Προεδρικές εκλογές και προοπτική λύσης

Χρυσόστομος Περικλέους

Ο Νίκος Αναστασιάδης επανεκλέγηκε στην προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας με ισχυρή λαϊκή εντολή να επιδιώξει λύση στη βάση του συμφωνημένου πλαισίου διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας. Εμμέσως πλην σαφώς η εντολή αυτή παραπέμπει στο πλαίσιο λύσης που ο γ.γ. των Η.Ε. είχε καταθέσει στο Κραν Μοντανά (30 Ιουνίου 2017). Αυτό τεκμαίρεται από το γεγονός ότι Αναστασιάδης και Σταύρος Μαλάς, οι δυο υποψήφιοι (με στήριξη από ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ αντίστοιχα) που πέρασαν στον δεύτερο γύρο, με αθροιστικό ποσοστό 66%, είχαν υποστηρίξει προσήλωση στην ειρηνευτική διαδικασία στη βάση αυτού του πλαισίου. Ο Νικόλας Παπαδόπουλος, υποψήφιος των κομμάτων της σκληρής γραμμής, ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ, Αλληλεγγύη, Οικολόγοι (με αθροιστικό ποσοστό στις περυσινές βουλευτικές εκλογές 35%), ο οποίος είχε εστιάσει σε μια ρητορική απόρριψης του συμφωνημένου πλαισίου λύσης, πήρε μόλις 25% και αποκλείστηκε από τον δεύτερο γύρο. Πέραν τούτου, η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών που ψήφισαν Παπαδόπουλο στον πρώτο γύρο αγνόησαν την απόλυτη θέση των ηττημένων «ούτε Μαλά ούτε Αναστασιάδη», καθότι στη λογική αυτής της θέσης και οι δύο ήταν ανάξιοι εμπιστοσύνης για τον χειρισμό του Κυπριακού, και προσήλθαν στις κάλπες και ψήφισαν ή τον ένα ή τον άλλο. Η αυξημένη κατά 2%, σε σχέση με τον πρώτο γύρο, συμμετοχή στις εκλογές και η παραμονή άκυρων και λευκών στα ίδια επίπεδα αφενός αποδεικνύει το γεγονός και αφετέρου σηματοδοτεί ένα κομβικό σημείο στην πορεία αυτονόμησης των πολιτών από τα στεγανά των κομμάτων.

Σε μια εκλογική αναμέτρηση στην οποία το Κυπριακό υπήρξε το κεντρικό θέμα αντιπαράθεσης, η ενίσχυση κατά 10% (σε σύγκριση με τις περυσινές βουλευτικές εκλογές) της εκλογικής βάσης που στηρίζει τη λύση, αποτελεί ουσιαστικά επιβράβευση της συναινετικής προσέγγισης των ηγετών των δυο μεγάλων κομμάτων, Αβέρωφ Νεοφύτου (ΔΗΣΥ) και Άντρου Κυπριανού (ΑΚΕΛ), στην προσπάθεια επίτευξης μιας συναινετικής λύσης στα όρια του εφικτού, όπως αυτά τα όρια αποτυπώνονται στο πλαίσιο Γκουτέρες. Το πλαίσιο αυτό συνιστά σημαντική κατάκτηση προς την κατεύθυνση λύσης. Πρώτον, βελτιώνει ουσιωδώς πρόνοιες του Σχεδίου Ανάν (2004) για ασφάλεια και εγγυήσεις και, δεύτερον, προτείνει λειτουργικές διεξόδους σε ακανθώδη εσωτερικά ζητήματα (εδαφικό, περιουσιακό, πολιτική ισότητα), οι οποίες διασφαλίζουν ομαλή λειτουργία ενός βιώσιμου κράτους. Συγκεκριμένα, ζητά: 

  • «ένα νέο καθεστώς ασφάλειας» που θα προνοεί «τερματισμό των μονομερών επεμβατικών δικαιωμάτων και τερματισμό της Συνθήκης Εγγυήσεων», η οποία να αντικατασταθεί από ένα «νέο πολυμερές σύστημα ασφάλειας»,
  • αποχώρηση όλων των κατοχικών στρατευμάτων, με παραμονή μόνο των αγημάτων που προνοούνταν στη Συνθήκη του 1960 –ΕΛΔΥΚ: 950 άνδρες, ΤΟΥΡΔΥΚ: 650 άνδρες (το θέμα του χρονοδιαγράμματος για αποχώρηση και αυτών των αγημάτων ή επανεξέτασης –sunset/review clause- αφήνεται να συζητηθεί σε επίπεδο πρωθυπουργών των Εγγυητριών Δυνάμεων),
  • εδαφικές αναπροσαρμογές που να ανταποκρίνονται στις ανησυχίες των Ελληνοκυπρίων, με ονομαστική αναφορά στην επιστροφή της Μόρφου,
  • προτεραιότητα στους εκτοπισθέντες ιδιοκτήτες σε περιοχές που θα υπόκεινται σε εδαφικές αναπροσαρμογές και προτεραιότητα στους χρήστες σε περιοχές που δεν θα υπόκεινται σε αναπροσαρμογή (αυτό καλύπτει ασφαλώς και Ελληνοκύπριους χρήστες τουρκοκυπριακών περιουσιών στις υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση περιοχές, οι οποίοι προφανώς θα έχουν προτεραιότητα εκεί που θα θελήσουν να τις κρατήσουν), 
  • εφαρμογή της αρχής της πολιτικής ισότητας με αποτελεσματική συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων σε όλα τα ομοσπονδιακά όργανα λήψης αποφάσεων, περιλαμβανομένων των ανεξάρτητων αρχών και οργανισμών (με μια θετική ψήφο ενός Τουρκοκυπρίου στα 9μελή συμβούλια) και εκ περιτροπής προεδρία (η οποία συνδέεται με διασταυρούμενη σταθμισμένη ψήφο),
  • «ισότιμη» (equitable) μεταχείριση Τούρκων και Ελλήνων υπηκόων σε ζητήματα εγκατάστασης, μόνιμης διαμονής και ιθαγένειας. 

Στο πλαίσιο της πολιτικής ισότητας, η «αποτελεσματική συμμετοχή» στη διακυβέρνηση, πάγιο αίτημα των Τουρκοκυπρίων, ικανοποιείται, με τις συγκλίσεις που έχουν επιτευχθεί στην εκτελεστική, τη νομοθετική και τη δικαστική εξουσία. Παρέμενε εκκρεμές το αίτημά τους για «αποτελεσματική συμμετοχή» και στα ομοσπονδιακά όργανα ανεξάρτητων αρχών και οργανισμών, τα οποία, στις συγκλίσεις που επιτεύχθηκαν, θα διοικούνται από 9μελή συμβούλια (με αναλογία 6:3). Αρνείτο όμως η ελληνοκυπριακή πλευρά να δεχθεί την αξίωση για μία θετική ψήφο ενός Τουρκοκυπρίου, υποστηρίζοντας ότι αυτό θα προκαλούσε δυσλειτουργία του κράτους μέχρι και «ακυβερνησία». Η ελληνοκυπριακή άρνηση δεν μπορούσε να πείσει τρίτους, και ειδικά τα Η.Ε. Από τη στιγμή που, στην εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία, έχουν συμφωνηθεί μηχανισμοί άρσης αδιεξόδων, μηχανισμοί που, αξιοποιώντας την ευρωπαϊκή εμπειρία, βελτιώνουν αντίστοιχες πρόνοιες και του συντάγματος του 1960 και του Σχεδίου Ανάν, θα ήταν το πιο απλό πράγμα να διευρυνθεί το πλαίσιο αρμοδιοτήτων τέτοιων μηχανισμών ώστε να καλύπτονται και οι ανεξάρτητες αρχές και οργανισμοί. Δεδομένου μάλιστα ότι εδώ θα έχουμε ζητήματα αποκλειστικά διοικητικής –άρα νομικής– φύσης, θα είναι πολύ πιο εύκολη η άρση ενδεχόμενων αδιεξόδων απ’ ό,τι σε αμιγώς πολιτικά ζητήματα στην εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία. 

Η εκ περιτροπής προεδρία, συνδεδεμένη με διασταυρούμενη σταθμισμένη ψήφο, αποτελεί απείρως καλύτερη διευθέτηση από Ελληνοκύπριο Πρόεδρο και Τουρκοκύπριο Αντιπρόεδρο που θα εκλέγονται χωριστά από την κάθε κοινότητα, όπως προνοεί το σύνταγμα του 1960. Η χωριστή εκλογή των ανώτατων αυτών αξιωματούχων, γινόμενη στη βάση εθνοτικών/κοινοτικών κριτηρίων, θα ανεβάζει στην εξουσία όποιον πλειοδοτεί για τα συμφέροντα της κοινότητάς του, ο οποίος θα νιώθει υπόλογος μόνο στη δική του κοινότητα. Αντίθετα, η από κοινού εκλογή Προέδρου και Αντιπροέδρου που θα εναλλάσσονται (40:20 μήνες) στην προεδρία, θα ανεβάζει στην εξουσία ηγέτες που, κατά τεκμήριο, θα επιδεικνύουν ευαισθησία στις προσδοκίες και ανησυχίες και της άλλης κοινότητας και, κατά συνέπεια, θα απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης μεγάλου μέρους πολιτών και της άλλης κοινότητας. Αυτό ακριβώς το στοιχείο, το οποίο συνιστά ουσιώδη βελτίωση του συντάγματος του 1960, αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο στην ομαλή λειτουργία της ομοσπονδίας.

Η τουρκική αξίωση για ισότιμη μεταχείριση Ελλήνων και Τούρκων υπηκόων από την ομοσπονδιακή Κύπρο μετά τη λύση, σε σχέση με εγκατάσταση, άδεια εργασίας και ιθαγένεια, παρουσιάστηκε από τον Πρόεδρο Αναστασιάδη μετά το Μον Πελεράν περίπου ως μια αξίωση που θα επέτρεπε ανεξέλεγκτη πλημμυρίδα Τούρκων πολιτών στην Κύπρο, με την Κύπρο να γίνεται μάλιστα και παράθυρο διέλευσης των 75 εκ. Τούρκων προς την Ευρώπη. Επειδή υπήρχε ανέκαθεν δικαιολογημένη ανησυχία των Ελληνοκυπρίων για ανεξέλεγκτη κάθοδο Τούρκων υπηκόων στην Κύπρο με στόχο την αλλαγή της δημογραφικής αναλογίας, στη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας (1960) είχε ληφθεί πρόνοια για αναλογική εγκατάσταση Ελλήνων και Τούρκων πολιτών. Παρόμοια πρόνοια υπήρχε και στο σχέδιο Ανάν, την οποία ο τότε Πρόεδρος Τάσσος Παπαδόπουλος δεν αμφισβήτησε στις επιφυλάξεις που είχε διαβιβάσει στον γ.γ. για το Σχέδιο. Μάλλον αποτελούσε ανταπόκριση σε ελληνοκυπριακό αίτημα αυτή η πρόνοια. 

Υπό το φως αυτών των δεδομένων, το Πλαίσιο Γκουτέρες, γενόμενο αμέσως αποδεκτό, όπως είχαν ζητήσει οι ηγέτες του ΔΗΣΥ και του ΑΚΕΛ, θα οδηγούσε πιθανότατα σε τελική συμφωνία. Η ολιγωρία όμως του Κύπριου Προέδρου και, όταν τελικά υπέβαλε προτάσεις που εν πολλοίς ικανοποιούσαν τα προαπαιτούμενα του πλαισίου στην εσωτερική διακυβέρνηση, η εμμονή του σε μηδέν στρατεύματα και η από μέρους του απόρριψη συμμετοχής της Τουρκίας σε οποιοδήποτε σύστημα ασφάλειας ώθησε και τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών να αποσύρει δέσμευση προς τον γ.γ. για αποδοχή των προαπαιτουμένων του Πλαισίου σε ασφάλεια και εγγυήσεις, με αποτέλεσμα την τελική κατάρρευση της πιο συγκροτημένης προσπάθειας μετά το Σχέδιο Ανάν. 

Η σαφής δέσμευση των ηγετών ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ και, παρά την κάποια σύγχυση, και του Προέδρου Αναστασιάδη, για επανέναρξη της ειρηνευτικής διαδικασίας στη βάση του Πλαισίου Γκουτέρες αποτελεί κλειδί για τη ρήξη του αδιεξόδου. Και η εντολή που δόθηκε από το 66% του πρώτου γύρου δείχνει σαφώς προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν είναι όμως εύκολο να γίνει οποιαδήποτε πρόβλεψη, καθώς η μετωπική ρήξη Ερντογάν με Ε.Ε. και ΗΠΑ και ο εθνικιστικός παροξυσμός στο εσωτερικό της Τουρκίας σε σχέση με την εισβολή στη Συρία αλλοιώνει αρνητικά για την Κύπρο τη συγκυρία του Κραν Μοντανά. 

Η ολιγωρία του Προέδρου Αναστασιάδη να αδράξει την ευκαιρία για εφικτό συμβιβασμό στο Κραν Μοντανά, με την απόλυτη εμμονή του (μαζί με τον Έλληνα ΥΠΕΞ Κοτζιά) σε μηδέν στρατεύματα - μηδέν εγγυήσεις, προκάλεσε βαθιά απογοήτευση σε όλους τους Κυπρίους, και στις δυο κοινότητες, που προσέβλεπαν στην προοπτική της επανένωσης. Αντίθετα, η κατάρρευση της διαδικασίας, με την αλληλοεπίρριψη ευθυνών που τη συνόδευσε, τροφοδότησε ακραίες εθνικιστικές τοποθετήσεις στα απορριπτικά στρατόπεδα και των δύο κοινοτήτων. Στην ελληνική κοινότητα είχαμε αναζωπύρωση της ρητορικής κατά του συμφωνημένου ομοσπονδιακού πλαισίου και επιπλέον, ενόψει των προεδρικών εκλογών, σκληρές επιθέσεις κατά Αναστασιάδη και «συνοδοιπόρων» (από το στρατόπεδο Νικόλα Παπαδόπουλου χρησιμοποιήθηκε ο όρος «ΔΗΣΑΚΕΛ») για τις προτάσεις με τις οποίες ικανοποιούσε, σε κάποιο βαθμό, προαπαιτούμενα του Πλαισίου Γκουτέρες, και τις οποίες κατάγγελλαν ως μειοδοσία. Ωστόσο, το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου αποτελεί σαφή ένδειξη ότι η μεγάλη πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων παραμένει προσηλωμένη στην προοπτική λύσης που να επανενώνει τη χώρα. 

 

Διάρρηξη του κλίματος εμπιστοσύνης

Το 2014, η τουρκική κοινότητα, μέσα σε συνθήκες που θύμιζαν την εξέγερση κατά του Ντενκτάς (2002-2004), ανέτρεψε τον εθνικιστή Έρογλου, ανεβάζοντας στη θέση του, σχεδόν από το πουθενά, με ποσοστό 60%, τον Μουσταφά Ακιντζί, έναν πολιτικό που είχε στηρίξει τόσο την προοπτική μιας συναινετικής λύσης όσο και την απεξάρτηση από την κηδεμονία της Τουρκίας. Μέσα σε κλίμα ευφορίας και στις δυο κοινότητες, άρχισαν εντατικές διαπραγματεύσεις οι οποίες, μέσα σε 20 μήνες έφεραν τη λύση τόσο κοντά όσο ποτέ πριν. Η υπονομευτική στην προοπτική της λύσης παρεμβολή Κοτζιά στο Μον Πελεράν (Νοέμβρης 2016) στη γραμμή «μηδέν στρατεύματα, μηδέν εγγυήσεις» και, στη συνέχεια, η αρνητική τροπή που πήραν οι εξελίξεις, με την –εκ του μη όντος– απόφαση της κυπριακής Βουλής για εορτασμό του ενωτικού δημοψηφίσματος του 1950 (Μάρτης 2017) και την ανεξήγητη στάση Αναστασιάδη, διέρρηξαν τόσο την προσωπική χημεία ανάμεσα στους δύο ηγέτες όσο και το κλίμα εμπιστοσύνης ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Η κατάρρευση στο Κραν Μοντανά (Ιούλιος 2017) ράγισε το γυαλί της εμπιστοσύνης της τουρκικής προς την ελληνική κοινότητα. 

Παραθέτω από σχετικό άρθρο του Kemal Baykallı, βοηθού γ.γ. του Τουρκοκυπριακού Εμπορικού Επιμελητηρίου και ακτιβιστή στο κίνημα «Επανένωση της Κύπρου Τώρα» (το άρθρο ανάρτησε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ο Erdem Erginel, τις 9 Ιανουαρίου 2018): 

«Κατά την μετά το 1974 περίοδο, τα δυο κύρια ζητήματα στην πολιτική ατζέντα στη βόρεια Κύπρο είναι το Κυπριακό και η προσφορά θέσεων και μισθών που πληρώνονται κυρίως από την Τουρκία. Η Αριστερά παίρνει ψήφους όταν υπάρχει προοπτική επίλυσης του Κυπριακού και η Δεξιά με τη δυνατότητα που έχει να μοιράζει μισθούς και άλλα ωφελήματα μέσω Τουρκίας. [...] Η αποτυχία στο Κραν Μοντανά στέρησε τα αριστερά κόμματα από το βασικό όπλο τους, την προοπτική λύσης. Πολλοί Τουρκοκύπριοι πιστεύουν πως οι Ελληνοκύπριοι δεν θα ικανοποιηθούν ποτέ στο Κυπριακό. Άκουσα ταλαντευόμενο ψηφοφόρο να μου λέει: “Κλωτσήσαμε έναν πανίσχυρο Ντενκτάς από τη θέση του, δεχθήκαμε το Σχέδιο Ανάν, βγάλαμε τον Ακιντζί στη θέση του Έρογλου, κάναμε υποχωρήσεις στο θέμα των εγγυήσεων –αυτοί θέλουν κι άλλα. Δεν θέλουν λύση, δεν θέλουν να μοιραστούν μαζί μας τη διακυβέρνηση της χώρας”.» 

Στο ίδιο γενικό συμπέρασμα καταλήγει «κοινωνιοψυχολογική έρευνα» που διενήργησαν σε ευρύ αντιπροσωπευτικό δείγμα της τουρκοκυπριακής κοινότητας οι Χάρης Ψάλτης και Huseyin Cakal, καθηγητές στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και στο Πανεπιστήμιο Keele αντίστοιχα. Τα αποσπάσματα που παρατίθενται πιο κάτω είναι αρκούντως ενδεικτικά του πολιτικού κλίματος μέσα στο οποίο πραγματοποιήθηκαν οι τουρκοκυπριακές εκλογές της 7ης Ιανουαρίου 2018 καθώς και της πιθανής στάσης των Τουρκοκυπρίων σε ενδεχόμενη συναινετική λύση. 

«Η κυρίαρχη άποψη της Τ/Κ κοινωνίας φαίνεται να είναι ότι η πλειοψηφία της Ε/Κ κοινότητας και η ηγεσία της δεν ήταν έτοιμη πρώτιστα να μοιραστεί την εξουσία με τους Τ/Κ και επίσης να ανταποκριθεί στις σημαντικότατες υποχωρήσεις που ήταν έτοιμος να κάνει ο Τ/Κ ηγέτης Μ. Ακιντζί που αφορούσαν κρίσιμα ζητήματα ασφάλειας της Τ/Κ κοινότητας (εγγυήσεις και αποχώρηση τουρκικού στρατού) επιμένοντας στη λογική “μηδέν στρατός, μηδέν εγγυήσεις”. […] Έχει όντως παρατηρηθεί στο παρελθόν ότι, σε περιόδους στασιμότητας ή απουσίας προοπτικής επίλυσης του προβλήματος, ενδυναμώνονται τα Τ/Κ δεξιά κόμματα που εναντιώνονται στη συμβίωση των δύο κοινοτήτων. Αυτή η ευμεταβλητότητα στήριξης συγκεκριμένων κομμάτων προφανώς υπονοεί ότι, αν ξαναδημιουργηθεί σύντομα προοπτική επίλυσης του Κυπριακού, η ισορροπία δυνάμεων στα διάφορα κόμματα μπορεί να αλλάξει. Σε αυτό συνηγορεί και το γεγονός ότι σύμφωνα με παρόμοιες κοινωνιοψυχολογικές έρευνες που έγιναν το 2007 και 2010 (σε ανάλογες περιόδους στασιμότητας του Κυπριακού) η ετοιμότητα των Τ/Κ για λύση του Κυπριακού στη βάση ΔΔΟ, και η ποιότητα των σχέσεών τους με την Ε/Κ κοινότητα έχει σταδιακά αυξηθεί.»

 

Άγνωστος «Χ» η στάση Ερντογάν

Ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος Αναστασιάδης, καθώς και ο αποτυχών υποψήφιος Σταύρος Μαλάς και οι ηγέτες των κομμάτων που τους στήριξαν, Αβέρωφ Νεοφύτου και Άντρος Κυπριανού, δήλωσαν ετοιμότητα να ανταποκριθούν θετικά σε ενδεχόμενη νέα πρωτοβουλία για επανέναρξη της ειρηνευτικής διαδικασίας. Ωστόσο παραμένει άγνωστος «Χ», στην παρούσα συγκυρία, η στάση που θα τηρήσει η Τουρκία σε μια τέτοια προσπάθεια. Η πολιτική ρευστότητα που δημιουργεί η τουρκική εισβολή στη Συρία και η περιπλοκότητα των προβλημάτων στην περιοχή θέτουν το Κυπριακό στο περιθώριο των προτεραιοτήτων τόσο της Τουρκίας όσο και της διεθνούς κοινότητας. Είναι πολλοί εδώ στην Κύπρο που, κρίνοντας από τον αυξανόμενο αυταρχισμό του Ερντογάν στο εσωτερικό της Τουρκίας, θεωρούν αδύνατο να προσέλθει με διάθεση συμβιβασμού σε μια νέα διαπραγμάτευση. Δεν είναι όμως νέο στοιχείο ο αυταρχισμός του Ερντογάν, ούτε αποτελεί, στην εκτίμηση του γράφοντος, καθοριστικό παράγοντα στην αντιμετώπιση του Κυπριακού. Αν το 2004 αποτελούσε για τον Ερντογάν ισχυρό κίνητρο προς την κατεύθυνση λύσης η διασφάλιση της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας, σήμερα ισχυρό κίνητρο προς αυτή την κατεύθυνση είναι η προοπτική, μέσα από μια συναινετική λύση του Κυπριακού, να καταστήσει τη χώρα του βασικό κόμβο στο δίκτυο αγωγών φυσικού αερίου από τη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου προς την Ευρώπη, συν την ικανοποίηση εσωτερικών αναγκών της χώρας και άμβλυνση της εξάρτησης από τη Ρωσία. Η ετοιμότητα που επέδειξε ο Ερντογάν στο Κραν Μοντανά για ένα νέο σύστημα ασφάλειας, στη θέση των συνθηκών του 1960, το οποίο καταργούσε το δικαίωμα μονομερούς επέμβασης και προνοούσε απομάκρυνση των κατοχικών στρατευμάτων, υπό την αίρεση ικανοποίησης των προαπαιτουμένων στο Πλαίσιο Γκουτέρες για την εσωτερική διακυβέρνηση, έδειχνε την από μέρους του επίγνωση των τεράστιων οικονομικών συμφερόντων που διακυβεύονταν στη λύση του Κυπριακού. Τα συμφέροντα παραμένουν, αλλάζουν όμως οι συσχετισμοί και οι προτεραιότητες. Πέρα από το ότι ο τούρκος Πρόεδρος αιχμαλωτίζεται από τον εθνικισμό που ο ίδιος προκαλεί μέσα στον τουρκικό λαό με την πολιτική του σε Συρία και Ιράκ, θα αρχίσει να μπαίνει στην ατζέντα του και το ζήτημα των προεδρικών εκλογών στην Τουρκία τον Μάη του επόμενου χρόνου. Οπότε, λαμβανομένων υπόψη των απόλυτα ακραίων θέσεων των πολιτικών του αντιπάλων, είναι δύσκολο να γίνει ασφαλής πρόβλεψη για συναινετική προσέγγιση Ερντογάν σε μια νέα προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού. 

Στο βαθμό που ευσταθούν οι πιο πάνω εκτιμήσεις, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης έχει πολύ στενά χρονικά περιθώρια για να επιτύχει ένα βιώσιμο συμβιβασμό στη βάση του Πλαισίου Γκουτέρες. Η μαξιμαλιστική προσέγγιση που επέδειξε στο Κραν Μοντανά ή, αν μπορεί να λεχθεί αλλιώς, η ολιγωρία που επέδειξε στο να αρπάξει την ευκαιρία που του πρόσφερε ο γ.γ. των Η.Ε. στη συνάντηση που είχε μαζί του λίγο πριν το δραματικό δείπνο της κατάρρευσης, θα πρέπει να δώσουν τη θέση τους στον πραγματιστή ηγέτη που μπορεί να παίρνει δύσκολες αποφάσεις και να αναλαμβάνει την ευθύνη. Η λαϊκή εντολή είναι σαφής. Δεν έχει παρά να εξαντλήσει όλες τις δυνατότητες που παρέχει η διπλωματία και να προχωρήσει γρήγορα και αποφασιστικά προς την κατεύθυνση μιας συναινετικής λύσης που να τερματίζει την κατοχή και να επανενώνει την Κύπρο. 

(πρώτη δημοσίευση: ΧΡΟΝΟΣ, 5 Φεβρουαρίου 2018)

ΧΡΟΝΟΣ #58, 5 Φεβρουαρίου 2018

 Ο Χρυσόστομος Περικλέους σπούδασε παιδαγωγικά στην Παιδαγωγική Ακαδημία Κύπρου και στο Πανεπιστήμιο του Έξετερ, και Ιστορία και Ελληνική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Εργάστηκε ως εκπαιδευτικός. Δημοσίευσε πλήθος άρθρων, αναλύσεων και ερευνητικών εργασιών για το Κυπριακό και την Τουρκία, καθώς και ιδεολογικά κείμενα αναφορικά με την ευρύτερη Αριστερά.

Εξέδωσε δύο βιβλία για το Κυπριακό: Σχέδια Λύσης 1948-1978 (1986) και Το Δημοψήφισμα του 2004 (2007). Εξέδωσε επίσης τρεις ποιητικές συλλογές: Ενδοχώρα (2007), Από Κτίσεως (2009), και Επιστροφή στον Ήλιο (2013). Το 2008 επιμελήθηκε ειδική έκδοση της αθηναϊκής επιθεώρησης «Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική» για το Κυπριακό με τίτλο: Η Κύπρος σε τροχιά επανένωσης. Το 2010 επιμελήθηκε ειδικό τόμο για τα 50χρονα της Κυπριακής Δημοκρατίας με τίτλο Κυπριακή Δημοκρατία 50 χρόνια. Επώδυνη πορεία.