Ο βασιλιάς της Νορβηγίας

Άμος Οζ

Μετάφραση: Γιάννης Παλαβός

Στο κιμπούτς μας, που λέγεται «Κιμπούτς Γεκχάτ», ζούσε ένας εργένης ονόματι Ζβι Προβιζόρ, ένας μικρόσωμος σαρανταπεντάρης που είχε την τάση να βλεφαρίζει νευρικά. Του άρεσε όσο τίποτα να αναγγέλλει κακές ειδήσεις: σεισμούς, αεροπορικές τραγωδίες, καταρρεύσεις κτιρίων που καταπλάκωσαν τους ενοίκους τους, πυρκαγιές και πλημμύρες. Διάβαζε τις εφημερίδες και άκουγε απ’ το ξημέρωμα όλα τα δελτία ώστε να μπορεί, όταν μπαίναμε στην τραπεζαρία για πρωινό, να μας αποσβολώνει με την είδηση ότι στην Κίνα διακόσιοι πενήντα ανθρακωρύχοι εγκλωβίστηκαν δίχως ελπίδα διαφυγής ή ότι στην Καραϊβική εξακόσιοι επιβάτες πνίγηκαν όταν αναποδογύρισε το πλοίο τους εν μέσω θύελλας. Επίσης, αποστήθιζε νεκρολογίες. Όταν κάποιος διάσημος πέθαινε, το μάθαινε πρώτος και ενημέρωνε όλο το κιμπούτς. Ένα πρωί με σταμάτησε καθώς πήγαινα στο ιατρείο:

«Έχεις ακουστά έναν συγγραφέα που λέγεται Βισλάφσκι;»

«Ναι. Γιατί;»

«Πέθανε».

«Κρίμα».

«Πεθαίνουν και οι συγγραφείς, ξέρεις».

Μια άλλη φορά με πλησίασε, ενώ έκανα βάρδια στην τραπεζαρία.

«Διάβασα στις νεκρολογίες ότι πέθανε ο παππούς σου».

«Ναι».

«Και πριν από τρία χρόνια πέθανε ο άλλος σου παππούς».

«Ναι».

«Δηλαδή από παππούδες, τέλος».

Ο Ζβι Προβιζόρ ήταν ο κηπουρός του κιμπούτς. Κάθε πρωί έβγαινε στις πέντε για να αλλάξει τις θέσεις των ψεκαστήρων, να σκαλίσει τα παρτέρια, να φυτέψει, να κλαδέψει και να ποτίσει, να κόψει το γρασίδι με τη θορυβώδη μηχανή του, να ψεκάσει τη μελίγκρα και να ρίξει φυσικό και τεχνητό λίπασμα. Είχε πάντοτε κουμπωμένο στη ζώνη του ένα τρανζιστοράκι που τον εφοδίαζε με μια αδιάκοπη ροή θλιβερών ειδήσεων.

«Τα ’μαθες; Έγινε μακελειό στην Ανγκόλα».

Ή: «Πέθανε ο υπουργός Θρησκευμάτων. Πριν από δέκα λεπτά ανακοινώθηκε».

Τα υπόλοιπα μέλη του κιμπούτς τον απέφευγαν. Σπάνια καθόταν κάποιος πλάι του την ώρα του φαγητού. Τα καλοκαιρινά βράδια, καθισμένος στο πράσινο παγκάκι μπρος στη μεγάλη πελούζα, χάζευε μόνος τα παιδιά που έπαιζαν στη χλόη. Το αεράκι ρυτίδωνε το πουκάμισό του ξεραίνοντας τον ιδρώτα του. To θερινό φεγγάρι έλαμπε καυτό και πορφυρό πάνω από τις κορφές των κυπαρισσιών. Ένα βράδυ ο Ζβι Προβιζόρ καλησπέρισε μια γυναίκα ονόματι Λούνα Μπλανκ που καθόταν στο διπλανό παγκάκι, λέγοντάς της με θλιμμένο ύφος: «Τα ’μαθες; Στην Ισπανία κάηκε ένα ορφανοτροφείο και ογδόντα ορφανά πέθαναν από ασφυξία».

Η Λούνα, μια σαρανταπεντάρα χήρα, δασκάλα στο επάγγελμα, σκούπισε μ’ ένα μαντίλι το μέτωπό της και είπε: «Φρικτό…».

«Σώθηκαν μόνο τρία παιδιά, κι αυτά νοσηλεύονται σε κρίσιμη κατάσταση», είπε ο Ζβι.

Όλοι σεβόμασταν την αφοσίωση που έδειχνε στη δουλειά του: στα είκοσι δύο χρόνια που έμενε στο κιμπούτς δεν είχε απουσιάσει ούτε μία μέρα επικαλούμενος ασθένεια. Χάρη σ’ αυτόν το κιμπούτς άνθιζε. Κάθε αχρησιμοποίητη σπιθαμή γης ήταν κατάφυτη με εποχιακά λουλούδια. Εδώ κι εκεί είχε διαμορφώσει βραχόκηπους με κάθε λογής κάκτους. Είχε στήσει ξύλινες πέργκολες για τα κλήματα. Έξω από την τραπεζαρία είχε φτιάξει ένα σιντριβάνι που ανάβλυζε, και το είχε γεμίσει με χρυσόψαρα και υδρόβια φυτά. Διέθετε λεπτό γούστο, κάτι που το εκτιμούσαν όλοι.

Όμως πίσω από την πλάτη του τον αποκαλούσαμε «Άγγελο του θανάτου» και τον κουτσομπολεύαμε λέγοντας ότι δεν τον ενδιέφεραν οι γυναίκες, ούτε τότε ούτε και ποτέ. Ένας νεαρός, ο Ρόνι Σίντλιν, έκανε θαυμάσιες μιμήσεις του Ζβι κι εμείς λυνόμασταν στα γέλια. Τα απογεύματα, την ώρα που τα μέλη του κιμπούτς χαλάρωναν στις βεράντες πίνοντας καφέ ή χαζεύοντας τα παιδιά τους να παίζουν στις μικρές πελούζες στις αυλές τους, ο Ζβι την έβγαζε στο εντευκτήριο παρέα με άλλους πέντ’ έξι μοναχικούς σαν κι αυτόν – όλοι τους μανιώδεις αναγνώστες που πετούσαν τη σκούφια τους για κουβέντα, όλοι γεροντοπαλίκαρα, χήροι ή χωρισμένοι.

Από την καρέκλα του στη γωνία, ο Ρεουβκέχ Ροθ, ένας μικρόσωμος φαλακρός με μεγάλα μυτερά αυτιά σαν της νυχτερίδας, μουρμούριζε ότι οι επιθέσεις που εξαπολύονταν ως αντίποινα πετύχαιναν μόνο να αναπαράγουν τον φαύλο κύκλο της βίας, διότι η εκδίκηση γεννά αντεκδίκηση και τα αντίποινα νέα αντίποινα.

Οι υπόλοιποι του ρίχνονταν αμέσως: «Τι λόγια είν’ αυτά; Δηλαδή να τους αφήσουμε ατιμώρητους;». Και: «Η μετριοπάθεια και η διαλλακτικότητα έχουν ένα και μόνο αποτέλεσμα: αποθρασύνουν τους Άραβες».

Τότε ο Ζβι Προβιζόρ πετάριζε τα βλέφαρα λέγοντας: «Στο τέλος θα ξεσπάσει πόλεμος. Δεν υπάρχει άλλο ενδεχόμενο, μόνο ένας τρομερός πόλεμος».

Και ο Εμανουέλ Γκλοζμάν, ο τραυλός, συμπλήρωνε ενθουσιασμένος: «Π-π-πόλεμος. Π-π-πολύ καλά. Θα τ-τ-τον κερδίσουμε και θα καταλάβουμε τ-τ-τα εδάφη τους, θα φτάσουμε ως τ-τ-την Ιορδανία».

Ύστερα ο Ρεουβκέχ Ροθ έλεγε φωναχτά τις σκέψεις του: «Ο Μπεν Γκουριόν ξέρει από τακτική, είναι μέγας σκακιστής. Βλέπει πάντα πέντε κινήσεις μπροστά. Το πρόβλημα είναι ότι για να κουνηθεί έστω και λίγο, πρέπει να εξαναγκαστεί από τις συνθήκες».

Επ’ αυτού ο Ζβι Προβιζόρ ανακοίνωνε τη δυσοίωνη προφητεία του: «Αν χάσουμε, θα έρθουν οι Άραβες και θα μας ισοπεδώσουν. Αν νικήσουμε, θα έρθουν οι Ρώσοι και θα μας κάνουν σκόνη».

Τότε ο Εμανουέλ Γκλοζμάν έμπαινε στη μέση παρακαλώντας: «Αρκετ-τ-τά, φίλοι μου, ηρεμ-μ-μήστε. Αφήστε με να διαβάσω τ-τ-την εφημερίδα με τ-τ-την ησυχία μου».

Κι έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα σιωπής ο Ζβι έλεγε: «Τα μάθατε; Εδώ γράφει ότι ο βασιλιάς της Νορβηγίας πάσχει από καρκίνο του ήπατος. Κι ο επικεφαλής του περιφερειακού συμβουλίου μας έχει κι αυτός καρκίνο».

Όποτε ο Ρόνι Σίντλιν, ο πλακατζής, συναντούσε τον Ζβι στο τσαγκάρικο ή έξω από την αποθήκη ρουχισμού, τον ρωτούσε κοροϊδευτικά: «Λέγε, ρε Άγγελε του θανάτου, έπεσε κάνα αεροπλάνο σήμερα;».

Ο Ζβι Προβιζόρ και η Λούνα Μπλανκ απέκτησαν μια τακτική συνήθεια: συζητούσαν κάθε απόγευμα. Ο Ζβι καθόταν στο δεξί παγκάκι μπρος στην πελούζα κι έπιανε την αριστερή άκρη, ενώ η Λούνα καθόταν στο αριστερό, στη δεξιά άκρη. Ο Ζβι βλεφάριζε καθώς της μιλούσε, ενόσω η Λούνα, ντυμένη μ’ ένα χαριτωμένο αμάνικο φουστανάκι, τσαλάκωνε το μαντίλι της με τα ακροδάχτυλα. Παίνευε τους κήπους του κιμπούτς, το αποτέλεσμα των κόπων του, λέγοντας ότι χάρη σ’ αυτόν ζούσαν εν τόπω χλοερώ, υπό τον ίσκιο λουλουδιασμένων οπωρώνων, ανάμεσα σε ολάνθιστα παρτέρια. Είχε την τάση να χρησιμοποιεί ελαφρώς πομπώδεις λέξεις. Ήταν δασκάλα της τρίτης δημοτικού κι έκανε εξαίσια, φίνα σχέδια με μολύβι, που κοσμούσαν πολλά από τα μικρά μας διαμερίσματα. Το πρόσωπό της ήταν στρογγυλό και πρόσχαρο και τα μάτια της είχαν μακριές βλεφαρίδες, παρότι ο λαιμός της ήταν κάπως ζαρωμένος κι είχε πολύ λιγνά πόδια και σχεδόν καθόλου στήθος. Ο άντρας της είχε σκοτωθεί πριν από αρκετά χρόνια ενώ υπηρετούσε ως επίστρατος στη μεθόριο της Γάζας. Δεν είχαν αποκτήσει παιδιά. Τα μέλη του κιμπούτς την περιέβαλλαν με θαυμασμό, αντιμετωπίζοντάς τη ως μια γυναίκα που είχε κατορθώσει να ξεπεράσει την τραγική της μοίρα κι είχε δοθεί ολόψυχα στη διδασκαλία. Ο Ζβι τής μιλούσε για τα τριαντάφυλλα και τις διάφορες ποικιλίες τους και η Λούνα συγκατένευε με ενθουσιασμό, σαν να συμφωνούσε με κάθε του λέξη. Έπειτα της περιέγραψε αναλυτικά τις φρικιαστικές επιπτώσεις της επιδρομής ακρίδων που ρήμαζε το Σουδάν.

«Έχεις πολύ ευαίσθητη ψυχή», είπε η Λούνα.

Ο Ζβι βλεφάρισε: «Και χωρίς τις ακρίδες, το Σουδάν δεν έχει πολύ πράσινο».

Η Λούνα είπε: «Γιατί σηκώνεις στους ώμους σου τη δυστυχία όλου του κόσμου;».

Και ο Ζβι απάντησε: «Κατά τη γνώμη μου, το να εθελοτυφλούμε απέναντι στη σκληρότητα της ζωής είναι ανοησία και αμαρτία. Δεν μπορούμε να κάνουμε σχεδόν τίποτα για να την αλλάξουμε. Συνεπώς πρέπει τουλάχιστον να την αναγνωρίζουμε».

 Ένα καλοκαιρινό απόγευμα η Λούνα Μπλανκ κάλεσε τον Ζβι στο σπίτι της για καφέ. Ο Ζβι εμφανίστηκε έχοντας προηγουμένως αλλάξει τα ρούχα της δουλειάς. Φορούσε χακί παντελόνι και γαλάζιο κοντομάνικο πουκάμισο. Στη ζώνη του είχε κουμπωμένο το τρανζίστορ, οπότε στις οκτώ ζήτησε συγγνώμη και κάθισε παράμερα να ακούσει τις ειδήσεις. Στους τοίχους του δωματίου της Λούνα, μέσα σε λιτές κορνίζες, κρέμονταν σχέδια που απεικόνιζαν ρεμβώδη κορίτσια και ονειρικά τοπία, βραχώδεις λόφους και ελαιώνες. Κάτω από το παράθυρο ήταν ένα διπλό κρεβάτι με κεντητά ανατολίτικα μαξιλάρια. Στο κομοδίνο υψωνόταν μια στοίβα βιβλία τακτοποιημένα κατά μέγεθος – από μεγάλα λευκώματα με πίνακες του Βαν Γκογκ, του Σεζάν και του Γκογκέν, μέχρι μικρότερους τόμους όπως η Βίβλος του Κασούτο και, στην κορυφή, μια σειρά μυθιστορήματα των εκδόσεων Χασίφρια Λεάμ. Στο μέσον του δωματίου υπήρχε ένα στρογγυλό τραπεζάκι και πλάι του δυο μονόχρωμες πολυθρόνες. Το τραπεζάκι ήταν στρωμένο μ’ ένα κεντητό τραπεζομάντηλο. Πάνω του περίμεναν κούπες για καφέ και πιατάκια με βουτήματα.

«Πολύ ωραίο το δωμάτιό σου», είπε ο Ζβι Προβιζόρ και πρόσθεσε: «Καθαρό. Νοικοκυρεμένο».

Η Λούνα είπε ντροπαλά: «Σ’ ευχαριστώ. Χαίρομαι…».

Όμως η φωνή της δεν φανέρωνε χαρά, μόνο ένταση και αμηχανία.

Έπειτα ήπιαν καφέ, έφαγαν κουλουράκια και κουβέντιασαν για καλλωπιστικά και οπωροφόρα δέντρα, για το έλλειμμα πειθαρχίας των μαθητών στην εποχή μας όπου όλα επιτρέπονται, και για αποδημητικά πουλιά.

Ο Ζβι βλεφάρισε και είπε: «Διάβασα στην εφημερίδα ότι στη Χιροσίμα, δέκα χρόνια μετά την ατομική βόμβα, ακόμα δεν πετούν πουλιά».

Η Λούνα τού είπε για δεύτερη φορά: «Σηκώνεις στους ώμους σου τη δυστυχία όλου του κόσμου».

Είπε ακόμη: «Προχθές είδα έναν τσαλαπετεινό σ’ ένα χαμηλό κλαδί έξω απ’ το παράθυρο».

Κι έτσι άρχισαν να συναντιούνται ανελλιπώς νωρίς το απόγευμα, άλλοτε σ’ ένα παγκάκι του κήπου κάτω από τον ίσκιο μιας πυκνόφυλλης βουκαμβίλιας κι άλλοτε πίνοντας καφέ στο δωμάτιο της Λούνα. Ο Ζβι σχολούσε από τη δουλειά στις τέσσερις κι επέστρεφε στο σπίτι του, έκανε ντους, χτενιζόταν μπρος στον καθρέφτη, φορούσε το σιδερωμένο χακί του παντελόνι και το γαλάζιο πουκάμισο και πήγαινε να τη συναντήσει. Μερικές φορές τής έφερνε βλαστούς από μονοετή φυτά για να τους φυτέψει στην αλτάνα της. Ένα απόγευμα της έδωσε μια ποιητική συλλογή του Γιακόμπο Φίχμαν. Η Λούνα τού χάρισε ένα σακουλάκι μπισκότα με παπαρουνόσπορο κι ένα σχέδιο καμωμένο με μολύβι, που απεικόνιζε δυο κυπαρίσσια κι ένα παγκάκι. Αλλά στις οκτώ ή στις οκτώμισι καληνύχτιζαν ο ένας τον άλλο και ο Ζβι επέστρεφε στο ερημητήριό του, που ανέδιδε τη βαριά οσμή της εργένικης ζωής του.

Στην τραπεζαρία, ο Ρόνι Σίντλιν είπε ότι ο Άγγελος του θανάτου είχε απλώσει τα φτερά του πάνω από τη Μαύρη χήρα. Το απόγευμα, στο εντευκτήριο, ο Ρεουβκέχ Ροθ πείραξε καλοπροαίρετα τον Ζβι: «Δηλαδή κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι, ε;». Αλλά ο Ζβι και η Λούνα αδιαφορούσαν για τα κουτσομπολιά και τα ειρωνικά σχόλια. Μέρα με τη μέρα έρχονταν όλο και πιο κοντά. Ο Ζβι τής είπε ότι στον ελεύθερο χρόνο του μετέφραζε ένα μυθιστόρημα του Ιβασκιέβιτς, ενός Πολωνού συγγραφέα. Το βιβλίο έσφυζε από ευγένεια και πόνο. Ο Ιβασκιέβιτς θεωρούσε ότι η ανθρώπινη συνθήκη χαρακτηρίζεται από παραδοξότητα μα και τρυφερότητα. Η Λούνα, με το κεφάλι ελαφρώς γερμένο και τα χείλη μισάνοιχτα, τον άκουγε ενώ γέμιζε την κούπα του με καφέ, κι ένιωθε σαν ο καφές να αντιστάθμιζε κάπως τη θλίψη του Ιβασκιέβιτς και τη δική του. Αισθανόταν ότι η σχέση τους ήταν πολύτιμη κι εκτιμούσε το πώς ο Ζβι ζωντάνευε τις μέρες της, οι οποίες ως τότε κυλούσαν πληκτικά και μονότονα. Ένα βράδυ ονειρεύτηκε ότι κάλπαζαν οι δυο τους καβάλα σ’ ένα άλογο∙ τα στήθη της ήταν κολλημένα στην πλάτη του και τα χέρια της είχαν τυλιχτεί στη μέση του, καθώς διάβαιναν έφιπποι μια κοιλάδα που την έζωναν ψηλοί λόφοι και τη διέσχιζαν οι μαίανδροι ενός αφρισμένου ποταμού. Αποφάσισε να μην του αναφέρει τίποτα γι’ αυτό, παρόλο που άλλοτε του είχε περιγράψει λεπτομερώς άλλα της όνειρα. Από μεριάς του, ο Ζβι τής εκμυστηρεύτηκε ότι όταν μεγάλωνε στο Γιανόβ της Πολωνίας ονειρευόταν να σπουδάσει. Αντ’ αυτού εντάχθηκε στο νεοσύστατο τότε εβραϊκό κίνημα νεολαίας εγκαταλείποντας τα σχέδιά του για σπουδές. Έστω κι έτσι, όμως, δεν έπαψε ποτέ να μελετά. Η Λούνα, μαζεύοντας προσεκτικά τα ψίχουλα από το τραπεζομάντιλο, είπε: «Ήσουν ντροπαλός νέος. Και τώρα είσαι λιγάκι ντροπαλός επίσης».

«Δεν με ξέρεις πραγματικά», είπε ο Ζβι.

«Μίλησέ μου», είπε η Λούνα. «Σ’ ακούω».

Και ο Ζβι είπε: «Άκουσα απόψε στο ραδιόφωνο ότι εξερράγη ένα ηφαίστειο στη Χιλή. Η λάβα έπνιξε τέσσερα χωριά. Οι περισσότεροι χωρικοί πέθαναν ακαριαία».

Ένα απόγευμα, ενώ την ψυχαγωγούσε με μια γλαφυρή περιγραφή του λιμού στη Σομαλία, η Λούνα κυριεύθηκε από ένα τόσο έντονο αίσθημα συμπάθειας, που αίφνης έπιασε το χέρι του και το έσφιξε στον κόρφο της. Ο Ζβι, τρέμοντας, το αποτράβηξε με μια σχεδόν βίαιη κίνηση. Τα βλέφαρά του πετάριζαν σαν τρελά. Σ’ όλη του τη ζωή δεν είχε αγγίξει άνθρωπο∙ κάθε φορά που κάποιος τον ακουμπούσε, ένιωθε το σώμα του να αντιδρά. Αγαπούσε τη στιλπνότητα των νεαρών βλαστών και την αίσθηση που άφηνε το χώμα στα δάχτυλά του, αλλά η επαφή με άλλους –είτε άντρες είτε γυναίκες– του προκαλούσε σπασμούς λες κι είχε συγκαεί. Προσπαθούσε μονίμως να αποφεύγει τις χειραψίες, τα φιλικά χτυπήματα στην πλάτη και τα τυχαία αγγίγματα των μπράτσων στο τραπέζι. Ύστερα από λίγο σηκώθηκε κι έφυγε.

Την επομένη δεν πήγε να συναντήσει τη Λούνα. Είχε αρχίσει να νιώθει ότι η σχέση τους οδηγούνταν σε μια απαίσια κατάληξη, μια κατάληξη που τον αηδίαζε. Η Λούνα, με το συνηθισμένο τακτ της, θεώρησε πως μάλλον τον είχε προσβάλει άθελά της. Αποφάσισε να ζητήσει συγγνώμη, παρόλο που δεν ήξερε για ποιο πράγμα. Μήπως είχε ρωτήσει κάτι ανάρμοστο; Ή μήπως δεν είχε πιάσει κάποιο σημαντικό υπονοούμενο στα λόγια του;

Ύστερα από δυο μέρες, όταν δεν τον βρήκε στο δωμάτιό του, έριξε ένα σημείωμα κάτω από την πόρτα του: «Με συγχωρείς που σε αναστάτωσα. Μπορούμε να μιλήσουμε;».

Ο Ζβι απάντησε κι αυτός με σημείωμα: «Καλύτερα όχι. Αυτή η ιστορία δεν μπορεί παρά να έχει άσχημο τέλος».

Ωστόσο, μετά από το δείπνο, η Λούνα τον περίμενε κάτω από τα κλαδιά της αζαντίραχτας, κοντά στην τραπεζαρία. Του είπε δειλά: «Πες μου τι λάθος έκανα».

«Τίποτα».

«Τότε γιατί με αποφεύγεις;»

«Προσπάθησε να καταλάβεις… Είναι… Δεν έχει νόημα».

Από τότε δεν όρισαν άλλη συνάντηση, κι αν τύχαινε να προσπεράσει τυχαία ο ένας τον άλλο στον δρόμο ή στο μικρό παντοπωλείο, απλώς αντάλλασσαν ένα νεύμα και ύστερα από έναν ανεπαίσθητο δισταγμό συνέχιζε ο καθένας την πορεία του.

Την ώρα του μεσημεριανού, ο Ρόνι Σίντλιν ενημέρωσε τους ομοτράπεζούς του ότι ο Άγγελος του θανάτου είχε διακόψει τον μήνα του μέλιτος και άρα από δω και στο εξής όλοι απειλούνταν. Και πράγματι, το ίδιο απόγευμα ο Ζβι ανήγγειλε στους εργένηδες στο εντευκτήριο ότι μια μεγάλη γέφυρα στην Τουρκία είχε καταρρεύσει, και μάλιστα σε ώρα αιχμής.

Ύστερα από δυο τρεις μήνες προσέξαμε ότι η Λούνα Μπλανκ είχε πάψει να συμμετέχει στις συναντήσεις της Λέσχης Φίλων Κλασικής Μουσικής κι επιπλέον έλειψε κι από αρκετές συνελεύσεις των δασκάλων. Έβαψε τα μαλλιά της κόκκινα στο χρώμα του χαλκού κι άρχισε να φοράει έντονο κραγιόν. Ορισμένες φορές απουσίαζε κι από το δείπνο. Στη γιορτή της Σκηνοπηγίας έμεινε για λίγες μέρες στην πόλη κι επέστρεψε μ’ ένα φόρεμα με μακρύ σκίσιμο στο πλάι, κάτι που μας φάνηκε κομματάκι τολμηρό. Στις αρχές του φθινοπώρου την είδαμε κάποιες φορές στο παγκάκι μπρος στη μεγάλη πελούζα, καθισμένη δίπλα στον προπονητή της ομάδας μπάσκετ, έναν τύπο δέκα χρόνια νεότερό της που ερχόταν στο κιμπούτς δυο μέρες τη βδομάδα. Ο Ρόνι Σίντλιν είπε ότι η Λούνα τα βράδια μάλλον μάθαινε ντρίπλες. Μετά από δυο τρεις βδομάδες παράτησε τον προπονητή κι άρχισε να κυκλοφορεί με τον διοικητή της μονάδας της Μαχόμενης Πρωτοπόρου Νεολαίας του κιμπούτς, έναν νεαρό είκοσι δύο χρονών. Κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο να περάσει απαρατήρητο κι έτσι η Εκπαιδευτική Επιτροπή συνήλθε διακριτικά για να συζητήσει τις επαγγελματικές κυρώσεις.

Τα απογεύματα ο Ζβι καθόταν μόνος στο παγκάκι πλάι στο διακοσμητικό σιντριβάνι που είχε φτιάξει με τα χέρια του και παρακολουθούσε τελείως ακίνητος τα παιδιά που έπαιζαν στο γρασίδι. Αν τον καλησπέριζες περνώντας, σου ανταπέδιδε τον χαιρετισμό και σε ενημέρωνε θλιμμένα για τις καταστροφικές πλημμύρες στη νοτιοανατολική Κίνα.

Στο τέλος του φθινοπώρου, δίχως προειδοποίηση και δίχως την άδεια της Γραμματείας του κιμπούτς, η Λούνα Μπλανκ έφυγε στην Αμερική για να επισκεφτεί την αδερφή της, που της είχε καλύψει τα ναύλα για το αεροπλάνο. Το ίδιο πρωί την είδαν στη στάση του λεωφορείου∙ φορούσε το προκλητικό φουστάνι κι ένα ζωηρόχρωμο φουλάρι και τρέκλιζε στις γόβες της σέρνοντας μια ογκώδη βαλίτσα. «Να την κιόλας με συνολάκι-κουτί για το Χόλιγουντ», σχολίασε ο Ρόνι Σίντλιν. «Η Μαύρη χήρα τρέχει να γλιτώσει από τον Άγγελο του θανάτου». Η Γραμματεία αποφάσισε να την αποβάλει από το κιμπούτς ώσπου να εξακριβωθούν οι συνθήκες της εξαφάνισής της.

Στο μεταξύ το δωμάτιο της Λούνα παρέμενε κλειστό και σκοτεινό παρότι υπήρχε πρόβλημα στέγασης και ορισμένα μέλη της Στεγαστικής Επιτροπής το είχαν βάλει στο μάτι. Στη μικρή βεράντα της είχαν απομείνει πέντ’ έξι κοινά φυτά εσωτερικού χώρου –φιλόδεντρα, γεράνια και κάκτοι– και ο Ζβι Προβιζόρ πήγαινε μια στις τόσες να τα ποτίσει και να τα φροντίσει.

Έπειτα ήρθε ο χειμώνας. Βαριά σύννεφα μετεωρίζονταν πάνω από τις κορφές των καλλωπιστικών δέντρων. Πηχτή λάσπη χαράκωνε τα χωράφια και τα περιβόλια και οι εργάτες που δούλευαν στους οπωρώνες έπιασαν δουλειά στο εργοστάσιο. Μια γκρίζα βροχή έπεφτε αδιάκοπα. Τη νύχτα τα λούκια τριζοκοπούσαν και το αγιάζι τρύπωνε από τις γρίλιες. Κάθε βράδυ ο Ζβι Προβιζόρ ξαγρυπνούσε ακούγοντας τα δελτία ειδήσεων και στα διαλείμματα έσκυβε στο λαμπατέρ του για να μεταφράσει λίγες αράδες του λυπητερού βιβλίου του Ιβασκιέβιτς. Το καμωμένο με μολύβι σχέδιο που του είχε χαρίσει η Λούνα –αυτό με τα δυο κυπαρίσσια και το παγκάκι– κρεμόταν πάνω από το κρεβάτι του. Τα δέντρα φαίνονταν μελαγχολικά και το παγκάκι ήταν αδειανό. Στις δέκα και μισή έριχνε κάτι πάνω του κι έβγαινε στη βεράντα για να παρατηρήσει τα σύννεφα και τα έρημα τσιμεντοστρωμένα δρομάκια που, νοτισμένα όπως ήταν, γυάλιζαν στο κιτρινωπό φέγγος του φανοστάτη. Αν η βροχή έκοβε λιγάκι, έκανε μια σύντομη νυχτερινή βόλτα μέχρι τη βεράντα της Λούνα για να δει πώς τα πήγαιναν τα φυτά της. Τα σκαλοπάτια είχαν καλυφθεί κιόλας από ξερόφυλλα. Ο Ζβι νόμιζε ότι μύριζε την ελαφριά μυρωδιά από σαπούνι ή σαμπουάν που ερχόταν από το κλειστό δωμάτιο. Περιπλανιόταν για λίγο στα άδεια στενά, ενώ η βροχή έσταζε από τα κλαδιά των δέντρων στο κεφάλι του, κι ύστερα επέστρεφε στο δωμάτιό του και άκουγε μες στο σκοτάδι, με τα μάτια ανοιχτά, το τελευταίο δελτίο ειδήσεων της ημέρας. Νωρίς ένα πρωί, ενώ όλα γύρω ήταν ακόμα τυλιγμένα σ’ ένα υγρό και παγερό σκοτάδι, σταμάτησε στον δρόμο έναν εργάτη που πήγαινε να αρμέξει τις αγελάδες και του ανακοίνωσε θλιμμένα: «Τα ’μαθες; Χθες βράδυ πέθανε ο βασιλιάς της Νορβηγίας. Είχε καρκίνο. Στο συκώτι».

Ο Άμος Οζ γεννήθηκε το 1939 στην Ιερουσαλήμ. Πολυδιαβασμένος και μεταφρασμένος σε περισσότερες από σαράντα γλώσσες, θεωρείται σήμερα ο σημαντικότερος εν ζωή Ισραηλινός συγγραφέας. Έχει γράψει μυθιστορήματα, συλλογές διηγημάτων και δοκίμια. Το έργο του έχει τιμηθεί με πλήθος βραβείων, τόσο στην πατρίδα του όσο και διεθνώς. Στην Ελλάδα κυκλοφορούν αρκετά βιβλία του, τα περισσότερα από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

«Ο Βασιλιάς της Νορβηγίας» περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων με τίτλο Μεταξύ φίλων (2012). Η συλλογή αποτελείται από οκτώ αλληλοσυνδεόμενα διηγήματα που εκτυλίσσονται σ’ ένα επινοημένο κιμπούτς της δεκαετίας του ’50. Για την παρούσα δημοσίευση, η μετάφραση έγινε από τα αγγλικά.

Ο Γιάννης Παλαβός γεννήθηκε στο Βελβεντό Κοζάνης το 1980. Σπούδασε Δημοσιογραφία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Πολιτιστική Διαχείριση στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Έγραψε τις συλλογές διηγημάτων Αληθινή αγάπη και άλλες ιστορίες (Intro Books, 2007) και Αστείο (Νεφέλη, 2012). Επίσης έγραψε, σε συνεργασία με τον Τάσο Ζαφειριάδη, το σενάριο του κόμικς Το πτώμα (Jemma Press, 2011). Για το Αστείο τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος και το Βραβείο Διηγήματος του ηλεκτρονικού περιοδικού Ο Αναγνώστης. Έχει μεταφράσει τους Τριλοβίτες του Breece D’J Pancake (Μεταίχμιο, 2015) και το Ημερολόγιο προσευχής της Flannery O’Connor (Αντίποδες, 2015).

Φωτογραφία:
Rivka at Kibbutz Maabarot
Rivka driving the hay rake at Kibbutz Maabarot.
רבקה נוהגת בעגלת החציר של קיבוץ מעברות
Photo: KLUGER ZOLTAN, 10/01/1940
SOURCE: https://www.flickr.com/...