Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) και γλωσσική λογοκρισία

Γεράσιμος-Σοφοκλής Παπαδόπουλος

(απόσπασμα)

Ο τρόπος με τον οποίο το ΕΣΡ ασκεί τη λογοκρισία του είναι σαφής: επιβολή χρηματικών προστίμων στους παραβάτες και, έτσι, έμμεση υποβολή αυτολογοκρισίας στους δέκτες του σχεδιασμού. Όσον αφορά το αν η λογοκρισία αυτή γίνεται με τρόπο συστηματικό και ορθολογικό, τα στοιχεία που λαμβάνουμε από την «Έκθεση Πεπραγμένων για το έτος 2014», καθώς και η σχετική νομολογία, υποδεικνύουν ύπαρξη ενός γενικού πλαισίου, του οποίου όμως ο έσω χώρος είναι ασαφής και αφήνει περιθώρια αυθαιρεσίας. Συγκεκριμένα, δεν έχουμε διαπιστώσει ύπαρξη ενός καταλόγου λέξεων ή εκφράσεων που να θεωρούνται απαγορευμένες,(1) ούτε όμως και σαφή παράθεση των κριτηρίων με βάση τα οποία καθορίζεται το χρηματικό ποσό του προστίμου. Επίσης, το ποιοι λογοκρίνονται και ποιοι όχι, και κατά πόσο γίνεται επιλογή συνάδουσα με πιθανώς εξυπηρετούμενα συμφέροντα, είναι ένα άλλο μεγάλο ζήτημα. 

Τέσσερα είναι τα βασικά σημεία αιτιολόγησης τα οποία αφορούν την πρώτη περίπτωση γλωσσικής λογοκρισίας που ασκεί το ΕΣΡ: 

  1. η ποιοτική χρήση της γλώσσας, 
  2. η πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας, 
  3. ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου και 
  4. η προστασία παιδικής ηλικίας και νεότητας.

Το πρώτο επιχείρημα συμβαδίζει με την «προστασία της ελληνικής γλώσσας», όρο ο οποίος, όποτε συναντάται σε άλλα θέματα-αιτίες κυρώσεων, αφορά «αναφερόμενα πρόσωπα» και «ανηλίκους», γεγονός που υποδεικνύει αντικειμενοποίηση της ελληνικής γλώσσας, ως απειλούμενου όντος που χρήζει προστασίας. Προϋποθέτει δε τη φυσικοποιημένη μέσα από το φίλτρο της ιδεολογίας αντίληψη ότι η γλώσσα είναι μία, ενιαία, «γλώσσα όλων» και άρα πρέπει να προστατευτεί από εκτροπές.(2) Έχουμε, λοιπόν, περίπτωση επίλυσης γλωσσικού τύπου προβλήματος, το οποίο μάλλον ως φαινομενικό θα πρέπει να το θεωρήσουμε.

Τα άλλα τρία επιχειρήματα αφορούν μη γλωσσικού τύπου προβλήματα, τα οποία προτίθεται να επιλύσει το ΕΣΡ επιβάλλοντας γλωσσική λογοκρισία. Το πρώτο από τα τρία εγείρει το ερώτημα –που δεν είναι, βέβαια, του παρόντος να απαντηθεί– με ποιον ακριβώς τρόπο η υβρεολογία μπορεί εν γένει να πλήξει την πολιτισμική ανάπτυξη της χώρας. Ή, από την άλλη, αν η υβρεολογία μπορεί να πλήξει τον πολιτισμό, τότε γιατί επιτρέπεται η ύπαρξη και μόνο μερικών (για πολλούς) ραδιοτηλεοπτικών σκουπιδιών; Προχωρώντας στο επιχείρημα ότι η υβρεολογία πλήττει το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, διακρίνουμε την εξής αμφισημία: Είτε η υβρεολογία αφορά συγκεκριμένο πρόσωπο, του οποίου με αυτό τον τρόπο θίγεται η υπόληψη, είτε η υβρεολογία αυτή καθαυτήν θίγει την αξιοπρέπεια του ακροατή της. Η περίπτωση «Αύγουστος Κορτώ» αλλά και ο τρόπος διατύπωσης της απόφασης στην περίπτωση «Μακελειό 4» υποδεικνύουν ότι το ΕΣΡ υιοθετεί κατά κύριο λόγο τη δεύτερη –«πουριτανικού» τύπου– σημασία του επιχειρήματος. 

Συμπερασματικά, το ΕΣΡ ασκεί ένα είδος γλωσσικής λογοκρισίας που αφορά τον «απρεπή» λόγο, και ένα λιγότερο γνωστό είδος γλωσσικού ελέγχου που αφορά την κατανομή της ελληνικής σε σχέση με τις άλλες γλώσσες στον ραδιοτηλεοπτικό χρόνο. Η δράση του είναι σε άμεσο επίπεδο κυρωτική (επιβολή προστίμων) και σε έμμεσο προληπτική, καθότι επιβάλλει αυτολογοκρισία στους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς, είτε εξαιτίας του φόβου των κυρώσεων, είτε μέσω συνειδητής ή ασυνείδητης συναίνεσης με την κοινωνική σύμβαση που το ΕΣΡ εκπροσωπεί. Το ίδιο το ΕΣΡ θεωρεί ότι μέσω της λογοκρισίας του προστατεύει την ελληνική γλώσσα, τον πολιτισμό της χώρας, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τη νεότητα. Αν και διαπιστώσαμε την ύπαρξη ενός πολύ γενικού θεωρητικού πλαισίου, την απουσία κριτηρίων κύρωσης αλλά και περιπτώσεις μεροληψίας εκ μέρους του ΕΣΡ, η βασική μας ένσταση αφορά την ίδια την αναγκαιότητα του ΕΣΡ ως λογοκριτή ή ως «προστάτη». 

Η ανάγκη που μπορεί να έχει μία κοινωνία όπως η ελληνική για προστάτες, οι οποίοι θα την προφυλάξουν από τους κινδύνους που (φαινομενικά ή όχι) διέρχονται η γλώσσα της, ο πολιτισμός της, τα παιδιά της ή η ίδια η προσωπικότητα των ατόμων της, δεν είναι παρά μία συγκεκαλυμμένη αποποίηση της ευθύνης, μία άρνηση ενηλικίωσης και μία αναζήτηση ενός υποκατάστατου καθολικού γονέα. Το ερώτημα είναι αν αυτό το αξιολογούμε ως θεμιτό. 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Η απουσία ενός τέτοιου καταλόγου «απαγορευμένων λέξεων», οδηγεί τα κανάλια, στην προσπάθειά τους να αποκλείσουν κάθε ενδεχόμενο κυρώσεων από το ΕΣΡ, να (αυτο)λογοκρίνουν «ανώδυνες» λέξεις όπως «βλάκας», «ηλίθιος» ή «κλανιά», με χρήση του γνωστού «μπιπ».

2. Μοσχονάς, Σ. (2004). «Η γλώσσα». Cogito, τεύχος 01, 2004, σσ. 70-71 και Μοσχονάς, Σ. (2005). «Η πρότυπη γλώσσα». Cogito, τεύχος 03, 2005, σσ. 56-57.

 

(πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 27 Noεμβρίου 2016)

ΧΡΟΝΟΣ #43, 27 Νοεμβρίου 2016

Ο συλλογικός τόμος «Η Λογοκρισία στην Ελλάδα», σε επιμέλεια  Πηνελόπης Πετσίνη και Δημήτρη Χριστόπουλου, είναι μία έκδοση του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ-παράρτημα Ελλάδας.

ΚΕΙΜΕΝΑ: ΧΑΡΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΝΔΡΙΤΣΟΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Μ. ΒΑΦΕΙΑΔΗΣ, ΙΟΥΛΙΑΝΗ ΒΡΟΥΤΣΗ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΚΛΑΒΙΝΑΣ, ΕΥΔΟΚΙΑ ΔΕΛΗΠΕΤΡΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΟΥΛΗΣ, ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ, ΜΑΡΙΑ ΖΟΥΜΠΟΥΛΗ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ, ΑΝΝΑ ΜΟΣΧΟΝΑ-ΚΑΛΑΜΑΡΑ, ΚΩΣΤΗΣ ΚΑΡΠΟΖΗΛΟΣ, ΟΡΣΑΛΙΑ-ΕΛΕΝΗ ΚΑΣΣΑΒΕΤΗ, ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΣΑΠΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΚΚΩΝΗΣ, ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, ΛΑΜΠΡΟΣ ΜΠΑΛΤΣΙΩΤΗΣ, ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ, ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΑΤΟΣ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ-ΣΟΦΟΚΛΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΠΕΤΣΙΝΗ, ΝΙΚΟΣ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΣ, ΜΑΡΙΑ ΡΕΠΟΥΣΗ, ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΣΚΟΥΡΤΗ, ΕΙΡΗΝΗ ΣΤΑΘΗ, ΜΑΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΙΤΣΕΛΙΚΗΣ, ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΤΡΑΜΠΟΥΛΗΣ, ΤΑΣΟΣ ΤΥΦΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΜΑΡΙΑ ΧΑΛΚΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΥ