#α.π._06

[ ήδη ένας χρόνος με παγκόσμια πανδημία, αλλά με όρους 21ου αιώνα. Όσοι μεγαλώσαμε με παραμύθια δεν ξέρουμε πια καθόλου τι να κάνουμε με τα διδάγματά τους. Τι πρέπει να αποφύγουμε και από  τι να (πρωτο)φυλαχθούμε; Όλα παραμένουν μισά και άδηλα, κι ακόμη κι αυτά που γνωρίζαμε τα ξεχνούμε, γιατί στη «νέα πραγματικότητα» ούτε αρμόζουν ούτε εφαρμόζουν ούτε εφαρμόζονται. Παράδειγμα:
 
Ήταν μια φορά κι έναν καιρό μια γριά γουρούνα που ’χε τρία γουρουνάκια και, καθώς δεν είχε να τα θρέψει, τα ξαπόστειλε να βρουν την τύχη τους. Το πρώτο που ξεμύτισε συνάντησε έναν άνθρωπο μ’ ένα δεμάτι άχυρα και του ’πε: «Άνθρωπε, σε παρακαλώ, δώσε μου τούτα τ’ άχυρα για να χτίσω ένα σπίτι να ζω», και εκείνος του τα έδωσε και το γουρουνάκι πήγε κι έχτισε μ’ αυτά ένα σπίτι. Μα μια και δυο έρχεται ένας λύκος, χτυπά την πόρτα, λέει:
«Καλό, μικρό μου γουρουνάκι, άνοιξέ μου για να μπω».
Οπότε και το γουρουνάκι τού αποκρίνεται:
«Όχι! Πριτς που θα σ’ ανοίξω! Φύγε από δω».
Οπότε και ο λύκος τού αποκρίνεται:
«Ε, τότε, θα φυσήξω, θα βροντήξω, το σπιτάκι σου θα ρίξω».
Και έτσι, φύσηξε και βρόντηξε, και έριξε το σπιτάκι και το καταβρόχθισε το γουρουνάκι.
Το δεύτερο γουρουνάκι συνάντησε έναν άνθρωπο μ’ ένα δεμάτι φρύγανα και είπε:
«Άνθρωπε, σε παρακαλώ, δώσε μου τα φρύγανα για να χτίσω ένα σπίτι», και εκείνος του τα έδωσε, κι έτσι το γουρουνάκι έχτισε το σπίτι του. Αλλά νά σου τότε και ο λύκος, που ’ρχεται και λέει:
«Καλό, μικρό μου γουρουνάκι, άνοιξέ μου για να μπω».
«Όχι! Πριτς που θα σ’ ανοίξω! Φύγε από δω».
«Ε, τότε, θα φυσήξω, θα βροντήξω, το σπιτάκι σου θα ρίξω».
Και έτσι, φύσηξε και βρόντηξε και βρόντηξε και φύσηξε, και με τα πολλά το γκρέμισε το σπιτάκι και μια μπουκιά το έκανε κι αυτό το γουρουνάκι.
Το τρίτο γουρουνάκι συνάντησε έναν άνθρωπο που κουβαλούσε τούβλα, και είπε: «Παρακαλώ, άνθρωπέ μου, δώσε μου τα τούβλα σου για να χτίσω μ’ αυτά ένα σπίτι». Και έτσι ο άνθρωπος του τα έδωσε, και εκείνο έχτισε το σπίτι του μ’ αυτά. Ήρθε λοιπόν ο λύκος πάλι, όπως και στ’ άλλα γουρουνάκια, και είπε:
«Καλό, μικρό μου γουρουνάκι, άνοιξέ μου για να μπω».
«Όχι! Πριτς, δεν θα σ’ ανοίξω! Φύγε από δω».
«Ε, τότε, θα φυσήξω, θα βροντήξω, το σπιτάκι σου θα ρίξω».
Ο λύκος, που λέτε, φύσηξε τότε και βρόντηξε και φύσηξε και βρόντηξε και βρόντηξε και φύσηξε, μα το σπίτι αυτό να το γκρεμίσει δεν μπορούσε. Όταν είδε και απόειδε πως με όλα τα φυσήματα και με όλα τα βροντήματα δεν μπορούσε να γκρεμίσει αυτό το σπίτι, γύρισε και είπε: «Γουρουνάκι μου, ξέρω πού είναι ένα ωραίο χωράφι με γογγύλια». «Πού;» είπε το γουρουνάκι».
«Α, στο κτήμα του κυρ Σμιθ, και αν αύριο το πρωί είσαι έτοιμο και με περιμένεις, εγώ περνάω και σε παίρνω και πηγαίνουμε παρεούλα να μαζέψουμε, να ’χουμε για βραδινό». «Πολύ ωραία»», είπε το γουρουνάκι, «θα είμαι έτοιμο και θα σε περιμένω. Κατά τι ώρα λες;» «Ε, να πούμε στις έξι». Το γουρουνάκι, ωστόσο, σηκώθηκε στις πέντε και πήγε και πήρε τα γογγύλια προτού να έρθει ο λύκος (που έφτασε κατά τις έξι) – και που αμέσως είπε: «Άντε, γουρουνάκι, έτοιμο; Πάμε;» Αλλά το γουρουνάκι είπε: «Ουου, τώρα!; Έχω πάει, έχω γυρίσει κι έχω γεμίσει για το βραδινό μου ένα τσουκάλι ώς απάνω». Αυτό πολύ τον θύμωσε το λύκο, αλλά σκέφτηκε πως, δεν μπορεί, κάτι θα σκαρφιστεί και αργά ή γρήγορα θα το τσακώσει το γουρουνάκι [...]
 
 
μόλις βέβαια παρέθεσα το ακριβώς μισό του πασίγνωστου παραμυθιού «Τα τρία γουρουνάκια», το οποίο και μετέφρασα (χάριν πιστότητος!) από την πρώτη, «αυθεντική» καταγραφή του (“The Story of the Three Little Pigs”: James Orchard-Halliwell-Phillips, Nursery Rhymes and Nursery Tales, Λονδίνο, περ. 1843). Νομίζουμε πως γνωρίζουμε τη συνέχεια; Πιστεύουμε, στ’ αλήθεια, ότι το τρίτο –το έξυπνο και προνοητικό– γουρουνάκι θα καταφέρει αυτή τη φορά, ως συνήθως, όχι μόνο να ξεγελάσει αλλά και να εξοντώσει τον λύκο; Ας μην είμαστε τόσο σίγουροι. Το παραμύθι έχει ανεπανόρθωτα ζαλιστεί από τις χιλιάδες παραλλαγές και παρωδίες που έχει υποστεί κατά τους δύο τελευταίους, κρίσιμους αιώνες μας. Είναι ζαλισμένο όπως κι εμείς οι ίδιοι. Τι πιστότητες, αυθεντικότητες, προνοητικότητες, και κουραφέξαλα; Δεν ξέρουμε πού πατάμε. Καλύτερα να μείνει μισό ]

[ τουλάχιστον υπάρχουν κάτι ανολοκλήρωτα –μα ισχυρά και παρήγορα– λόγια, σαν αυτά που φαίνεται να έγραψε λίγο πριν αυτοκτονήσει το 1930 στη Μόσχα ο Μαγιακόφσκι (βρέθηκαν, λένε, σ’ ένα χαρτί μέσα στην τσέπη του). Μου τα διέδωσαν πολύ αργότερα, με ελεγειακή ωμότητα, κάνοντάς τα τραγούδι, αυτοί οι ποστ-πανκ Ολλανδοί, οι Mecano. Ώσπου για πολλούς από μας το λειψό αυτό ποίημα έγινε τότε ένα είδος μάντρα, κρυφής προσευχής, ένα λεκτικό κομποσκοίνι, με το οποίο λες και αδιάκοπα μετρούσαμε την επιθυμία και την ελπίδα μας προς το μέλλον. Άτιτλο έμεινε το ποίημα του Μαγιακόφσι, "Untitled" τιτλοφορείται το τραγούδι, ωστόσο όλοι το ξέραμε ως "I know the power of words":

Το μαγιακοφσκικό σπάραγμα (αναγκαστικά, στα αγγλικά), παρακάτω:
 
I know the power of words,
I know the tocsin of words.
They are not those that make theater boxes applaud.
Words like that make coffins break out
make them pace with their four oak legs.
It happens they are thrown out,
not printed, not published.
But the word gallops, its saddle girth tightened,
it rings through the ages and trains creep nearer
to lick... poetry's toil-hardened hands.
 
οπότε και η μετάφρασή του στα (κάπως εξαναγκασμένα) ελληνικά:
 
Γνωρίζω τη δύναμη των λέξεων,
γνωρίζω τον συναγερμό των λέξεων.
Δεν είναι εκείνες που κάνουν τα θεωρεία να χειροκροτούν.
Τέτοιες λέξεις μπορούν και κάνουν τα φέρετρα να ανοίγουν,
να προχωρούν στα τέσσερα δρύινα πόδια τους.
Συμβαίνει να είναι παραπεταμένες,
να μην τυπώνονται, να μην εκδίδονται.
Όμως η λέξη καλπάζει, με της σέλας τη ζώνη σφιγμένη,
Αντηχεί μες στους αιώνες και τα τρένα σερνάμενα ζυγώνουν
για να γλείψουν… τα ροζιασμένα χέρια της ποίησης ]
 
 
 
(…)
 
λοιπόν, αυτά τα «ροζιασμένα», «σκληρυμένα», «ταλαιπωρημένα» απ’ την πολλή δουλειά χέρια της ποίησης υπονοούν, θαρρώ, μεταξύ άλλων, πως η ποίηση είναι και αυτή μια (κατά κάποιον τρόπο χειρωνακτική) εργασία. Αλλά και πως ποίηση δίχως διακινδύνευση είναι μόνο διακοσμητική, κοσμική, απλώς ένα στολίδι.
 
Δεν ξέρουμε που δεν ξέρουμε πού πατάμε, τουλάχιστον ας εργαζόμαστε και ας διακινδυνεύσουμε να μας φαν οι λύκοι. Συχνότατα είναι η διακινδύνευση που ανοίγει δρόμο. Αυτή. Όχι τα ίδια τα βιβλία ή τα ποιήματα. Και αν διακινδυνεύοντας, πέσει στο ο μη γένοιτο κενό, τότε κανένα κενό δεν θα είναι πιο πλήρες από αυτό στο οποίο έπεσε η/ο καλλιτέχνης διακινδυνεύοντας.
 
(…)
 
Αντλημένη και πάλι η παραπάνω από τις σκόρπιες σημειώσεις των ψηφιακών μου τετραδίων (που, ως γνωστόν, δεν είναι παρά μεταμφιεσμένες οδηγίες χρήσης για κρίσιμες περιστάσεις).
 
(…)
Βλαντίμρ Μαγιακόφσκι (1893-1930)

+

[ ακατονόμαστο ποίημα ]
 

Περασμένη ώρα 
και η Φρίκη
φέρνει δώρα:
 
Σε δαντελένιο κουτάκι τυλιγμένο
στα μπαμπακωτά του σπλάχνα βουτηγμένο
το τουτ-σπυράκι

Δος μου φιλάκι να σου πω ότι ανήκει
στων Θαυμάτων την Αλίκη

Να βραδιάσει πάει
και η Φρίκη φοράει
τη μαύρη χλαίνη

Τρέχει επίσκεψη στη Μικρή Ελένη.
Θα προσφέρει χασίσι
και μετά θα χαρίσει
–με θειάφι κι άνηθο πασπαλισμένο–
του Μικρού Πρίγκιπα το πρώτο χύσι

Και προς το ξημέρωμα 
της Φρίκης τ’ άγιο φτέρωμα
θα ’χει μαδήσει

Για να μείνει αθάνατη, θα ορίσει:
στη Σταχτοπούτα φθίση
στα Γουρουνάκια σχάρα
στη Ραπουνζέλ μια μαδημένη κάραž

Μόνο τη Χιονάτη
ανέγγιχτη θ’ αφήσει

Θα την τοποθετήσει σε δικό της μουσείο.
Εύρημα 18 (σπάνιο):
Χιονάτης αιδοίο.
 

(από το Υπνωτήριο: εννιά νυχτικές παραβολές (Εκδόσεις Εντευκτηρίου, 1999)

Go back