#α.π._04

[ όσο μεγαλώνω, σιγουρεύομαι ότι η μετατροπή του ατομικού ή/και του συλλογικού βιώματος (και κυρίως του πάθους και του παθήματος) όχι μόνο σε Γραφή, αλλά κυρίως σε Γλώσσα, είναι η κύρια δουλειά της Λογοτεχνίας.

Ειδάλλως, η Γραφή μπορεί να είναι απλώς μία από τις εκδοχές (η καταγεγραμμένη) της Αφήγησης.

Αφήγηση χωρίς Γλώσσα δεν συνιστά Λογοτεχνία.

Γλώσσα είναι ένα πάντα νέο Σύστημα (και λεκτικό, μα βέβαια όχι μόνο) βίωσης, και ιχνηλάτησης-αποτύπωσης του έσω και του έξω κόσμου από τον άνθρωπο. Ένα –παρά τα κενά και τις μαύρες τρύπες του– εντελές σύστημα οργανωμένης ιδιοσυστασίας. H Γλώσσα περιέχει –διηθημένα κατά έναν πάντα μοναδικό τρόπο– τα ατομικά τικ του καθενός αλλά και τις βαθιές επιρροές του, και έτσι σχετίζεται όχι τόσο με τη «γραμματική», όσο με το βαθύτερο «συντακτικό» του κάθε ανθρώπου.

Κατά μία έννοια, όλοι οι άνθρωποι έχουν Γλώσσα (με τον τρόπο που την εννοώ), αλλά πολλοί λίγοι αγωνίζονται να την εξερευνήσουν, αναπτύξουν και οργανώσουν ως επείγον ζήτημα – ζωής και θανάτου.

Οι περισσότεροι άνθρωποι αδιαφορούν για τη Γλώσσα τους (με τον τρόπο που την εννοώ), και όχι μόνο δεν την οργανώνουν και δεν την αναπτύσσουν, αλλά είτε θεωρούν Γλώσσα τους μία δανεισμένη από άλλους λαλιά είτε ξοδεύουν μία ολόκληρη ζωή αγνοώντας ότι έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν συνειδητά Γλώσσα.

Η Γλώσσα (που είναι κυρίως δουλειά και βασικό γνώρισμα της Λογοτεχνίας, αλλά όχι μόνο αυτής) κυρίως κατακτάται, και μάλιστα με «ανασκαφή», έρευνα, κόπο. Αλλά για να κατακτηθεί, πρέπει πρώτα να αναζητηθεί μέσα μας η επιθυμία κατάκτησής της.

Δεν είναι βεβαίως ανάγκη κάποιος που έχει κατακτήσει Γλώσσα να την ασκεί στη Λογοτεχνία. Αυτόν τον συνδετικό ιστό αράχνης, αυτή την μετατροπή του ατομικού ή/και συλλογικού βιώματος, πάθους και παθήματος σε Σύστημα, αυτή τη διηθημένη μετάπλαση που είναι η Γλώσσα, μπορεί κάποιος να την ασκεί σε οποιαδήποτε άλλη Τέχνη· αλλού ή και πουθενά· να την κρατά μυστική, μόνο για τον εαυτό του· ή, τέλος, να την μοιράζεται –προφορικά ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο– μόνο με εκείνους που επιθυμεί. Παρ’ όλα αυτά είναι, ας το πω ξανά αλλιώς, αδύνατον κάποιος που ασκεί τη Λογοτεχνία (με τον τρόπο που την εννοώ) να μην βρίσκεται προς τον δρόμο απόκτησης ή να μην έχει ήδη κατακτήσει Γλώσσα.

Καθώς η ζωή μας στιγματίζεται από τον φόβο και (περι)ορίζεται από τον θάνατο, αλλά και εξαιτίας της ατελούς, άπληστης, κυριαρχικής ή και φονικής ανθρώπινης φύσης, κανείς άνθρωπος δεν είναι πραγματικά ελεύθερος. Όμως η σταδιακή κατάκτηση από την καθεμιά και τον καθένα της Γλώσσας της/του είναι ίσως το βασικό προαπαιτούμενο προς την –έστω ουτοπική– κατεύθυνση μίας ατομικής και κοινωνικής ελευθερίας.

Έτσι, η σύνδεση Γλώσσας και Ελευθερίας (άρα και Λογοτεχνίας και Ελευθερίας) –αν και πάντα τρέμουσα– είναι όντως υπαρκτή, ακόμη και άρρηκτη. ]

 

 

Χρήσιμες ή άχρηστες, μετέωρα αποσπάσματα ή πιο πλήρη μασίφ κομμάτια (σαν το παραπάνω), όλες αυτές οι σκόρπιες σημειώσεις από τα ψηφιακά μου τετράδια είναι προπάντων –μην τα ξαναλέμε– μεταμφιεσμένες οδηγίες χρήσης για κρίσιμες περιστάσεις.

Νά δυο τρεις ακόμη λοιπόν, πιο σπαραγμένες, εξίσου κρίσιμες:

 

(…)

Όλη η Λογοτεχνία προσπαθεί να δημιουργήσει μία νέα Γλώσσα μέσα στην (και μέσα από την) υπάρχουσα κοινή, χρηστική. Είναι όμως κυρίως μέσα από την Ποίηση (την πιο δραστικά συμπυκνωμένη τέχνη του λόγου) που προσπαθούμε να «νικήσουμε» αυτήν την κοινόχρηστη γλώσσα.

 

(…)

Ο Joseph Brodsky το περιγράφει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ως εξής (στο παρακάτω άρθρο του για τον Καβάφη: http://www.nybooks.com/…/archi…/1977/feb/17/on-cavafys-side/):

«Η ποίηση είναι μάλλον το μοναδικό όπλο που μπορεί να νικήσει τη γλώσσα, χρησιμοποιώντας μάλιστα της γλώσσας τα μέσα».

 

(…)

Δουλειά της ποιήτριας και του ποιητή είναι το ξεψάχνισμα, η διάλυση, η ανασύνθεση, και τελικά ένα είδος εξύψωσης της κοινόχρηστης γλώσσας (αλλά και ίδιου του εαυτού της/του) σε κάτι Άλλο. Για να καταφέρει να φτιάξει αυτό το άλλο, αυτό το απόσταγμα, η ποιήτρια και ο ποιητής δεν γίνεται παρά να επιτίθεται συστηματικά και στην κοινόχρηστη γλώσσα και στον εαυτό της/του. Πρόκειται για μια επιθετικότητα γονιμοποιητική, που είναι και ανελέητη και ευσπλαχνική.

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος το γνώριζε αυτό. (Όλοι οι αληθινοί ποιητές το γνωρίζουν.)

η φωτογραφία (από το timeline του Πάνου Μιχαήλ) είναι του Νίκου Δραγώνα

[ με συγκινεί αυτή η φωτογραφία, αυτό το «κλέψιμο» της στιγμής. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος παρακολουθεί παράμερα, αθέατος από το κοινό, την Πρώτη Ύλη του Δημήτρη Παπαϊωάννου. Ήταν στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο των Δημητρίων, το 2012. Την επόμενη ημέρα, είδαμε κι εμείς την παράσταση. Αυτή η δύστροπα παραδομένη καβαφογενής ενατένιση του κάλλους που κι ο ίδιος ύμνησε και προσκύνησε, μέσα από τα βλέμματα δύο σημαντικών δημιουργών, που ο ένας κοιτά την πλάτη του άλλου. Ώσπου το τρίτο σώμα, το αντικείμενο του πόθου, πλάτη κι αυτό, γυμνό, μετατρέπεται κρυφά σε δημιουργό και διαμορφωτή μας. Αυτονομείται και διασώζεται από κάθε ποίημα που επιχειρεί να το φυλακίσει. (Όσο για τις Τρεις Ηλικίες Του άνδρα Ανθρώπου, παραμένουν πάντα πλάτη η μια στην άλλη.)

Γι’ αυτό και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος το σώμα αυτό το ύμνησε λοιδωρώντας το, το υπέταξε υποτασσόμενος.

Αυτή η αυτοκανιβαλική, αυτομαστιγωτική συνιστώσα, που ταυτόχρονα μαστίγωνε εκείνο που επιθυμούσε είναι μία μόνο από τις ανορθόδοξες προσφορές ενός αφοσιωμένου ασκητή της επιθυμίας, ενός μοναχού της καύλας, ενός τελικά ορθόδοξου του Έρωτα.

Γιατί ο Έρωτας (κι ειδικά ο έμμονος για νεότητα και ομορφιά) είναι ο Μέγας Ανορθόδοξος, και ο Χριστιανόπουλος τον προσέγγισε όπως του αρμόζει: ενάντια. Στο δόξα πατρί. Επιτιθέμενος. Εν τέλει, προτείνοντας μια δική του ορθοδοξία.

Αυτή του είναι μου φαίνεται η βασική του ποιητική πράξη.

Τα υπόλοιπα, καπνός. Το ήξερε. Τα ποιήματά του, χωμάτινα και υγρά, μια λάσπη που τον προστάτευε από τη λάσπη.

Τον συνάντησα μόνο μία φορά στη ζωή μου, και ανταλλάξαμε τρεις κουβέντες ενάντιες.

Του έστελνα (σχεδόν) πάντα τα βιβλία μου.

(Δεν ξεχνώ ακόμη την ελευθερία που βρήκα μέσα στην οδυνηρή σωματικότητα, στη δηλητηριώδη ανταλλαγή σώματος και υποταγής, εκ-πληρωμένου και ανεκπλήρωτου, όταν πρωτοδιάβασα –ένοχα μαγεμένος– στα 15 μου ποιήματά του.)
Στην ποίησή του, ο Έρωτας είναι κάτι σπάνιο στην ποίηση: Πράξη.

 

Υ.Γ.:

Το 1995, ευτυχήσαμε να δούμε το Ενός λεπτού σιγή του Παπαϊωάννου πάλι, και της Ομάδας Εδάφους. Στο δεύτερο μέρος της παράστασης, παρουσιάζονταν με μια κομψά ρευστή, παζολινική, με μια διαδοχική –σχεδόν θρησκευτική– λιτανεία τα αριστουργηματικά (τελικά) Τραγούδια της αμαρτίας, κύκνειο άσμα του Χατζιδάκι πάνω σε ποίηση του κ. Ντίνου. Η παράσταση εκείνη καθόρισε πολλούς της γενιάς μου – ήταν το τέλος μιας εποχής, αλλά και ο θρήνος-ύμνος για τον ανδρικό «ελεύθερο» έρωτα, που δεν θα ξαναρχόταν ποτέ έτσι όπως τον γνώρισε και τον απόλαυσε η μετακατοχική Ελλάδα μέχρι και τη δεκαετία του ‘70. Για τον έρωτα που δεν χορταίνεται ποτέ, και που ποτέ δεν σε χορταίνει (αντίθετα από τον πάντα χορτασμένο θάνατο που φέρουμε μέσα μας σαν κανίβαλο σπόρο).

Ο Χριστιανόπουλος αγαπούσε την ξηρότητα, όχι τον λυρισμό. Μα πρέπει να διαισθάνθηκε τότε αυτό που ίσως πάντα αρνιόταν: τι κρίκος αλλότριος, μα λυρικός, είναι κι αυτός, και σε τι αλυσίδα. 

14.09.2020 ]

+

Σημειώθηκαν πολλές παρουσίες.
   Κάθισαν όλοι χιλιάδες γύρω από ένα μακρύ τραπέζι με κάλυμμα πλαστικό. Και έφερνε ο μπάτλερ πιάτα από γυαλιά υψηλής διαφάνειας. Για τους καινούριους λέω, είπε σηκώνοντας το κάλυμμα του τραπεζιού, τα πιάτα αυτά είναι οι ψυχές σας και μες σ’ αυτές θα τρώτε.
   Τότε γυάλινο διάφανο αποκαλύφθηκε τραπέζι, και κάτω από αυτό μια έκταση δαπέδου, και αυτή από διαφανές γυαλί. Και είδαν όλοι από εκεί σε κάτοψη τους δύο κάτω ορόφους, το οικοδόμημα της Κτίσης απότομο και διαμιάς βάθος απύθμενο απόκρημνα μίλια κάτω εγκαρσίως εκατοντάδες και άλλα τόσα κάτω μίλια και άλλα τόσα. Θαυμάσιο, σκέφτηκε εκείνος, ζω περίοδο θαυμάτων μπορεί και να διενεργήσω κάποιο.
   Και φάνηκε κάτω απ’ το τραπέζι πρώτος κόσμος ο ισόγειος, η θάλασσα ιλιγγιώδης όλη, με νερό απ’ άκρη σ’ άκρη, και η γη καλυμμένη χώμα άσφαλτο πέτρες και έβλεπαν πάντες κάπου εκεί τη γυναίκα τον άντρα τον εαυτό, σκυλί, ρούχο, το κρεβάτι τους. Όλα ήταν διαφανή. Κι ύστερα βαθιά από κάτω ακόμη πιο βαθιά φάνηκε ο κάτω κάτω κόσμος, μ’ ένα μακρύ τραπέζι άλλο, με πελάτες άλλους γύρω χιλιάδες και έναν μπάτλερ χοντρό με τεράστιο δίσκο που μοίραζε και μοίραζε τα πιάτα. Εκείνος σκέφτηκε από επάνω Υπέροχο, καλό να ξέρεις πως και εκεί κάτω διασκεδάζουν. Να το φαγητό σας, φαίνεται μέσα από τα πιάτα, είπε ο κοκαλιάρης μπάτλερ του επάνω ορόφου. Και έβλεπαν όλοι μέσα από το διάφανο γυαλί του τραπεζιού και του πιάτου τους κομμάτια των κάτω στρωμάτων. 
   Και τώρα τρώτε! 
   Και κάνανε πως κόβουν. Με μαχαίρι τις κάτω εικόνες, πιρουνίζανε σκιές, μασούλησαν λίγη απ’ την αρμύρα της θάλασσας, κατάπιαν την όψη μίας γήινης πέτρας, κι ύστερα μες στους ουρανίσκους στάθηκε ενός παλιού συγγενικού λαιμού ένας μικρός αγαπημένος ιδρώτας.

Από το Σπίτι από πάγο όλο (Κεδρος, 2001, εξαντλημένο)

Go back