Χάρτου ανακύκλωση

Ηρακλής Παπαϊωάννου

Ο ΑΦΡΟΣ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΩΝ ΗΜΕΡΩΝ #52

Σε μια εποχή που πλέον φαντάζει μακρινή χωρίς αναγκαστικά να είναι, οι φωτογράφοι τύπωναν οι ίδιοι τα έργα τους, ενίοτε με μια χειρωνακτική δεξιότητα που τους προσέδιδε ιδιαίτερο ύφος και χαρακτήρα. Σήμερα, περίοδο που τα φωτογραφικά έργα έχουν ανεβεί τα σκαλιά μεγάλων μουσείων και κάποια μπήκαν με αξιώσεις στο χρηματιστήριο της τέχνης, οι εκτυπώσεις παράγονται πλέον από εξειδικευμένα εργαστήρια, σαν γραμμή παραγωγής με εναλλασσόμενο ρεπερτόριο, μειώνοντας δραστικά τα περιθώρια μιας εκτύπωσης που φέρει προσωπική σφραγίδα. Η φωτογραφία, άλλωστε, εξαρτήθηκε νωρίς από τα γρανάζια της βιομηχανίας, που σταδιακά έπιασε στα δίχτυα της κάθε είδος και αγαθό. Παράλληλα, οι φωτογραφικές εκθέσεις αυξήθηκαν εκθετικά σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου και τα σχετικά φεστιβάλ πλήθυναν γοργά, μια μεγέθυνση που σκόνταφτε στο κόστος που προϋπέθετε η ασφαλής μεταφορά. Συχνά επινοήθηκε μια νέα λύση: η αποστολή ψηφιακών αρχείων, η εκτύπωση σε τοπικά εργαστήρια (παρά τον δικαιολογημένο δισταγμό φωτογράφων από τα μητροπολιτικά κέντρα για την ποιότητα της εκτύπωσης στην περιφέρεια) και η καταστροφή των έργων μετά το πέρας της έκθεσης. Η όψιμη εισαγωγή της φωτογραφίας στο επίσημο μουσειακό στερέωμα, θεμελιωμένο στη διαχρονία της διατήρησης, διασταυρώνονταν εδώ με την διαχείρισή της ως έργου δυνητικά αναλώσιμου. Η ίδια εκτύπωση μπορούσε ταυτόχρονα να διαθέτει εμπορική αξία και να συνιστά έργο μιας χρήσης, χάρη στη δυνατότητα της φωτογραφίας να αναπαράγεται επ’ άπειρον σε εξίσου ποιοτικά αντίτυπα. 

Εδώ αναδύεται ίσως μια αντίφαση στην αυλή του σύγχρονου καπιταλισμού, ανάμεσα στον ατέρμονο πολλαπλασιασμό της δημόσιας έκθεσης φωτογραφιών και, από την άλλη, στην ιδιαίτερα εκλεκτική ανάδειξη σπάνιων και πολύτιμων έργων. Πρόκειται όμως για πραγματική αντίφαση ή για δύο συμπληρωματικές αγορές; Η «υψηλή» αγορά μπορεί να καθαγιάζει μια μειοψηφία έργων ως μοναδικά αριστουργήματα και να επενδύει στην, συχνά αυθαίρετη, προστιθέμενη αξία τους. Συγχρόνως, στη «χαμηλή» αγορά ένας τεράστιος κύκλος καλλιτεχνικών γεγονότων, με τις αντίστοιχες υπηρεσίες και αγαθά, κλιμακώνεται με βάση μια σταθερά αυξανόμενη, αυτοτροφοδοτούμενη σχεδόν, ζήτηση εκθέσεων και φεστιβάλ. Η συλλογική συνείδηση βέβαια επηρεάζεται πλέον βαθύτερα από εικόνες κάθε λογής που διακινούνται άυλα και ελεύθερα στο διαδίκτυο, παρά από έργα με πνευματικά προαπαιτούμενα, που εκτυπώνονται ενδεχομένως με προσωπική σφραγίδα. 

Η ταινία Blue Velvet του David Lynch ξεκινά με μια απότομη βουτιά από τον ξέγνοιαστο κόσμο του φωτός στο υποχθόνιο, σκοτεινό έρεβος. Κάτι ανάλογο συμβαίνει με ένα κλάσμα της σύγχρονης φωτογραφίας: η λαμπερή εκθεσιακή παρουσία εναλλάσσεται ενίοτε, μόλις σβήσουν τα φώτα, με μια αθόρυβη διαδικασία ανακύκλωσης χάρτου. Η καταστροφή ενός έργου, βέβαια, έστω και αναπαραγόμενου, προϋποθέτει να προσπεράσει κανείς την αισθητική του αρτιότητα, τον εννοιακό του πυρήνα και να το αντιμετωπίσει ψυχρά σαν τεχνικό ζήτημα. Η φωτογραφία μάς έφερε επανειλημμένα αντιμέτωπους με ιδιαίτερα διλήμματα, καθώς δεν συνιστά αμιγώς καλλιτεχνική δραστηριότητα, αλλά εκλαμβάνεται εναλλακτικά ως μαζικό μέσο, φορέας ιδεολογίας, κοινωνική πρακτική, κρίκος σε μια βιομηχανική αλυσίδα και ταυτόχρονα μοχλός δυναμικής προώθησής της. Μέρος της πραγματικής της αξίας, όχι της αγοραίας, υπήρξε πάντα η πλαστικότητα με την οποία ολίσθαινε από εφαρμογή σε εφαρμογή, από το αλώνι στο σαλόνι, από την πολυτιμότητα στην αναλωσιμότητα, από το προσωπικό στο δημόσιο, αρνούμενη πεισματικά να περιοριστεί σε συγκεκριμένα κανάλια ή τρόπο πρόσληψης, διαμορφώνοντας καίρια πολιτισμικά παράδοξα.

Ο Ηρακλής Παπαϊωάννου (Θεσσαλονίκη, 1962), σπούδασε Φυσική στο Α.Π.Θ., έκανε μεταπτυχιακό στη φωτογραφία στο New York University και διδακτορικό στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Α.Π.Θ. Από το 1999 εργάζεται στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης και από το 2016 είναι διευθυντής του. Το διάστημα 1993-2006 υπήρξε οργανωτικό στέλεχος του ετήσιου διεθνούς φεστιβάλ φωτογραφίας Photosynkyria. Δημοσίευσε μεγάλο αριθμό κειμένων και δοκιμίων για τη φωτογραφία, ενώ επιμελήθηκε πολλές φωτογραφικές εκθέσεις και εκδόσεις. Έχει μεταφράσει έργα των Susan Sontag, Ian Jeffrey και Villem Flusser για τη φωτογραφία στα ελληνικά. Έχει εκδώσει τα έργα Οι φωτογραφίες Marlboro και η χλιαρή Άγρια Δύση (Άγρα, 2009) και Η φωτογραφία του ελληνικού τοπίου (Άγρα, 2015). Επίσης, επιμελήθηκε τον συλλογικό τόμο Η ελληνική φωτογραφία και η φωτογραφία στην Ελλάδα. Μια ανθολογία κειμένων (Νεφέλη, 2013) και την έκδοση Μανόλης Αναγνωστάκης, 12 ποιήματα / φωτογραφίες (fairead/oxymoron, 2015).

Ηρακλής Παπαϊωάννου