Η νέα γερμανική θυματοποίηση

Χάγκεν Φλάισερ

Η Γερμανία «πρωταθλήτρια» στους πολέμους της μνήμης. Ομιλία στη Μόσχα με αφορμή την 29η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου

Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τα εμπλεκόμενα στρατεύματα ανήλθαν σε περίπου 110 εκατομμύρια ενόπλους. Εντούτοις, οι εκατόμβες των μαχίμων ήταν σαφώς κατώτερες από αυτές του άμαχου πληθυσμού που αποδεκατιζόταν από γενοκτονίες, από «αντίποινα», από βομβαρδισμούς, από λιμούς και από ποικίλες «παράπλευρες» απώλειες – όπως θα λέγαμε σήμερα. Εκατομμύρια άνθρωποι απήχθηκαν για καταναγκαστικά έργα. Οι δομές ολόκληρων κρατών καταστράφηκαν: Μόνο στην ΕΣΣΔ καταστράφηκαν 70.000 χωριά και 1.700 πόλεις! Ο πόλεμος σφράγισε όλο το υπόλοιπο του 20ού αιώνα, διαμόρφωσε ταυτότητες και ιδεολογίες με άξονα τις αντιλήψεις και τις δοξασίες γι’ αυτή την κεντρική εμπειρία. Έως σήμερα εξακολουθεί να συγκλονίζει τις συνειδήσεις ή τουλάχιστον να διαταράσσει τη «βολή» εκατομμυρίων ανθρώπων και εθνικοκοινωνικών συνόλων σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. 

Με τον τερματισμό του Πολέμου κάποιες δυνάμεις έπαψαν να είναι «μεγάλες» – η «Μεγάλη Βρετανία» απλώς συντηρούσε τον τίτλο, ενώ οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ένωση μεταλλάχθηκαν σε υπερδυνάμεις ενός νέου διπόλου. Για πρώτη φορά, το κέντρο των παγκόσμιων αποφάσεων μετατοπίστηκε από το ευρύτερο κέντρο της Ευρώπης προς την «περιφέρεια» – δυτικά και ανατολικά. Ο ιμπεριαλισμός των Δυνάμεων της Γηραιάς Ηπείρου βάδιζε από τη σταδιακή φθορά προς την κατάρρευση, ενώ οι πρώην αποικίες, η μία μετά την άλλη, απέκτησαν την ανεξαρτησία τους. Ως άμεση ή έμμεση συνέπεια του Πολέμου, οι ανατολικοευρωπαϊκές χώρες έγιναν κομμουνιστικές, το ίδιο και η πολυπληθέστερη του κόσμου, η Κίνα. 

Ορισμένες χώρες διχοτομήθηκαν, νέες προέκυψαν, ένα κράτος –η Πολωνία– μεταφέρθηκε μάλιστα εκατοντάδες χιλιόμετρα προς Δυσμάς, χάνοντας το ένα τρίτο προς την ΕΣΣΔ, ενώ εις αντάλλαγμα κέρδισε σχεδόν το ένα τέταρτο της επικράτειας του άλλοτε πανίσχυρου γερμανικού Ράιχ. Άλλα κράτη –όπως η Κροατία και η Σλοβακία, που κατά τη διάρκεια του Πολέμου είχαν ιδρυθεί ως πρόθυμοι δορυφόροι της ναζιστικής Γερμανίας– έπαψαν να υπάρχουν, έως ότου να «αναστηθούν» κατά την τελευταία δεκαετία του αιώνα. 

Στις δεκαετίες που πέρασαν, ιδίως όσο ζούσαν οι τελευταίοι αυτόπτες μάρτυρες, υπήρχε και εξακολουθεί να υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα ανάμεσα στην επίσημη, τη συλλογικη και τη, συχνά τραυματική, ατομική μνήμη. Ποιες είναι λοιπόν οι σχέσεις της μνήμης και της Ιστορίας με τους μύθους (και τα ταμπού) που συχνά θεωρούνταν αναγκαίοι για την επούλωση των πληγών αλλά και για τη συνοχή της κοινωνίας – π.χ. με την υποβάθμιση του φαινομένου του δωσιλογισμού και τον υπερτονισμό της Αντίστασης;

Βρισκόμαστε πλέον στο τελευταίο στάδιο μετάβασης από την άμεσα βιωμένη θύμηση προς την έμμεση, πολιτισμικά εννοούμενη μνήμη – στο κατώφλι προς την Ιστορία. Ως προς την «προσφορά» ιστορίας, ποτέ δεν είχαμε τόση όπως στις τελευταίες δύο δεκαετίες, ιδίως στις «στρογγυλές» επετείους (50, 60, 70 χρόνια από τα γεγονότα) και ποτέ δεν τη βιώσαμε από τόσο κοντά. Στη διάρκεια του Πολέμου η Γερμανία βρισκόταν στο επίκεντρο των διεθνών εξελίξεων, το ίδιο ίσχυε και κατά τη διάρκεια του ψυχροπολεμικού «μεταπολέμου» (το post-war του αλησμόνητου Tony Judt). Σχετικά με τη διαχείριση του πολεμικού παρελθόντος σε όλες του σχεδόν τις φάσεις και εκφάνσεις, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εξ ανάγκης ήταν πρωτοπόρα και θεωρείται μέχρι σήμερα «παγκόσμια πρωταθλήτρια». 

Μετά τον πόλεμο, η γερμανική γλώσσα έπλασε τον βαρύγδουπο όρο Vergangenheitsbewältigung για να ορίσει το επίπονο έργο της αντιμετώπισης, της υπέρβασης ενός βασανιστικού και βασανισμένου παρελθόντος. Πολλά γερμανο-ελληνικά λεξικά δεν περιέχουν καν τον όρο. Προσωπικά θα προτιμούσα μια πιο προχωρημένη προσέγγιση, τη «συμφιλίωση με το παρελθόν». Έμπρακτο παράδειγμα θα μπορούσε να θεωρηθεί, παρά τους εκατέρωθεν δισταγμούς και επιφυλάξεις, η αχανής νεκρόπολη Sologubovka κοντά στην Αγ. Πετρούπολη – η οποία εγκαινιάστηκε το έτος 2000 ως τελευταία κατοικία για 80.000 Γερμανούς πεσόντες.

Σε αντίθεση με τα σκαμπανεβάσματα της επίσημης μνήμης, η εξατομικευμένη θυματοποιημένη μνήμη των Γερμανών συμπεριελάμβανε πάντα το ξερίζωμα από τις χαμένες πατρίδες της Ανατολής και τις ατέλειωτες νύχτες των συμμαχικών βομβαρδισμών. Βέβαια, η διχογνωμία ανάμεσα στην πολιτικά ορθή επίσημη ερμηνεία και τη, συχνά επιλήψιμη, «λαϊκή» άποψη είναι γενικότερο φαινόμενο. Στη Γερμανία, οι πιο λυσσαλέες αντιδράσεις, κυρίως το 1995, στην πρώτη Έκθεση για τα εγκλήματα της Βέρμαχτ, προέρχονταν από τις διαμαρτυρίες χιλιάδων απλών αναγνωστών –όχι κατ’ ανάγκη νεοναζί– οι οποίοι διαφωνούσαν με τη θετικότερη ή πιο προσεκτική αντίδραση των κυρίαρχων ΜΜΕ. Ξαφνικά εμφανίστηκε διάχυτη η ανησυχία ότι οι εξελίξεις προμήνυαν την κατεύθυνση προς την οποία θα βάδιζε η γενικά επιδοκιμαζόμενη Vergangenheitsbewältigung, αφού το φαινόμενο της νέας γερμανικής θυματοποίησηςδηλαδή του εξαγνισμού των στιγματισμένων του πολέμου– δεν υποχωρούσε, ακόμη και σε μέσα ενημέρωσης που θεωρούνταν προοδευτικά. Οι περισσότεροι όμως έχουν πια αποδεχθεί την εκ νέου αποκαλυφθείσα δεύτερη ιδιότητα των Γερμανών στο μοιραίο δίπολο (θύτες – θύματα) που τους χαρακτήριζε. Βέβαια, η διάσταση αυτή είχε θεωρηθεί ύποπτη κατά το μεγαλύτερο μέρος της μεταπολεμικής περιόδου, ενώ στο μεταξύ έχει ήδη νομιμοποιηθεί ως συνιστώσα της ένθεν κακείθεν συλλογικής μνήμης για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δηλαδή και οι Γερμανοί δικαιούνται να μνημονεύουν τα θύματά τους εφόσον και η συμμαχική πλευρά είχε συχνά παραβιάσει τα όρια του πολεμικού δικαίου. 

 

Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ο αντικομμουνιστικός παροξυσμός της Δυτικής Γερμανίας συνοδευόταν από σαφείς αναπαραγωγές των συναφών αντι-σλαβικών ιδεολογημάτων της χιτλερικής προπαγάνδας. Την ταύτιση των εικόνων του ιδεολογικού και του «φυλετικού» εχθρού με την κατασκευή ενός «σλαβοκομμουνιστικού κινδύνου» συναντήσαμε σε ακόμη πιο καθαρή μορφή στην Ελλάδα του Ψυχρού Πολέμου. Στη Γερμανία ωστόσο, έχουμε μια άλλη μοιραία συνέπεια του φαινομένου: τα εγκλήματα της ναζιστικής περιόδου εις βάρος των σλαβικών λαών, καθώς και εκείνα στο πλαίσιο της καταπολέμησης «κομμουνιστικών συμμοριών» και συμπαθούντων αμάχων, δεν χαράσσονται στη συλλογική μνήμη των πολιτών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας – και, όταν καταγράφονται, τότε δεν θεωρούνται εγκλήματα αλλά αυτοάμυνα εναντίον ενός διαχρονικού, ύπουλου εχθρού. Εδώ έγκειται η μεγάλη διαφορά με την πρόσληψη της γενοκτονίας των Εβραίων, που με την όλο και περισσότερο αναγνωρισμένη και προβαλλόμενη μοναδικότητά της τείνει να μετατραπεί σε μοναδικό έγκλημα, το οποίο μάλιστα έχει το πλεονέκτημα ότι μπορούσε να αποδοθεί στο έτσι κι αλλιώς κατάμαυρο μητρώο του ίδιου του Χίτλερ, της ναζιστικής συμμορίας και των φορέων της δηλητηριώδους κοσμοθεωρίας τους.

 

Δεν πρέπει όμως, με την κατασκευή υποτιθέμενων παράπλευρων Ολοκαυτωμάτων, να συμψηφιστούν «τα αμαρτήματα των δύο πλευρών», ξεχνώντας ότι Γερμανοί ήταν εκείνοι που είχαν κηρύξει τον ολοκληρωτικό πόλεμο – ο οποίος τελικά στράφηκε εναντίον τους με τη μορφή σκληρών αντιποίνων, αλλά όχι γενοκτονίας. Τα μπεστ-σέλερ ιστορικού προβληματισμού όπως του Γκύντερ Γκρας για τον Πόλεμο και τη μνήμη του, επικεντρώνονται στις σχέσεις μεταξύ των γενεών. Εκεί, όπως είδαμε, η γενιά των εγγονών δείχνει περισσότερη κατανόηση για τα πολεμικά βιώματα και τα πάθη, αλλά και τις αμαρτίες των παππούδων σε σχέση με την ενδιάμεση γενιά του ’68, που είχε αναγάγει σε προπατορικό αμάρτημα την απροθυμία των πατεράδων τους να παραδεχτούν την όποια ενοχή τους. Με τα λόγια του αθυρόστομου Γκρας: «Η Ιστορία –ή ακριβέστερα: η Ιστορία που ανακατεύεται από εμάς– είναι σαν μια βουλωμένη τουαλέτα. Τραβάμε το καζανάκι και το ξανατραβάμε, αλλά τα σκατά εξακολουθούν να βγαίνουν στην επιφάνεια.»

 

Ωστόσο, η αναθεώρηση της μονόπλευρης προσέγγισης δεν πρέπει να δώσει τη θέση της σε μια νέα μονοδιάστατη εικόνα που θα έμοιαζε μ’ εκείνη του ’45. Η κυρίαρχη γερμανική ερμηνεία οφείλει να φροντίζει ώστε να μη θεριέψει η κουλτούρα του θύματος [Opferkultur], να μην αποκοπεί δηλαδή από το αιτιολογικό ιστορικό πλαίσιό της, λησμονώντας την ευθύνη εκείνων που είτε προκάλεσαν αυτόν τον όλεθρο είτε επωφελήθηκαν απ’ αυτόν.

Βέβαια, η μνήμη –σε αντίθεση με τη λήθη– μπορεί κάπως να «επιβληθεί», με προστακτικό τόνο. Ο καθημερινός ορυμαγδός «ηθικών προστακτικών» με σηκωμένο δάχτυλο ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για τα σημεία κορεσμού στην κοινή γνώμη και κυρίως στους νέους. Προβληματίζουν κάποιες καλοπροαίρετες πρωτοβουλίες, όπως εκείνη να στηθεί ενημερωτική πλάκα σε κεντρική πλατεία του Βερολίνου, απέναντι από το πιο φημισμένο πολυκατάστημα της πόλης, το KaDeWe – θεσμός ανάλογος του GUM στη Μόσχα. Η πλάκα αυτή αραδιάζει μια καταθλιπτική λίστα ναζιστικών κολαστηρίων με τον επιτακτικό τίτλο: «Τόποι που δεν επιτρέπεται ποτέ να τους ξεχάσουμε». Αναπόφευκτα, η προστακτική του λόγου προκαλεί μύχιες αντιδράσεις σε πολλούς αποδέκτες, να σβήσουν από την προτροπή την αρνητική ρήτρα – και ας μη γνωρίζουν την επισήμανση του Michel Foucault, πως «κάθε απαγόρευση αποτελεί κρυφή εντολή». 

Υπάρχει πλέον κατ’ αρχήν αποδοχή (με διαβαθμίσεις ειλικρίνειας) της ανάγκης όλα τα κοινωνικά σύνολα να διατηρούν στη μνήμη τους όχι μόνο τις λαμπρές και ηλιόλουστες αλλά και τις μουντές, τις απεχθείς πλευρές της ιστορίας τους. Ένα διαρκώς αυξανόμενο κοινό δέχεται ότι η συγκεκριμένη υπενθύμιση δεν πρέπει να περιοριστεί στους καθιερωμένους κακούς της διεθνούς αρένας του 20ού αιώνα (Σαντάμ, Μιλόσεβιτς, κ.λπ.), όπως ενίοτε επιχειρούν να κάνουν πλανητάρχες και υποπλανητάρχες. 

Για την 60ή επέτειο της τιτανομαχίας του Στάλινγκραντ, Γερμανοί και Ρώσοι ιστορικοί συζητούσαν από κοινού τα διδάγματα της μάχης και του συνακόλουθου μύθου της. Και στις δύο χώρες μεταδόθηκε μια τηλεοπτική συμπαραγωγή σε συνέχειες, ακριβώς τις ίδιες μέρες. Ταυτόχρονα οργανώθηκε στο Ρωσο-Γερμανικό Μουσείο του Βερολίνου μια κοινή έκθεση αφιερωμένη στη ένθεν και ένθεν μνήμη του Στάλινγκραντ. Με την ευκαιρία συζητήθηκαν προσεκτικά και οι πολλές «άβολες» πτυχές του μύθου. Έτσι προβλήθηκε το αποσιωπημένο γεγονός ότι περίπου 13.500 στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού, η δύναμη δηλαδή μιας ολόκληρης μεραρχίας, εκτελέστηκαν από τις σοβιετικές/σταλινικές αρχές με την κατηγορία της λιποταξίας, της δειλίας, της ανυπακοής, της προδοσίας. Από την άλλη, προβλήθηκε η διαμετρικά αντίθετη εκτίμηση για το ποιόν εκείνων των Γερμανών που μετά τη συντριβή άλλαξαν στρατόπεδο, συγκρoτώντας την Εθνική Επιτροπή Ελεύθερη Γερμανία. Στη DDR, τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας, οι αυτόμολοι θεωρούνταν γενναίοι πρωτοπόροι της αντιφασιστικής πνευματικής ανάκαμψης των Γερμανών, καθιερώνοντας τον ιδρυτικό μύθο του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους σε γερμανικό έδαφος. Αντιθέτως, στη Δυτική Γερμανία τα ίδια άτομα στιγματίστηκαν ως εξωμότες, προδότες, ενώ στην καλύτερη περίπτωση ρίχθηκαν στα Τάρταρα της λήθης. Απεναντίας, για την επανίδρυση του στρατού έγιναν δεκτοί κατά κανόνα οι περισσότεροι βετεράνοι της Βέρμαχτ, εξαιρέθηκαν όμως σχεδόν συλλήβδην εκείνοι της αντιφασιστικής Επιτροπής Ελεύθερη Γερμανία.

Όσον αφορά τις σχέσεις των δύο κατ’ εξοχήν αντιπάλων στον πόλεμο, τις γερμανορωσικές δηλαδή σχέσεις, υπάρχουν μέχρι σήμερα αμφιταλαντεύσεις και εντάσεις. Ένα πρόσφατο παράδειγμα: Κατά την 60ή επέτειο της συμμαχικής νίκης, ανάμεσα στους 57 ξένους ηγέτες στη Μόσχα, ο τότε Γερμανός καγκελάριος Σρέντερ δέχτηκε, εκτός από το αδελφικό φιλί, την πιο θερμή αποδοχή του Πούτιν, ο οποίος στο λόγο του χαρακτήρισε τη νέα γερμανορωσική φιλία ως «ένα από τα σημαντικότερα μεταπολεμικά επιτεύγματα». Λίγες μόνο μέρες νωρίτερα, με ευκαιρία την ίδια επέτειο, η επίσκεψη γερμανικού στολίσκου στο άλλοτε σκληρά διαφιλονικούμενο λιμάνι της Σεβαστούπολης προκάλεσε έντονες διαμαρτυρίες σε όλη την Κριμαία. Πολλοί βετεράνοι του Κόκκινου Στρατού προφανώς δεν ήταν ακόμη έτοιμοι να συγχωρήσουν. Αντέδρασαν σε πρωτοβουλίες για κοινές εκθέσεις ή για να τιμηθούν και να μνημονευθούν νεκροί και των δύο πλευρών. 

Απ’ την άλλη, τα βαλτικά κράτη επιρρίπτουν στην άλλοτε Σοβιετική Ένωση την ευθύνη για την απώλεια του ενός πέμπτου του πληθυσμού τους. Ανώτατοι αξιωματούχοι –όπως ο Λαντσμπέργκις, πρώτος πρόεδρος της ανεξάρτητης Λιθουανίας, και ο Λάαρ, πρώην πρωθυπουργός της Εσθονίας– παραβάλλουν μάλιστα την –κατά λέξη– «υποδειγματική» γερμανική Vergangenheitsbewältigung με την απροθυμία των Ρώσων να απολογηθούν για τα δεινά που εκείνοι τους είχαν προκαλέσει. Εδώ όμως λησμονούν πολλά: πρώτον, η γερμανική μεταμέλεια εστιάζεται στη Shoa, τη ναζιστική γενοκτονία των Εβραίων, δηλαδή ακριβώς στο σημείο όπου οι βαλτικοί πληθυσμοί υστερούν. Άλλωστε, οι νέοι εταίροι, και ιδίως τα ισχυρά εθνικιστικά-λαϊκιστικά κινήματα στο νέο άκρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, εκμεταλλεύονται το ασφαλές λιμάνι της Δύσης για να προκαλέσουν τη ρωσική αρκούδα στο ευαίσθητο μέτωπο της Ιστορίας. Γνωρίζουν καλά ότι με τα τωρινά δεδομένα το Κρεμλίνο θα έθετε σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή της χώρας αν προέβαινε στη ζητούμενη αποκήρυξη του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου – του κυριότερου ενοποιητικού στοιχείου της αχανούς χώρας μετά την ήττα στον Ψυχρό Πόλεμο, όταν μάλιστα οι πολυπόθητοι καρποί της νεοαποκτηθείσας δημοκρατίας αργούν να φανούν.

 Αναμένουμε να δούμε αν τα ερμηνευτικά διλήμματα της παλαιάς και της νέας Ευρώπης θα παραμείνουν με δυσοίωνες προοπτικές για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ή αν θα προέλθει τελικά μια προσέγγιση, που δεν μπορεί να είναι απλώς η παραδοχή της δυτικής αντίστοιχης από τους ανατολικούς, δηλαδή μια επίπλαστη μονοσημία στη θέση της διαφορετικότητας. Τότε όμως θα βαρύνουν περισσότερο οι αρνητικές μνήμες της κομμουνιστικής περιόδου σε αυτές τις χώρες και –σε συνδυασμό με κάποια αισθήματα ενοχής των παλαιότερων, ότι δηλαδή αυτοί την ίδια περίοδο «καλοπερνούσαν»– η Shoah, το Ολοκαύτωμα των Εβραίων, θα χάσει μέρος της σημασίας του ως κεντρικής ιδέας για τη διαμόρφωση μιας ευρωπαϊκής ή, ευρύτερα, δυτικής ταυτότητας. 

Η ανάγκη σύγκλισης ανάμεσα στις διαφορετικές εικόνες της Ιστορίας είναι λοιπόν προφανής, οι δίοδοι που οδηγούν εκεί φαντάζουν όμως στενές και ανηφορικές. Πολλοί παλαιοημερολογίτες ιστορικοί από χώρες του πρώην Υπαρκτού σοσιαλισμού φαίνονται ανέτοιμοι για μια τέτοια σύγκλιση, που συχνά θα απαιτούσε και έναν οδυνηρό απολογισμό του προσωπικού και παραταξιακού τους παρελθόντος. Ορισμένοι απλώς αλλάζουν το πρόσημο στη μανιχαϊστική εικόνα: οι ίδιοι παραμένουν θύματα, ενώ μόνο οι εκάστοτε «κακοί» πρωταγωνιστές αλλάζουν, από Γερμανούς/Φασίστες σε Σοβιετικούς/Κομμουνιστές/Ρώσους. Απ’ την άλλη, οι περισσότεροι Ρώσοι επιμένουν να βλέπουν το όλο θέμα μέσα από το απλουστευτικό πρίσμα του «αντιφασισμού». Κατά συνέπεια, πρέπει μάλλον να περιμένουμε μέχρις ότου η νέα γενιά ιστορικών –που δεν κουβαλάει τα βαρίδια των προηγούμενων, αν και ακόμα βρίσκεται στη σκιά τους– να τολμήσει να εγκαινιάσει έναν ρηξικέλευθο επιστημονικό λόγο, που μπορεί να αγγίξει το ευρύ κοινό και πέραν των εσωτερικών και εξωτερικών συνόρων.

Όσα αναφέρθηκαν, δεν αποτελούν την «τελευταία λέξη». Κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό ούτε για την επιστημονική έρευνα, ενώ για τη δημόσια ιστορία των MME η παροδικότητα της κρίσης έτσι κι αλλιώς αποτελεί χαρακτηριστική συνιστώσα. Ο ομιλών βίωσε την εμπειρία αυτή, σε καθημερινή βάση τα τελευταία χρόνια, προσπαθώντας να ενημερώνεται συνεχώς για τους «πολέμους της μνήμης» διεθνώς. Και συχνά έπρεπε να τροποποιήσει συμπεράσματα στα οποία ο ίδιος (και οι πηγές του) είχαν καταλήξει προηγουμένως. Εν γένει λοιπόν δεν είναι δύσκολες οι προβλέψεις: νέες πηγές, νέες μέθοδοι και ερμηνείες, αλλά και σκοπιμότητες, θα καθιστούν δυνατές και αναγκαίες νέες προσεγγίσεις σε όλες τις χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Για να προβληθούν, οι νέοι ερευνητές θα αμφισβητήσουν τους πρεσβύτερους, η επιστημονική σκαπάνη θα ξεσκεπάσει και άλλους «χώρους υγειονομικής ταφής» παραχωμένων σκελετών: δηλαδή πτυχών της πρόσφατης ιστορίας, ασύμφορων από παραταξιακή ή εθνική σκοπιά. 

Η διαδικασία της μονόπλευρης κάθαρσης γρήγορα άλλαξε τροπή εξαιτίας νέων πολιτικοκοινωνικών υπολογισμών, καθότι στις περισσότερες χώρες οι κυβερνώντες επιδίωκαν να κλείσουν ή, έστω, να «μπαλώσουν» εσωτερικά ρήγματα. Η τάση αυτή ήταν πιο εμφανής στα διάδοχα κράτη των βασικών ενόχων (Γερμανία, Αυστρία, Ιταλία), αλλά επίσης στη Γαλλία και στους ανατολικούς δορυφόρους του ναζιστικού Ράιχ, όπου η συνεργασία, ο δωσιλογισμός στις διάφορες εκφάνσεις του, υπήρξε μαζικό φαινόμενο. Στη Δυτική Ευρώπη –από τη Δανία μέχρι την Ελλάδα και την ουδέτερη Ελβετία– οι οικονομικοί συνεργάτες γλίτωσαν σκανδαλωδώς ανώδυνα, εφόσον επικράτησε η άποψη ότι η πολυπόθητη ανοικοδόμηση και επιστροφή στην «ομαλότητα» δεν ήταν εφικτή χωρίς εκείνους. Στις περισσότερες χώρες, χάριν της εσωτερικής «ειρήνευσης», οι τοπικές κοινωνίες και οι κυβερνήσεις συγκάλυπταν τις ενοχλητικές παραφωνίες της ιστορίας τους. Καμία κυβέρνηση δεν τολμούσε να τιμωρήσει υπέρογκο ποσοστό ομοεθνών, το έγκλημα των οποίων ήταν ότι υπήρξαν «νομοταγείς» απέναντι σε καθεστώτα που συχνά ήταν ταυτόσημα ή άμεσοι συνεχιστές των προπολεμικών προκατόχων τους (όπως στην Ιταλία, τη Ρουμανία, την Ουγγαρία). Όσο για τα ουδέτερα κράτη, η επικερδής συνεργασία τους με τη ναζιστική Γερμανία σύντομα «δικαιώθηκε» χάρη στα νέα δεδομένα του Ψυχρού Πολέμου, ακριβώς όπως αργότερα και οι ίδιοι οι Γερμανοί συγχωρέθηκαν σταδιακά.

Στην Ελλάδα, περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού, η νεοϊδρυθείσα Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βόννης ανέκτησε έδαφος μέσα από την επίσημη άποψη πως οι δοκιμασμένες «πολεμικές αρετές» του χτεσινού δυνάστη ήταν απαραίτητες για την καταπολέμηση του κομμουνιστικού κινδύνου. Το ίδιο σκεπτικό έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαρκώς φιλικότερη αντιμετώπιση των Δυτικογερμανών από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες σταδιακά τους απήλλαξαν ντε φάκτο από την καταβολή περαιτέρω επανορθώσεων, επειδή –σύμφωνα με ενδοϋπηρεσιακό έγγραφο– αρνήθηκαν να «ταΐζουν την αγελάδα, την οποία μετά άλλοι θα άρμεγαν», εννοώντας φυσικά τους «ελάσσονες συμμάχους», από τους Νορβηγούς έως τους Έλληνες, με τις αξιώσεις τους για αποζημιώσεις.

Από τα τέλη της δεκαετίας του ’40, η στρατηγική σημασία της Βόννης αυξανόταν λοιπόν ευθέως ανάλογα με το φόβο της κομμουνιστικής απειλής, εσωτερικής και εξωτερικής, κι αυτό σήμαινε την υλική θωράκιση αλλά και την ηθική εξιλέωση του πρώην παρία της διεθνούς κοινότητας. Οι ΗΠΑ, ειδικότερα, κατάφεραν έτσι με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Μετατρέποντας τη Δυτική Γερμανία σε προπύργιο του «Ελεύθερου Κόσμου», σκόπευαν στον ευρωπαϊκό στίβο «να κρατήσουν τους Γερμανούς από κάτω, και τους Ρώσους απ’ έξω» (“to keep the Germans down and the Russians out” – όπως έλεγε αμερικανικό λογοπαίγνιο της εποχής. Έτσι, όταν η Βόννη δέχθηκε πιέσεις για να πληρώσει τουλάχιστον μερικώς τις εξωτερικές της οφειλές στο πλαίσιο μιας διεθνούς συμφωνίας (Λονδίνο 1953) – χωρίς συμμετοχή της ΕΣΣΔ και της Πολωνίας, οι οποίες είχαν υποστεί τις μεγαλύτερες απώλειες από τη ναζιστική εισβολή, οι αξιώσεις που υπέβαλαν οι «μικροί» σύμμαχοι εξαιρέθηκαν από τη ρύθμιση των γερμανικών χρεών, αφού αναβλήθηκαν «μέχρι του οριστικού διακανονισμού του ζητήματος των επανορθώσεων». Αυτή η ομιχλώδης διατύπωση σκόπευε να προστατεύσει τη «νέα» Γερμανία από την οικονομική «αφαίμαξη» εκ μέρους των άλλοτε θυμάτων της, ενώ οι Αμερικανοί ήταν ικανοποιημένοι καθώς «ο χρόνος δούλευε για τους Γερμανούς», παραπέμποντας το ζήτημα των επανορθώσεων ντε φάκτο στις «ελληνικές καλένδες». Προφανώς, για οποιαδήποτε τελική διευθέτηση απαιτείτο μια ειρηνευτική συμφωνία με μια επανενωμένη Γερμανία, κι ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν φαινόταν πιθανό υπό τις τότε επικρατούσες συνθήκες ψυχροπολεμικού διπολισμού. 

Όταν η γερμανική διχοτόμηση έληξε, με την ανέλπιστη ενοποίηση της ΟΔΓ και της ΓΛΔ, η «συμφωνία των 2+4» ανάμεσα στα δύο γερμανικά κράτη και τους τέσσερις βασικούς εταίρους της πάλαι ποτέ αντιχιτλερικής συμμαχίας ισοδυναμούσε ντε φάκτο με συνθήκη ειρήνης. Εντούτοις αποφεύχθηκε μια τυπική (de jure) συνθήκη, έτσι ώστε να αφεθεί στους Γερμανούς ένα παραθυράκι για να μην υποστούν «εκβιασμούς» (δηλ. αξιώσεις) από τα μικρότερα συμμαχικά κράτη για τις ζημίες του πολέμου. Αυτή η δίγλωσση στρατηγική έμελλε να οδηγήσει σε μια σοβαρή επιδείνωση κυρίως των ελληνογερμανικών σχέσεων. Το ζήτημα παραμένει έως σήμερα σε εκκρεμότητα, πολιτικά, οικονομικά και ιδίως ιστορικά και ηθικά.

 

Ο Χάγκεν Φλάισερ γεννήθηκε στη Βιέννη το 1944 και σπούδασε Ιστορία και Μ.Μ.Ε. στο Βερολίνο. Από το 1979 δίδαξε ιστορία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (και ενδιάμεσα [1981-1991] στο Πανεπιστήμιο Κρήτης). Έχει γράψει περισσότερες από 100 επιστημονικές μελέτες, ιδίως για την περίοδο (και τη μεταπολεμική «κληρονομιά») του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Χάγκεν Φλάισερ

Το βιβλίο του Χάγκεν Φλάισερ
«Οι πόλεμοι της μνήμης.
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στη Δημόσια Ιστορία»

676 σελ.,
isbn 978-960-211-893-1

Στη διάρκεια του Πολέμου η Γερμανία βρισκόταν στο επίκεντρο των διεθνών εξελίξεων, το ίδιο ίσχυε και κατά τη διάρκεια του ψυχροπολεμικού «μεταπολέμου». Σχετικά με τη διαχείριση του πολεμικού παρελθόντος σε όλες του σχεδόν τις φάσεις και εκφάνσεις, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εξ ανάγκης ήταν πρωτοπόρα και θεωρείται μέχρι σήμερα «παγκόσμια πρωταθλήτρια». Μετά τον πόλεμο, η γερμανική γλώσσα έπλασε τον βαρύγδουπο όρο Vergangenheitsbewältigung για να ορίσει το επίπονο έργο της υπέρβασης ενός βασανιστικού και βασανισμένου παρελθόντος. Προσωπικά θα προτιμούσα μια πιο προχωρημένη προσέγγιση, τη «συμφιλίωση με το παρελθόν».

Τα εγκλήματα της ναζιστικής περιόδου εις βάρος των σλαβικών λαών, καθώς και εκείνα στο πλαίσιο της καταπολέμησης «κομμουνιστικών συμμοριών» και συμπαθούντων αμάχων δεν χαράσσονται στη συλλογική μνήμη των πολιτών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας – και, όταν καταγράφονται, δεν θεωρούνται εγκλήματα αλλά αυτοάμυνα εναντίον ενός διαχρονικού, ύπουλου εχθρού.

Στην Ελλάδα, περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού, η νεοϊδρυθείσα Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βόννης ανέκτησε έδαφος μέσα από την επίσημη άποψη πως οι δοκιμασμένες «πολεμικές αρετές» του χτεσινού δυνάστη ήταν απαραίτητες για την καταπολέμηση του κομμουνιστικού κινδύνου. Το ίδιο σκεπτικό έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαρκώς φιλικότερη αντιμετώπιση των Δυτικογερμανών από τις ΗΠΑ, οι οποίες σταδιακά τους απήλλαξαν ντε φάκτο από την καταβολή περαιτέρω επανορθώσεων, επειδή –σύμφωνα με ενδοϋπηρεσιακό έγγραφο– αρνήθηκαν να «ταΐζουν την αγελάδα, την οποία μετά άλλοι θα άρμεγαν», εννοώντας φυσικά τους «ελάσσονες συμμάχους», από τους Νορβηγούς έως τους Έλληνες, με τις αξιώσεις τους για αποζημιώσεις.

Όταν η γερμανική διχοτόμηση έληξε, με την ανέλπιστη ενοποίηση της ΟΔΓ και της ΓΛΔ, η «συμφωνία των 2+4» ανάμεσα στα δύο γερμανικά κράτη και τους τέσσερις βασικούς εταίρους της πάλαι ποτέ αντιχιτλερικής συμμαχίας ισοδυναμούσε ντε φάκτο με συνθήκη ειρήνης. Εντούτοις αποφεύχθηκε μια τυπική (de jure) συνθήκη, έτσι ώστε να αφεθεί στους Γερμανούς ένα παραθυράκι για να μην υποστούν «εκβιασμούς» (δηλ. αξιώσεις) από τα μικρότερα συμμαχικά κράτη για τις ζημίες του πολέμου. Αυτή η δίγλωσση στρατηγική έμελλε να οδηγήσει σε μια σοβαρή επιδείνωση κυρίως των ελληνογερμανικών σχέσεων. Το ζήτημα παραμένει έως σήμερα σε εκκρεμότητα, πολιτικά, οικονομικά και ιδίως ιστορικά και ηθικά.