά υλικά της διήγησής του.

Στο βιβλίο πράγματι κυριαρχεί η φιγούρα του Στάλιν. Ήταν ούτως ή άλλως κυρίαρχη η θέση του στη σύγχρονη ιστορία, ακόμα δε περισσότερο στη Σοβιετική Ένωση, την οποία διαμόρφωσε οριζόντια και κάθετα, αναδιαμορφώνοντας την παραγωγή της και εξουδετερώνοντας εκατομμύρια αντιπάλων του. Ο Στάλιν ήταν αναμφισβήτητα η δεσπόζουσα, αλλά και δεσποτική μορφή στην πατρίδα του. Και αποτέλεσμα αυτής του της θέσης ήταν η λατρεία προς το πρόσωπό του. Η οποία, μάλιστα, για λόγους πολιτικούς, διαχειριστικούς και ιστορικούς έφτασε να είναι συνώνυμη της ύπαρξης της Σοβιετικής Ένωσης.

Αυτή η κραυγαλέα και τραγική ταύτιση μεταξύ μιας κρατικής πολιτικής και διάρθρωσης με ένα μόνο πρόσωπο δημιούργησε τέρατα. Ο Στάλιν δεν αποτελούσε απλώς τον «Πατερούλη» της επαναστατικής διαδικασίας, αλλά και την αιτία για οτιδήποτε συνέβαινε. Το κράτος έγινε συνώνυμο ενός ονόματος και ενός πορτρέτου και η εικονολατρία άρχισε να λειτουργεί αντίστροφα. Σε ένα σημείο δε η πίστη στα ιδεώδη της σταλινικής εξουσίας ισοδυναμούσε με την ανάρτηση μιας καλλιτεχνικής φωτογραφίας του ηγέτη, ο οποίος πια προσλάμβανε υπερβατικά και υπερφυσικά χαρακτηριστικά. Αυτή η διαδικασία, βέβαια, δεν λειτουργούσε μόνο στη θετική τροχιά των πραγμάτων, αλλά και στην αρνητική. Σύμφωνα με τη λογική της προσωπολατρίας, για οποιοδήποτε επίτευγμα υπεύθυνος ήταν ο Στάλιν. Παράλληλα, όμως, για όλες τις δυστυχίες (και δεν ήταν λίγες) ευθυνόταν ξανά ο Στάλιν.

 

Η λειτουργία

Στο βιβλίο Ο Αχός της Εποχής αυτή η αίσθηση, καθόλα λογική με όρους μαζικής πολιτικής και προπαγάνδας στη Σοβιετική Ένωση, είναι πανταχού παρούσα. Ακόμα και όταν οι κρατικές και κομματικές δομές επιχειρούσαν να λειτουργήσουν και να επέμβουν στη ζωή και το έργο του οποιουδήποτε, άρα και του Σοστακόβιτς, αυτονόητος υπεύθυνος λογιζόταν ο Στάλιν. Το ακαλλιέργητο στελεχικό δυναμικό της εξουσίας λειτουργούσε υπό την αδιόρατη καθοδήγηση του Στάλιν. Και έφτανε σε σημείο να συναρτά το καθετί με τον Στάλιν.

Ακολουθώντας την ερμηνευτική επιλογή του Μπαρνς, ο Σοστακόβιτς καλείτο να ζήσει και να δημιουργήσει εντός αυτού του άκαμπτου –και σχιζοφρενικού– πλαισίου. Αν εξετάσει κανείς την πορεία του στο χρόνο, τα έργα του, τη σημασία τους για τη μουσική και την πατρίδα του, εύκολα θα συμπεράνει ότι ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς αποτέλεσε έναν εξαιρετικά παραγωγικό συνθέτη. Η ποσοτική και ποιοτική παραγωγικότητά του, όπως αναφέρει ο ίδιος σε τρίτο πρόσωπο στο βιβλίο, ανταμείφθηκε με μια πολυτελή «ντάτσα», μια εξοχική κατοικία δηλαδή, που προορίζονταν από το Κόμμα για τους επιφανείς σοβιετικούς, με ένα πολυτελές αυτοκίνητο με σοφέρ και με μια αναγνώριση πρωτόγνωρη, η οποία μεταφραζόταν σε ρούβλια.

Ήταν «ξεπουλημένος» ο Σοστακόβιτς; Σαφώς όχι. Η δειλία του όμως, έτσι όπως αυτή περιγράφεται περίτεχνα από τον Μπαρνς και καθώς βαρύνεται διαρκώς από έναν κατασκευασμένο «Μεγάλο Τρόμο», δεν ήταν παθητική. Ο Σοστακόβιτς δεν παρέμεινε στο περιθώριο της δημόσιας ζωής. Πρωταγωνίστησε. Κάνοντας φυσικά συμβιβασμούς, σκληρούς για την ευαισθησία αυτού του καλλιτέχνη. Και είναι πολύ πιθανό να συγκρούστηκε εντός του το υλικό συμφέρον με την πνευματική ακεραιότητα. Υπερίσχυσε, όμως, το πρώτο. Αυτός ο εκ των υστέρων αναπροσανατολισμός ή η επανερμηνεία (με τον τρόπο που περιγράφεται από τον Μπαρνς) των όσων έπραξε ο συνθέτης έχει τη σημασία της. Έχει όμως και τα όριά της. Και αυτό ακριβώς αποσκοπεί να εξετάσει ο Μπαρνς με αυτή την (αναγκαστικά) γεμάτη εικασίες καταβύθιση στο μυαλό του Σοστακόβιτς.

 

Το κλειδί

Ο σταλινισμός στο βιβλίο είναι ο καταλύτης, όχι ο πρωταγωνιστής. Και αυτό αποφεύγουν να αντιληφθούν (ή επιλέγουν να αποσιωπήσουν) πολλοί από τους «κριτικούς» που παρουσίασαν τον Αχό της Εποχής. Στάθηκαν απλώς στο αδυσώπητο κρατικό οικοδόμημα. Δεν εστίασαν στον χαρακτήρα του. Επέλεξαν να υποκύψουν στις ιδεολογικές τους εμμονές και να αναγνώσουν μόνον το κέλυφος της όλης ιστορίας. Υποτάχθηκαν στην εμμονή τους να αντιπαλέψουν ένα κατ' αυτούς ιδεολογικό «πτώμα». Και έπεσαν στην απόλυτη παγίδα που οδηγεί στο κυνήγι μιας χίμαιρας.

Οι «κριτικοί» έβαλαν, κατά το κοινώς λεγόμενο, το «κάρο μπροστά από το άλογο». Επέδειξαν ιδιαίτερη σπουδή στο να ψέξουν το σταλινικό εποικοδόμημα, ανάγοντας αυθαίρετα το ειδικό σε γενικό. Εστίασαν το ενδιαφέρον τους σε ένα πολύπλοκο σύστημα με τρόπο αφαιρετικό, προτού αναλύσουν τις αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες, τις κοινωνικές και πολιτικές παραμέτρους και το πώς αυτές επηρεάζουν έναν λαό, μια κοινωνία, έναν άνθρωπο και έναν καλλιτέχνη.

«Η ελπίδα του ήταν πως ο θάνατος θα απελευθέρωνε τη μουσική του» γράφει ο Μπαρνς. Και συνεχίζει σημειώνοντας ότι «η ιστορία θα ξεθώριαζε, μαζί της και η βιογραφία, και θα ερχόταν ίσως η μέρα που ο φασισμός και ο κομμουνισμός θα ήταν απλώς δυο όροι σε επιστημονικά βιβλία». Καταλήγει δε γράφοντας ένα μανιφέστο λίγων λέξεων: «σε τελική ανάλυση η μουσική ανήκει στη μουσική».

Ο συγγραφέας δίνει έτσι στο τέλος του βιβλίου του το κλειδί για την δική του ανάγνωση της ζωής του Σοστακόβιτς. Το μόνο που ενδιαφέρει τον Σοστακόβιτς στο τέλος είναι η μουσική. Τα ιδεολογικά σχήματα, λέει με άλλα λόγια, λίγη σημασία έχουν μπροστά στη δημιουργία. Μοιάζει με την άλλη όψη της άποψης που καταγράφει ο Αλμπέρ Καμύ στην Πανούκλα: «Τώρα ξέρω πως ο άνθρωπος είναι ικανός για μεγάλες πράξεις. Μα αν δεν είναι ικανός για ένα μεγάλο αίσθημα, τότε μου είναι αδιάφορος» συμπεραίνει ο δημοσιογράφος και άλλοτε ηττημένος μαχητής στην Ισπανία, Ραμπέρ.

 

Ο Νίκος Σβέρκος είναι πολιτικός συντάκτης στην Εφημερίδα των Συντακτών.

Νίκος Σβέρκος

Ο συνθέτης Ντμίτρι Σοστακόβιτς δεν παρέμεινε στο περιθώριο της δημόσιας ζωής. Πρωταγωνίστησε. Κάνοντας φυσικά συμβιβασμούς, σκληρούς για την ευαισθησία αυτού του καλλιτέχνη. Και είναι πολύ πιθανό να συγκρούστηκε εντός του το υλικό συμφέρον με την πνευματική ακεραιότητα. Υπερίσχυσε όμως το πρώτο. Αυτός ο εκ των υστέρων αναπροσανατολισμός ή η επανερμηνεία (με τον τρόπο που περιγράφεται από τον βρετανό συγγραφέα Τζούλιαν Μπαρνς) των όσων έπραξε ο συνθέτης, έχει τη σημασία της. Έχει όμως και τα όριά της. Και αυτό ακριβώς αποσκοπεί να εξετάσει ο Μπαρνς.

Ο σταλινισμός στο βιβλίο είναι ο καταλύτης, όχι ο πρωταγωνιστής. Και αυτό αποφεύγουν να αντιληφθούν (ή επιλέγουν να αποσιωπήσουν) πολλοί από τους «κριτικούς» που παρουσίασαν τον Αχό της Εποχής. Στάθηκαν απλώς στο αδυσώπητο κρατικό οικοδόμημα. Δεν εστίασαν στον χαρακτήρα του. Επέλεξαν να αναγνώσουν μόνον το κέλυφος της όλης ιστορίας. Υποτάχθηκαν στην εμμονή τους να αντιπαλέψουν ένα κατά τ' αυτούς ιδεολογικό «πτώμα». Και έβαλαν, κατά το κοινώς λεγόμενο, το «κάρο μπροστά από το άλογο».