Εκκλησία και τέχνη: Η εικαστική μορφή ως ιδεολόγημα

Κωνσταντίνος Μ. Βαφειάδης

(απόσπασμα)

Ιδιαίτερα μετά το 1453 η Εκκλησία θα διώξει καθετί οθνείο και αλλότριο, στο πλαίσιο της διατήρησης των παραδεδομένων, ειδικά όσων διαμόρφωσαν τα γνωρίσματά της κατά την όψιμη βυζαντινή περίοδο και συνδέονταν τώρα με την αποστολική της δραστηριότητα και με τον συνεκτικό της ρόλο στην οθωμανική οικουμένη. Ο συνειδησιακός διχασμός και η αμφίρροπη στάση του Ελληνισμού έναντι των δυτικών πολιτισμικών αξιών αναδύονται ολοκάθαρα στη νεοελληνική περίοδο, οπότε η μεταπρατική και ιδιοτελής διαχείριση των ευρωπαϊκών ρευμάτων θα καταστήσει τούτα ανάπηρα, αφού οι γηγενείς πνευματικές δυνάμεις δεν θα υιοθετήσουν τις συμφυείς στα ρεύματα αυτά δυνατότητες κοινωνικής κριτικής. Ο εθνικισμός και η προγονολατρεία –απότοκα του ευρωπαϊκού Ρομαντισμού– θα κυριαρχήσουν στην ελληνική πολιτική διανόηση.

Οι ιστορικές αυτές συνθήκες και το νοσηρό πολιτισμικό πλαίσιο δεν θα ευνοήσουν γηγενή αισθητική και πρωτογενή εικαστική έκφραση στη νεότερη Ελλάδα. Γι’ αυτό και η νεοελληνική μας τέχνη, η δημόσια τουλάχιστον, στρέφεται εξαρχής προς εξιδανικευμένες ιδεολογικές περιοχές, στην αττική ωραιοπάθεια και στη νωχέλεια του νεοκλασικιστικού αισθητισμού. Εκεί θα αναζητήσει τα στιλιστικά της πρότυπα αλλά και τα απαραίτητα σύμβολα για την αναγνώριση της ιστορικής της μορφής. Αλλά και όταν στο μεταίχμιο του 19ου προς τον 20ό αιώνα έρχεται στο προσκήνιο το δίκαιο αίτημα για επιστροφή στις πολιτισμικές μας ρίζες, το ιδεολογικό του υπόβαθρο το είχαν ήδη υποσκάψει η αντίφαση και η αμφισημία, λόγω της οργανικής του σχέσης με τα προρρηθέντα ιδεολογήματα.

Την ίδια περίοδο δύο ιδεολογικά αντίπαλες παρατάξεις συμφωνούν για την αξία του Βυζαντίου και της παράδοσής του. Στη μία πλευρά βρίσκονται οι «προοδευτικοί», οι «δημοτικιστές», οι οποίοι εκτιμούν τον βυζαντινό πολιτισμό και εμπνέονται από αυτόν. Στην άλλη πλευρά τίθενται οι «συντηρητικοί» και η «νόμω κρατούσα» Εκκλησία, ο βυζαντινισμός της οποίας είχε σαφώς αλυτρωτικό περιεχόμενο. Η πρώτη παράταξη θα προετοιμάσει το έδαφος για τη «Γενιά του ’30», κύρια αιτήματα της οποίας έμελλε να είναι η αναζήτηση της ελληνικότητας και η επανεκτίμηση της γηγενούς καλλιτεχνικής παραγωγής. Όμως, η σύνδεση της εθνικής παράδοσης και συνείδησης με συγκεκριμένα τεχνοτροπικά (βλ. βυζαντινά) χαρακτηριστικά συνιστά ιδεολόγημα. Αλλά πώς είναι δυνατόν ο ρομαντικός εθνοφυλετισμός, γέννημα του ύστερου 19ου αιώνα, να εκφράζεται με τεχνοτροπικά γνωρίσματα, προϊόντα ενός οικουμενικού πολιτισμού, πολύ αρχαιότερου από την αφύπνιση της εθνικής ιδέας; Χρειάστηκε πράγματι να χαλκευτεί με θεολογικές ταχυδακτυλουργίες και άδηλες μαρτυρίες η πραγματικότητα του Βυζαντίου και της τέχνης του.

Έτσι, στις αρχές του 20ού αιώνα, εμφανίζεται ένα νέο ρεύμα στην Ελλάδα, η «Νεορθοδοξία», μία πτυχή της οποίας αφορούσε τη «θεολογία της μορφής». Η κεντρική ιδέα της εν λόγω θεωρίας μπορεί να συνοψιστεί στα εξής: Η καλλιτεχνική μορφή δεν αναφέρεται μόνο στο ιερό πρότυπό της, αλλά το ενσαρκώνει πραγματικά. Η μορφή είναι έργο και αποτέλεσμα της βούλησης (και του τρόπου όρασης) του Θεού. Τα μορφικά στοιχεία (η τεχνοτροπία), όπως και τα υλικά μέσα για την πραγμάτωσή τους, ως ιερά και υπό του θεού καθορισμένα, δεν πρέπει να μεταβάλλονται.

Είναι προφανές ότι οι παραπάνω αντιλήψεις είναι αμάρτυρες στην παράδοση της Εκκλησίας και αυθαίρετες, καθώς ακροβατούν μεταξύ νεοπλατωνικού μυστικισμού και ψευδοησυχαστικής ρητορείας. Εντούτοις, αποδεκτές και ενισχυμένες μετά το ’45, θα συνδράμουν τις αντιφατικές και σπασμωδικές θεολογικές τάσεις, που για μία ακόμα φορά εκφράζονται με την επιστροφή στο παρελθόν.(1)

Το ιδεολογικό περιβάλλον που περιέγραψα θα τρέψει τη σύγχρονη Εκκλησία προς έναν αυθαίρετο, καθεστωτικό και άκρατο βυζαντινισμό, διά του οποίου κάθε εικαστική μορφή που δεν συμφωνεί με αυτόν θεωρείται ύποπτη δογματικής και εθνικής μειοδοσίας. Γι’ αυτό και τα μέτρα καταστολής και λογοκρισίας εναντίον όλων των εντός της Εκκλησίας φιλοπρόοδων τάσεων, εικαστικών και μη.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:

1. Για το θέμα, βλ. Βαφειάδης, Κ.Μ., ό.π. (υποσημείωση 209), σσ. 48-52.

 

(πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 27 Noεμβρίου 2016)

ΧΡΟΝΟΣ #43, 27 Νοεμβρίου 2016

Ο συλλογικός τόμος «Η Λογοκρισία στην Ελλάδα», σε επιμέλεια  Πηνελόπης Πετσίνη και Δημήτρη Χριστόπουλου, είναι μία έκδοση του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ-παράρτημα Ελλάδας.

ΚΕΙΜΕΝΑ: ΧΑΡΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΝΔΡΙΤΣΟΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Μ. ΒΑΦΕΙΑΔΗΣ, ΙΟΥΛΙΑΝΗ ΒΡΟΥΤΣΗ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΚΛΑΒΙΝΑΣ, ΕΥΔΟΚΙΑ ΔΕΛΗΠΕΤΡΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΟΥΛΗΣ, ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ, ΜΑΡΙΑ ΖΟΥΜΠΟΥΛΗ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ, ΑΝΝΑ ΜΟΣΧΟΝΑ-ΚΑΛΑΜΑΡΑ, ΚΩΣΤΗΣ ΚΑΡΠΟΖΗΛΟΣ, ΟΡΣΑΛΙΑ-ΕΛΕΝΗ ΚΑΣΣΑΒΕΤΗ, ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΣΑΠΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΚΚΩΝΗΣ, ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, ΛΑΜΠΡΟΣ ΜΠΑΛΤΣΙΩΤΗΣ, ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ, ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΑΤΟΣ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ-ΣΟΦΟΚΛΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΠΕΤΣΙΝΗ, ΝΙΚΟΣ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΣ, ΜΑΡΙΑ ΡΕΠΟΥΣΗ, ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΣΚΟΥΡΤΗ, ΕΙΡΗΝΗ ΣΤΑΘΗ, ΜΑΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΙΤΣΕΛΙΚΗΣ, ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΤΡΑΜΠΟΥΛΗΣ, ΤΑΣΟΣ ΤΥΦΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΜΑΡΙΑ ΧΑΛΚΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΥ