#α.π._05

[ και επειδή γεμίσαμε πραγματικότητα –αλλά με λάθος τρόπο–, παραθέτω παρακάτω μία πρόχειρη μετάφραση (τα γερμανικά μου είναι πολύ μέτρια, κι όλο και κάτι θα ’χει ξεφύγει) από απόσπασμα γραφής του Kafka, το οποίο προτείνω να το έχουμε πάντα –μα και ειδικά στις εποχές μας πάλι– στο μυαλό μας:

 

«Πιστεύω πως πρέπει να διαβάζουμε μόνο εκείνα τα βιβλία που μας πληγώνουν και μας μαχαιρώνουν. Εάν το βιβλίο που διαβάζουμε δεν μας ξυπνά μ’ ένα χτύπημα στο κεφάλι, για ποιον λόγο το διαβάζουμε; Για να μας κάνει ευτυχισμένους, όπως γράφεις; Θεέ και Κύριε, ευτυχείς θα ήμασταν ακόμη κι αν δεν είχαμε βιβλία, και τα βιβλία που μας κάνουν ευτυχισμένους είναι εκείνα που θα μπορούσαμε, αν χρειαζόταν, να τα γράψουμε μόνοι μας. Αλλά χρειαζόμαστε τα βιβλία που μας επηρεάζουν όπως μια καταστροφή, που μας θλίβουν βαθιά, όπως ο θάνατος κάποιου που αγαπούσαμε περισσότερο κι από τον εαυτό μας, όπως αν εξαφανιζόμασταν μέσα σε δάση, μακριά από όλους τους ανθρώπους, όπως μια αυτοκτονία. Ένα βιβλίο πρέπει να είναι το τσεκούρι για την παγωμένη θάλασσα μέσα μας. Αυτό πιστεύω».

Franz Kafka, 27.01.1904, γράμμα στον παιδικό του φίλο Oskar Pollak
________________________________________________

 

"Ich glaube, man sollte überhaupt nur solche Bücher lesen, die einen beißen und stechen. Wenn das Buch, das wir lesen, uns nicht mit einem Faustschlag auf den Schädel weckt, wozu lesen wir dann das Buch? Damit es uns glücklich macht, wie Du schreibst? Mein Gott, glücklich wären wir eben auch, wenn wir keine Bücher hätten, und solche Bücher, die uns glücklich machen, könnten wir zur Not selber schreiben. Wir brauchen aber die Bücher, die auf uns wirken wie ein Unglück, das uns sehr schmerzt, wie der Tod eines, den wir lieber hatten als uns, wie wenn wir in Wälder verstoßen würden, von allen Menschen weg, wie ein Selbstmord, ein Buch muß die Axt sein für das gefrorene Meer in uns. Das glaube ich." ]
_______________________________________________

 

{ στη φωτογραφία, ο Franz Kafka 5 ετών }

Ο Franz Kafka 5 ετών

[ άλλωστε, εδώ και μερικούς μήνες κοιτώ (και με ακινητοποιεί) αυτή τη συγκλονιστική «Βουτιά» (1935) ενός από τους σπουδαιότερους φωτογράφους του 20ού αιώνα, του Ούγγρου André Kertész.

Όχι μόνο γιατί μοιάζει να εικονογραφεί τα τωρινά της ζωής μου. Κυρίως γιατί αυτό το βούτηγμα μέσα στον υδάτινο, υδαρή και πάντα διαφεύγοντα Άλλον (είτε είναι η ηλικιωμένη μητέρα σου είτε ο άνθρωπος που αγαπάς) είναι πάντα και εξαρχής ένα καθρέφτισμα΄ μια βουτιά μέσα στη δική σου σκιά΄ τέλος, μια πρόσκρουση και διαπεραστική βουτιά στον εαυτό. Που αφού σπάσεις την κρούστα του και αν δεν τσακιστείς και τον διαπεράσεις και αυτόν και βρεθείς στον βυθό, που είναι για όλους μας κοινός, ανακαλύπτεις υποθέτω πάντα κάτι, έναν θησαυρό: έναν μικρό σταυρό (των Θεοφανίων;) ή απλώς λίγη υγρή άμμο στη φούχτα. Είναι ένας χρησμός για την ένωση και τον αποχωρισμό, για το τέλος και την αρχή των πραγμάτων ]

«Βουτιά» (1935), André Kertész

Ας μη γίνω προς το παρόν ούτε περισσότερο συγκεκριμένος ούτε περισσότερο κρυπτικός, και ας λοξοδρομήσω προς τη γνωστή οδό. Αντλημένες και πάλι από τις σκόρπιες σημειώσεις των ψηφιακών μου τετραδίων (που, ως γνωστόν, δεν είναι παρά μεταμφιεσμένες οδηγίες χρήσης για κρίσιμες περιστάσεις), να ακόμη τρία μικρότατα tips προς ναυτιλομένους στην ποίηση (αλλά, ναι, και στη ζωή):

 

(…)

 

Θα ευχόμουν να κινούμασταν όλοι όλο και περισσότερο όχι τόσο σε αυτό που λέγεται, αλλά σε αυτό που υποφώσκει. Το ποίημα είναι ισχυρότερο όταν δεν εξαντλείται στο πρώτο επίπεδο ανάγνωσης, αλλά όταν με διάφορους τρόπους διανοίγεται προς την αμφισημία, ή βεβαίως και προς μια ευεργετική πολυσημία. Πολυσημία ναι, πάντως πανσημία όχι (κανένα ποίημα δεν μπορεί να σημαίνει τα πάντα, αφού, στην περίπτωση αυτή, τα πάντα ίσον τίποτα).

 

(…)

 

Θα ευχόμουν να αντιλαμβανόμασταν όλοι όλο και περισσότερo τη χρησιμότητα της αφαίρεσης, της χρησιμότητα του κενού και της απουσίας, της παύσης και της σιωπής ως ενεργούς ύλης, ως είδος λόγου που συνεργάζεται με τις εκφερόμενες λέξεις. Το ποίημα δεν είναι οι εκφερόμενες λέξεις του.

 

(…)

 

Είμαστε και αυτό που σπάει και αυτό που απομένει.

07.12.2020

+

Φόβος:
Το πρώτο του προφορικό ποίημα
(4 ετών)
 
«Λες μαμά να κάνουμ’ εμετό
Να κάνουμε και γάλα
Και να πεθάνουμε
Και να μας φάει κι η αρκούδα
Λες μαμά να τα πάθουμε αυτά τα πράγματα;
Λες μαμά να κάνουμ’ εμετό
Να κάνουμε και γάλα
Και να πεθάνουμε
Και να μας φάει κι η αρκούδα
Λες μαμά να τα πάθουμε αυτά τα πράγματα;»


(Από το Τριαντατρία (Γαβριηλίδης, 2003, εξαντλημένο)

Go back