Εικόνας απουσία

Ηρακλής Παπαϊωάννου

Ο ΑΦΡΟΣ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΩΝ ΗΜΕΡΩΝ #65

Τον 19ο αιώνα η φωτογραφία χρησιμοποιήθηκε, μεταξύ άλλων, με ζήλο για να απεικονίζει αυτούς που έφευγαν από τη ζωή. Σε μια εποχή ακόμη που οι περισσότεροι δεν διέθεταν εικόνες του εαυτού τους, ήταν η ύστατη ευκαιρία να απαθανατιστεί η μορφή τους, να επιμηκυνθεί αόριστα η παρουσία τους μέσα από τη χάρτινη αθανασία. Φωτογραφικές επιχειρήσεις προς πώληση διαφήμιζαν πως έβγαζαν τα έξοδά τους «μόνο από τις φωτογραφίες νεκρών». Συχνά μάλιστα, οι φωτογραφίες αυτές οργανώνονταν σε ομαδικά πορτραίτα στα οποία ζωντανοί συγγενείς, φίλοι, συγχωριανοί περιέβαλλαν τον νεκρό σ’ ένα είδος βωβού, σκηνοθετημένου αποχαιρετισμού. Κύλησε πολύς χρόνος, οι φωτογραφίες που ο καθένας είχε στην κατοχή του από στιγμές και ηλικίες της ζωής του έγιναν τόσο πολλές που η ανάγκη φωτογράφησης ενός νεκρού ουσιαστικά ακυρώθηκε, έφτασε ίσως αργότερα να θεωρείται ακόμη και ασέβεια. Η σχέση φωτογραφίας και θανάτου, όμως, αναζωπυρώνεται με άλλη, απρόσμενη αιτία. Η φωτογραφία δεν καταχωρεί πλέον ληξιαρχικά το πορτραίτο του θανάτου, τον προκαλεί η ίδια, σύμφωνα με μερικές από τις πιο ακραίες εκδοχές των selfie. 

Η παρόρμηση για μια ριψοκίνδυνη selfie από το χείλος του γκρεμού ή την ταράτσα ενός ουρανοξύστη, η πόζα στις γραμμές των τραίνων ή δίπλα σε άγρια ζώα, το κρέμασμα από κάποιο μνημείο και οι κάθε λογής συνθήκες που μπορούν ενδεχομένως να αιχμαλωτίσουν την προσοχή ενός κορεσμένου αλλά ακόμη διψασμένου για νέες εικόνες κοινού, έχει οδηγήσει συχνά σε παράτολμες επιλογές και τραγικά ατυχήματα. Αν τα περισσότερα πράγματα όμως στη ζωή περνούν πλέον μέσα από το φίλτρο της εικόνας, πώς θα μπορούσε να απουσιάζει ο θάνατος; Η τεχνική εικόνα, άλλωστε —μας δίδαξαν με μαεστρία σπουδαίοι σκηνοθέτες όπως οι Άλφρεντ Χίτσκοκ, Μάικ Πάουελ, Μικελάντζελο Αντονιόνι, Πέδρο Αλμοδόβαρ—, πάντα έκρυβε δυνητικά κινδύνους, όχι μόνο απολαύσεις.

Είναι ίσως παράδοξο, αλλά σε μια εποχή που απαιτούνται πραγματικές θυσίες για να αλλάξει κοίτη το απειλητικό ποτάμι, τα ρίσκα μοιάζει να παίρνονται για λόγους αδιάφορους: για να υπάρξει κάποιος σε μια εικόνα, για να κατοχυρώσει μια εφήμερα δημοφιλή ατομικότητα. Ενώ σε πολλές κοινωνίες συρρικνώνονται τα όρια της πραγματικής ζωής, διευρύνονται συγχρόνως ανώδυνα εκείνα της εικονικής. Την εποχή της πληθωρικής δημοκρατίας του αντίχειρα και ενώ το καθημερινό μενού είναι για όλο και περισσότερους ασκητικά λιτό, η εικόνα ανταμείβει με ζωηρότητα, πολυχρωμία, με φαντασιακές προτάσεις για μια άλλη ζωή. 

Πέρα, βέβαια, από το αδιαμφισβήτητα τραγικό και άδικο όλων αυτών των θανάτων, οι selfie είναι εμποτισμένες με μια πικρή ειρωνεία, καθώς κατάφεραν να νικήσουν στην πράξη κάποιες δεκαετίες θεωρίας. Η selfie αποδεικνύει έμμεσα την βαθιά ακόμη ανάγκη των ανθρώπων να βλέπουν την εικόνα ως τεκμήριο, ως υπαρξιακή επιβεβαίωση: κοιτάξτε πού ήμουν, πώς υπήρξα, πώς ένιωθα, τι έκανα — και να φτάσουν ακόμη και να κινδυνεύουν γι’ αυτή την επιβεβαίωση. Ο μεταμοντέρνος σχετικισμός, η δραστική αμφισβήτηση της σχέσης της φωτογραφίας με την πραγματικότητα, πήγαν ως ένα βαθμό περίπατο μέσα από την πλημμυρίδα των κοινωνικών δικτύων. Και ενώ οι selfie συνιστούν, έστω ακούσια, μια εικονική απόδειξη της ύπαρξης, εκείνες που προκαλούν τον θάνατο συνήθως δεν προλαβαίνουν καν να τραβηχτούν. Ίσως ο θάνατος δεν εξαντλείται πλέον μόνο στην απουσία της ζωής, αλλά και σε εκείνη της εικόνας. 

Ο Ηρακλής Παπαϊωάννου (Θεσσαλονίκη, 1962), σπούδασε Φυσική στο Α.Π.Θ., έκανε μεταπτυχιακό στη φωτογραφία στο New York University και διδακτορικό στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Α.Π.Θ. Από το 1999 εργάζεται στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης και από το 2016 είναι διευθυντής του. Το διάστημα 1993-2006 υπήρξε οργανωτικό στέλεχος του ετήσιου διεθνούς φεστιβάλ φωτογραφίας Photosynkyria. Δημοσίευσε μεγάλο αριθμό κειμένων και δοκιμίων για τη φωτογραφία, ενώ επιμελήθηκε πολλές φωτογραφικές εκθέσεις και εκδόσεις. Έχει μεταφράσει έργα των Susan Sontag, Ian Jeffrey και Villem Flusser για τη φωτογραφία στα ελληνικά. Έχει εκδώσει τα έργα Οι φωτογραφίες Marlboro και η χλιαρή Άγρια Δύση (Άγρα, 2009) και Η φωτογραφία του ελληνικού τοπίου (Άγρα, 2015). Επίσης, επιμελήθηκε τον συλλογικό τόμο Η ελληνική φωτογραφία και η φωτογραφία στην Ελλάδα. Μια ανθολογία κειμένων (Νεφέλη, 2013) και την έκδοση Μανόλης Αναγνωστάκης, 12 ποιήματα / φωτογραφίες (fairead/oxymoron, 2015).

Ηρακλής Παπαϊωάννου