Μεταχειρισμένοι κόσμοι

Ηρακλής Παπαϊωάννου

Ο ΑΦΡΟΣ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΩΝ ΗΜΕΡΩΝ #41

Τα τελευταία χρόνια οι φωτογράφοι καταγράφουν με ιδιαίτερη επιμέλεια χώρους και τόπους εγκαταλελειμμένους: βιομηχανικούς, αστικούς, ιδιωτικούς, συλλογικούς, μεταχειρισμένους, που παραμένουν πλέον έρημοι σαν άδειο κέλυφος, σαν κάτι δυσοίωνο να πέρασε από πάνω τους και τους απονέκρωσε. Ή σαν οι άνθρωποι ξαφνικά να τους εγκατέλειψαν για έναν άλλο τόπο, αφήνοντάς τους φορτωμένους με φθορές και μνήμες, ίσως και φθαρμένες μνήμες. Γιατί οι φωτογράφοι καταγράφουν τόσο επίμονα χώρους και εγκαταστάσεις κάθε λογής παρατημένους, παρακμιακές πόλεις, τοπία δυστοπικά, ξεκοιλιασμένα; 

Ίσως γιατί ενώ οι «ανεπτυγμένες» κοινωνίες ολισθαίνουν σταθερά από την κυριαρχία του πρωτογενή αγροτικού τομέα και του δευτερογενή βιομηχανικού σ’ εκείνη του τριτογενή της παροχής υπηρεσιών, μια ατελείωτη αλυσίδα θεσμικών και ιδιωτικών υποδομών μένει να χάσκει, σε όλες τις βιομηχανικές χώρες, σαν νέα ερείπια ενός αόρατου πολέμου, που αφήνονται στην αγκαλιά του χρόνου. Σ’ αυτά προστίθενται όλοι οι χώροι και τόποι που αποτελούν θύματα όχι αλλαγής φάσης αλλά εσωτερικής τριβής του καπιταλισμού. Κάπως έτσι, υποδεχτήκαμε το ruin porn και την αισθητικοποίηση των ερειπίων, όχι πλέον ως φθαρμένα αριστουργήματα αλλά ως ακατάστατα απομεινάρια.

Δεύτερον, οι φωτογραφίες αυτές αναδίδουν, ασυνείδητα έστω, μια εσχατολογική λογική, τον κρυμμένο φόβο ότι καθώς το περιβάλλον υποβαθμίζεται διαρκώς, η υπερθέρμανση του πλανήτη κλιμακώνεται, οι φυσικοί πόροι εκλείπουν και τα αφανιζόμενα είδη πληθαίνουν, ένας κίνδυνος κατάρρευσης ελλοχεύει, απειλώντας να δώσει τέλος στον πολιτισμό και στον πλανήτη, όπως τουλάχιστον τον γνωρίζουμε. 

Τρίτον, η απεικόνιση μικρόκοσμων που έχουν ξεμείνει εκτός χρήσης, υποδηλώνει έμμεσα μια αίσθηση κενού, έλλειψης προσανατολισμού, καθώς τα κοινωνικά συστήματα (αυτά τουλάχιστον που υποστηρίχθηκαν φανερά) απέτυχαν ή υπονομεύτηκαν αποτελεσματικά. Οι φωτογραφίες αυτές, μέσα στην παράξενη τραγικότητά τους, επισημαίνουν δυνητικά την πιθανότητα πρόκλησης μιας μαζικής κλίμακας καταστροφής, δυνατής ίσως περισσότερο από ποτέ άλλοτε.

Τέταρτον, όλες οι εικόνες ενός τέλους που γράφεται με πλήθος διαφορετικών τρόπων συνιστούν μια, συνειδητή ή ασυνείδητη, αντίθεση προς την ατσαλάκωτη γυαλάδα του κόσμου της διαφήμισης, τη φαινομενική απόλυτη τάξη του οργανωμένου καταναλωτισμού, του μαζικού τουρισμού, την εμπορευματοποίηση κάθε έκφανσης σχεδόν του σύγχρονου πολιτισμού. Όταν όλα στον αστερισμό της γενικευμένης διαφήμισης μοιάζουν να χαμογελούν αισιόδοξα, να υπόσχονται διαρκή ευημερία, να εκπέμπουν υγεία, ομορφιά, πλούτο και καλοζωία, υπάρχει κίνητρο να υπαινιχθεί κανείς το βάναυσο ωφελιμισμό, το σκληρό ανταγωνισμό, την προσωπική ή συλλογική αποτυχία η σκιά της οποίας μακραίνει διαρκώς. Όσο πιο εκτυφλωτικά φωτεινή η επιφάνεια, τόσο βαθύτερο το σκοτάδι από κάτω.

Κατά μια έννοια, οι φωτογράφοι συνιστούν ευαίσθητη κεραία των εποχών και των γεγονότων, συχνά ημισυνειδητή και ίσως τότε ακόμη βαθύτερη. Αν υπάρχει κάτι ελεγειακό στην αναπαράσταση αυτή του κόσμου, που επιβεβαιώνει επίσης την ανυποχώρητη δύναμη και διαρκή θεματική μετάλλαξη του ντοκουμέντου, είναι γιατί αντιστοιχεί σε συναισθήματα κλειδωμένα, μια πνιγμένη κραυγή που αναζητά διέξοδο, μια νόηση συγχυσμένη που φλερτάρει με το έρεβος μέσα από τη σκηνοθεσία του αλλόκοτου. Είναι ίσως τρομακτικό, αλλά οι εικόνες αυτές διαθέτουν την ισχυρή γοητεία ενός ωμού τέλους που παραμονεύει υπομονετικά και αδυσώπητα, αντηχώντας τις μεγάλες ανατροπές του ανθρώπινου πολιτισμού που έφτασαν στα αυτιά μας ως βοή μέσα από άλλα, θελκτικότερα ερείπια. Αν οι εικόνες αυτές, λοιπόν, λειτουργούν ως σειρήνες σαγηνευτικές, ίσως παράλληλα και αντίστροφα να παγώνουν τη δυνατότητα αυτενέργειας, απόπειρας αντιστροφής του δυνητικά επερχόμενου.

Ο Ηρακλής Παπαϊωάννου (Θεσσαλονίκη, 1962), σπούδασε Φυσική στο Α.Π.Θ., έκανε μεταπτυχιακό στη φωτογραφία στο New York University και διδακτορικό στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Α.Π.Θ. Από το 1999 εργάζεται στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης και από τον Ιανουάριο του 2016 είναι διευθυντής του. Το διάστημα 1993-2006 υπήρξε οργανωτικό στέλεχος του ετήσιου διεθνούς φεστιβάλ φωτογραφίας Photosynkyria. Δημοσίευσε μεγάλο αριθμό κειμένων και δοκιμίων για τη φωτογραφία, ενώ επιμελήθηκε πολλές φωτογραφικές εκθέσεις και εκδόσεις. Έχει μεταφράσει έργα των Susan Sontag, Ian Jeffrey και Villem Flusser για τη φωτογραφία στα ελληνικά. Έχει εκδώσει τα έργα Οι φωτογραφίες Marlboro και η χλιαρή Άγρια Δύση(Άγρα, 2009) και Η φωτογραφία του ελληνικού τοπίου (Άγρα, 2015). Επίσης, επιμελήθηκε τον συλλογικό τόμο Η ελληνική φωτογραφία και η φωτογραφία στην Ελλάδα. Μια ανθολογία κειμένων (Νεφέλη, 2013) και την έκδοση Μανώλης Αναγνωστάκης, 12 ποιήματα / φωτογραφίες (fairead/oxymoron, 2015).

Ηρακλής Παπαϊωάννου