απροσποίητα περιποιητικά
#α.π._07


+
Ο λόγος ως μάσκα: Στα έργα του Γκομπρόβιτς, ο λόγος καθίσταται συχνά α-νόητος, υποκείμενος στην κοινωνική ανοησία, στο άλλο αντί άλλου εκφερόμενο. Ο λόγος ψεύδεται, και ψευδόμενος καθίσταται μάσκα κοινοτοπίας, διπροσωπίας, εξαπάτησης, διατήρησης των κεκτημένων, απόκρυψης των επτασφράγιστων μυστικών. Τα πρόσωπα στον Γκομπρόβιτς δεν συνδιαλέγονται, αλλά δημαγωγούν ή ρητορεύουν. Καταλαμβάνονται από λογοδιάρροια και μιλούν μόνο για να καλύψουν το κενό. Συχνότατα, όμως, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: τότε, η καταφυγή στη σιωπή είναι δηλωτική της ανεπάρκειας των λέξεων. «Δεν είμαστε εμείς που λέμε τις λέξεις», γράφει ο Γκομπρόβιτς, «είναι οι λέξεις που μας λένε». Η γλώσσα είναι το μέγα τέρας της επικοινωνίας, αυτό που ο κοινωνικός άνθρωπος, αλλά και ο συγγραφέας, καλείται να καθυποτάξει. Στον αγώνα αυτό, η γλώσσα πάντα θα νικά. Γι’ αυτό και ο Γκομπρόβιτς προχωρά σε συνεχείς ελιγμούς και αιφνιδιασμούς προς τη γλώσσα, επιτίθεται στις λέξεις του αλύπητα, προχωρά σε παραποίησή τους, συνεχή λογοπαίγνια, γλωσσοπλασίες, αμφισημίες, πολυσημίες. Εφόσον, όμως, η γλώσσα δεν αρκεί (ας θυμηθούμε εδώ και το μπεκετικό «οι λέξεις φθίνουν»), ο Γκομπρόβιτς καταφεύγει συχνότατα στο σώμα: στη στάση, στη χειρονομία, στην γκριμάτσα. Μάσκες και αυτά, όμως τουλάχιστον πιο αθώες, πιο ανώριμες, πιο άξεστες, πιο σωματικές – και γι’ αυτό, στο σύστημα του Γκομπρόβιτς, κατά τι πιο «αξιόπιστες».
Η γκριμάτσα ως μάσκα: Οι γκριμάτσες στον Γκομπρόβιτς είναι αυτές που προσδίδουν πιο έκδηλα τον γκροτέσκο χαρακτήρα της εικονοποιίας του. Σχετίζονται με τη λειτουργία των επάλληλων προσωπείων που φορούμε στον εαυτό μας και στους άλλους. Προσωπείων αμηχανίας, πόνου, μόχθου, εξαθλίωσης, ανίας, αηδίας, μίσους, τρόμου – αλλά και ευχαρίστησης, χαράς, ευφορίας. Εφόσον η ύπαρξη είναι ενωμένη με την αναπόφευκτη πραγματικότητα του πόνου, η γκριμάτσα σχετίζεται πρωτίστως με την παραμόρφωση. Μάλιστα, η γκριμάτσα έχει κάτι το κολλώδες, αφού, μόλις εφαρμοστεί, δύσκολα αποκολλάται από το πρόσωπο – απλώς προστίθενται πάνω της και άλλες. Στην ανθρωπολογία του Γκομπρόβιτς, δύο είναι οι βασικές μεταφορές προώθησης του ατελεύτητου της Μορφής: η gęba (μούρη, μούτρο, φάτσα, μουτσούνα), που δηλώνει την καταστροφική πλευρά της συσχέτισης με τους άλλους, και η pupa (πισινός, κωλαράκι, ποπουδάκος), λέξη που ταυτίζεται με το ανεστραμμένο πρόσωπο, δηλώνοντας τη μειωτική και εξευτελιστική επίδραση του ενός πάνω στον άλλον.
Παρωδία, σάτιρα, γελοίο, γέλιο: Η έλλειψη σοβαρότητας, η ανωριμότητα, η προσφυγή στα αγαθά της κατωτερότητας (γέλιο, ανοησία, διασκέδαση, πλάκα, αστείο, παιχνίδι) είναι για τον Γκομπρόβιτς τρόποι για να κανιβαλίσει κανείς –έστω και μάταια– τη Μορφή. Είναι φανερό πως ο συγγραφέας αυτός ήθελε τον αναγνώστη του να ταράζεται, την ώρα ακριβώς που ξεκαρδίζεται (στα γέλια).
Β. Αμανατίδης, Επίμετρο, στο Witold Gombrowicz, Κόσμος, μτφρ. Β. Αμανατίδης, Αθήνα, Εκδόσεις Νεφέλη, 2012, σ. 293-295, 296.