Τα οριζόντια πολιτικά ρεύματα της συμμόρφωσης στην εθνική ορθότητα

Μαρία Ρεπούση

(απόσπασμα)

Οι εμπειρίες έχουν ως αφετηρία το Μάιο του 2003, όταν μαζί με μία ομάδα εκπαιδευτικών αποφασίσαμε να πάρουμε μέρος στο διαγωνισμό που είχε προκηρύξει το Υπουργείο Παιδείας για τη συγγραφή νέων σχολικών βιβλίων σε όλα τα γνωστικά αντικείμενα και στις τρεις βαθμίδες εκπαίδευσης. Λίγους μήνες αργότερα, ενημερωθήκαμε ότι το δείγμα γραφής που είχαμε καταθέσει συγκέντρωσε την υψηλότερη βαθμολογία. Η αξιολόγηση είχε γίνει από εξωτερικούς αξιολογητές καθώς τα νέα σχολικά βιβλία είχαν ενταχτεί σε ευρωπαϊκό πρόγραμμα χρηματοδότησης, που όχι μόνο απαγόρευε την ανάθεση της συγγραφής χωρίς δημόσια προκήρυξη, αλλά και αφαιρούσε από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (ΠΙ) την αξιολόγηση των δειγμάτων γραφής. Ωστόσο, και παρά το γεγονός αυτό, σε όλη τη διάρκεια συγγραφής του βιβλίου, κατά τη χρονική περίοδο από το Σεπτέμβριο του 2003 ως τον Απρίλιο του 2005, το ΠΙ έδινε τη μάχη για τη διατήρηση του ελέγχου της εθνικής ορθότητας του βιβλίου. Η Τουρκοκρατία ήταν περίοδος απόλυτου σκότους και ήταν απαράδεκτο να εμφανίζονται στο βιβλίο εικόνες που έρχονταν σε αντίθεση με το απόλυτο σκότος,(1) οι κυριαρχούμενοι ήταν Έλληνες και όχι Ορθόδοξοι ή ραγιάδες, οι Έλληνες πρόκριτοι δεν ντύνονταν όπως οι Τούρκοι, η Επανάσταση οφειλόταν στον ασίγαστο πόθο των Ελλήνων για την ελευθερία και όχι στις ιδέες των φιλοσόφων, οι κυριαρχούμενες ελληνόφωνες περιοχές ήταν η Ελλάδα κτλ. Κάθε λέξη, πρόταση, λεζάντα, φωτογραφικό και γενικά εικονιστικό υλικό έμπαιναν στο λογοκριτικό φακό του αρμόδιου υπαλλήλου του ΠΙ, που είχε τη θέση του συμβούλου για το μάθημα της Ιστορίας. 

Τη λογοκριτική πρακτική του κράτους στον έλεγχο της εθνικής Ιστορίας και γενικά της σχολικής γνώσης δεν έχει αμφισβητήσει μέχρι σήμερα με συνέπεια κανένα πολιτικό κόμμα. Παλαιότερα, το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και τώρα το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής παραμένουν στο απυρόβλητο ουσιαστικών παρεμβάσεων αναθεώρησης του ρόλου του λογοκριτή στην κατεύθυνση ενός συμβουλευτικού θεσμού για την Πολιτεία. Οι συγγραφικές ομάδες που επιχειρούν, με επιτυχία ή αποτυχία, να προβληματίσουν το κυρίαρχο σχολικό εθνικό αφήγημα, στρέφοντάς το / κατευθύνοντάς το προς μία εκδοχή που συνομιλεί περισσότερο με τους κοινούς τόπους της ιστοριογραφίας παρά με αυτούς της συλλογικής μνήμης βρίσκονται αντιμέτωπες με τον επίσημο λογοκριτικό μηχανισμό του ελληνικού κράτους. Και ενώ η κρατική βία, η νομιμότητα και η ανομία της, οι ισορροπίες ανάμεσα στις τυπικές και άτυπες εκδοχές της έχουν απασχολήσει και τους επιστήμονες και τους πολίτες και τα πολιτικά κόμματα, η λογοκρισία της γνώσης στην εκπαίδευση, η βία των νοημάτων, δεν απασχολεί παρά μόνο κάποιους επιστήμονες στους κλειστούς και περιφρουρημένους χώρους τους, στα συνέδρια και στα πανεπιστήμια. 

Η λογοκρισία της γνώσης σε έναν θεσμό όπως η εκπαίδευση, που θεωρείται ως ο κατεξοχήν κοινωνικοποιητικός θεσμός, είναι νομιμοποιημένη και στη Δεξιά και στην Αριστερά. Ειδικά για το μάθημα της Ιστορίας, η απόσταση του μαθήματος από το αντίστοιχο ερευνητικό πεδίο και τη σχετική ιστοριογραφία θεωρείται περίπου φυσική κατάσταση, και η λογοκρισία που υφίσταται το μάθημα είναι σιωπηρά αποδεκτή. Και αυτό παρά το ότι πρόκειται για το είδος της γνώσης που, σε συνδυασμό και με άλλες ιδέες, θα διαμορφώσει την ιστορική συνείδηση των αυριανών πολιτών αυτής της χώρας, τις συλλογικές αναπαραστάσεις για το εθνικό παρελθόν, αυτές τις οποίες θα προσβάλει κάθε ενδεχόμενη διαφοροποίηση. Θα τις προσβάλει ο εκπαιδευτικός που δεν θα υποταχτεί πλήρως στον κανόνα της εθνικής ορθότητας.(2) Θα τις προσβάλει ο ιστορικός που ερευνώντας θα φέρει, ενδεχομένως, στην επιφάνεια αποσιωπημένες πλευρές του ιστορικού παρελθόντος ή θα προτείνει αντίπαλες προς τις κυρίαρχες ερμηνείες των γεγονότων. Τρανό παράδειγμα, η δίωξη του Γερμανού ιστορικού Χάιντς Ρίχτερ για τις ιστορικές του κρίσεις (Δεκέμβριος 2015-Φεβρουάριος 2016). Θα τις προσβάλει ο πολιτικός που θα τολμήσει να διαφοροποιηθεί έστω και ελάχιστα απέναντι στις εργολαβίες της μνήμης που ασκούν λογοκρισία, προπαγάνδα και τελικά τρομοκρατία. Η στοχοποίηση του υπουργού Παιδείας, Νίκου Φίλη, για την έκφραση γνώμης αναφορικά με τα γεγονότα στον Πόντο είναι εδώ ενδεικτική του εκφοβισμού που ασκείται.(3) Αυτές οι συλλογικές αναπαραστάσεις για το παρελθόν, που συνιστούν σήμερα τη δύναμη του εθνικολαϊκισμού στην Ελλάδα, διαμορφώνονται σε μεγάλο βαθμό στον δημόσιο χώρο της Ιστορίας και νομιμοποιούνται μέσα από τη σχολική εκπαίδευση. Στη συνέχεια, λειτουργούν από μόνες τους, πολλαπλασιάζοντας τις λογοκριτικές πρακτικές, τόσο προληπτικές, όσο και κατασταλτικές, αν και άτυπες. 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Βλ. το κεφάλαιο για την καθημερινή ζωή, στο Ρεπούση, Μ. κ.ά. (2008). Στα Νεότερα και Σύγχρονα Χρόνια, σσ. 24-25.

2. Βλ. το παράδειγμα της «δασκάλας του Κεμάλ», της εκπαιδευτικού που δέχτηκε επίπληξη από τη διεύθυνση του σχολείου έπειτα από καταγγελία γονέα ότι δίδασκε τον «Κεμάλ» του Μάνου Χατζιδάκι (30/05/2013). Επίσης, την καταγγελία της νηπιαγωγού από το Νυδρί της Λευκάδας για τον τρόπο με τον οποίο επέλεξε να εορτάσει την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου στο νηπιαγωγείο (10/11/2012). 

3. Σχετική αρθρογραφία, Νοέμβριος 2015.

 

(πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 27 Noεμβρίου 2016)

ΧΡΟΝΟΣ #43, 27 Νοεμβρίου 2016

Ο συλλογικός τόμος «Η Λογοκρισία στην Ελλάδα», σε επιμέλεια  Πηνελόπης Πετσίνη και Δημήτρη Χριστόπουλου, είναι μία έκδοση του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ-παράρτημα Ελλάδας.

ΚΕΙΜΕΝΑ: ΧΑΡΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΝΔΡΙΤΣΟΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Μ. ΒΑΦΕΙΑΔΗΣ, ΙΟΥΛΙΑΝΗ ΒΡΟΥΤΣΗ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΚΛΑΒΙΝΑΣ, ΕΥΔΟΚΙΑ ΔΕΛΗΠΕΤΡΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΟΥΛΗΣ, ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ, ΜΑΡΙΑ ΖΟΥΜΠΟΥΛΗ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ, ΑΝΝΑ ΜΟΣΧΟΝΑ-ΚΑΛΑΜΑΡΑ, ΚΩΣΤΗΣ ΚΑΡΠΟΖΗΛΟΣ, ΟΡΣΑΛΙΑ-ΕΛΕΝΗ ΚΑΣΣΑΒΕΤΗ, ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΣΑΠΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΚΚΩΝΗΣ, ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, ΛΑΜΠΡΟΣ ΜΠΑΛΤΣΙΩΤΗΣ, ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ, ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΑΤΟΣ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ-ΣΟΦΟΚΛΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΠΕΤΣΙΝΗ, ΝΙΚΟΣ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΣ, ΜΑΡΙΑ ΡΕΠΟΥΣΗ, ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΣΚΟΥΡΤΗ, ΕΙΡΗΝΗ ΣΤΑΘΗ, ΜΑΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΙΤΣΕΛΙΚΗΣ, ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΤΡΑΜΠΟΥΛΗΣ, ΤΑΣΟΣ ΤΥΦΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΜΑΡΙΑ ΧΑΛΚΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΥ