#α.π._03

[ σε μια παράξενη εποχή, όπου αρχίζουν να χάνονται βεβαιότητες ετών, μπορεί και αιώνων, και εγκαθίσταται γενικευμένη σύγχυση, πόσο μπορεί να προσφέρει η τέχνη και η λογοτεχνία;

Πολύ; – Λίγο; – Καθόλου;

(Προτείνω –έστω για παιχνίδι– να αρχίσουμε να διαλέγουμε την απάντηση της αρεσκείας μας σε αυτό το multiple choice τής από εδώ και πέρα ύπαρξής μας.)

Βεβαίως το τι, το πού και το πώς η λογοτεχνία μπορεί να προσφέρει σε μία τέτοια εποχή είναι ερωτήσεις συνθετότερες, που δεν πολυπροσφέρονται για απλουστευτικά multiple choice.

(Το multiple choice είναι η ευνουχιστικά συστηματοποιημένη κουλτούρα του απολύτως σωστού και απολύτως λάθους, μέσω της θεοποίησης του πολεμοχαρούς διαζευκτικού «είτε-είτε». Το φασόν τους μπορεί και να στάθηκε κάποτε η αρχή αυτού που τώρα πληρώνουμε…)

 

 

Από κάτι τέτοια ευτυχώς δεν μολύνθηκε ο ίσως πιο απροσδόκητος νομπελίστας λογοτεχνίας όλων των εποχών, που ήταν ταυτόχρονα και ένας θρύλος της rock-folk-pop του 20ού αιώνα.

Ο Bod Dylan (ένας πρωτομάστορας του υβριδικού –και απείρως δημοκρατικότερου–συμπλεκτικού «και-και»), αν και μουσικός, ήταν πάντα ένας τροβαδούρος: τα λόγια και ο τρόπος ήτανε πάντα τα κυρίως βέλη στην καλλιτεχνική φαρέτρα του. Στα 79 του, μόλις κυκλοφόρησε το νέο (πρώτο μετά το Νομπέλ) και 39ο κατά σειρά άλμπουμ του, με τίτλο "Rough and Rowdy Ways". Η νέα κυκλοφορία του καταλήγει σε ένα είδος μακροσκελούς mantra, που συνιστά στιχουργικό επίτευγμα: το "A murder most foul”, με την ονοματική ενσωμάτωση άλλων έργων, τραγουδιών, προσώπων, και βασιζόμενο ολόκληρο στη συμπλεκτική συνύπαρξη στοιχείων και όχι στη διαζευκτική εξόντωσή τους, είναι μια μηχανή του χρόνου και μαζί ένα πολιτισμικό παλίμψηστο. Πακτωμένο με ζωή και μνήμη.

Να το:

https://www.youtube.com/watch?v=3NbQkyvbw18

http://www.bobdylan.com/songs/murder-most-foul/

 

Ωστόσο, ο Dylan είναι πια λίγο σαν τον Νώε: τα τραγούδια του γίνονται όλο και περισσότερο κιβωτοί του σύγχρονου -και ήδη περασμένου– πολιτισμού, οι επικλήσεις, οι ανακεφαλαιώσεις και οι συμπυκνώσεις που συμβαίνουν μέσα τους είναι κεφαλαιώδεις, ο ίδιος μοιάζει να εξαργυρώνει μερικά ακόμη εύσημα αθανασίας. Όμως η παράξενη εποχή μας έχει ήδη παγιώσει έναν πολιτισμό που μετατρέπει τα εύσημα σε ένσημα. Κι έτσι, αναφύεται το ερώτημα: ποια Αθανασία και ποιος Θανάσης;

 

Αν και επιθεωρησιακής χροιάς, το ερώτημα είναι αμείλικτο. Γι’ αυτό, παραθέτω και αυτή τη φορά μερικές αχρείαστες σκόρπιες σημειώσεις από τα ψηφιακά μου τετράδια. Επαναλαμβάνω: Είναι μεταμφιεσμένες οδηγίες χρήσης για κρίσιμες περιστάσεις:

 

 

(…)

Η τέχνη φτιάχνεται από τους ανθρώπους προς τους ανθρώπους. Η τεχνική από μόνη της δεν δημιουργεί τέχνη, δεν υπάρχει όμως τέχνη χωρίς τεχνική. Πρέπει να φτιάξεις τη φωλιά της τεχνικής αεροστεγώς, ώστε να μπορεί η τέχνη (το πέραν του προφανούς, το παραπέρα και το παραπάνω) να «φωλιάσει» και να μεταβεί φυσικότερα προς την ετερότητα, που είναι πάντα ο αποδέκτης, ο άλλος. Δεν υπάρχει, επομένως, τέχνη χωρίς τη γνώση –την και ενστικτώδη και μεμαθημένη– του ας πούμε σπουργιτιού, το οποίο φτιάχνει για τα παιδιά του μια λειτουργικώς τέλεια φωλιά από κλαράκια, σκουπιδάκια και ψιλολόγια. Η φωλιά αυτή εκτιμάται από τον άνθρωπο και ως όμορφη γι’ αυτό: γιατί αυτό το φυσικό μικρογλυπτό, αυτή η arte povera της φύσης είναι φτιαγμένη έτσι ώστε να διατηρηθεί και να επικοινωνηθεί η ζωή, ώστε να μη χαθεί κατ’ ευχήν κανένα από τα μικρά σπουργίτια.

 

Κάπως έτσι η τεχνική είναι το κατασκευαστικό μέσο με το οποίο διατηρείται ζωντανή και η ίδια η ζωή και η ιδέα μας για τη ζωή. Είναι στα καλλιτεχνικά έργα που φωλιάζει η ιδέα μας για τη ζωή.

 

Το παράδοξο είναι πως, την ίδια στιγμή, τα καλλιτεχνικά έργα αγωνίζονται και αυτά για να γίνουν κατά κάποιον τρόπο ζωή.

 

(…)

Κακά τα ψέματα, η Ποίηση, όπως και όλες οι τέχνες, γίνεται για την Επαφή μας με τον Άλλον, όχι τόσο για την εξωτερίκευση των συναισθημάτων μας. Η ποίηση δεν είναι κυρίως Έκφραση, αλλά κυρίως γέφυρα προς Επαφή και Επικοινωνία. Γι’ αυτό, δεν υπάρχει λόγος να κινούμαστε κατά του παραλήπτη μας – του αναγνώστη. Ακόμη και αν τον δυσκολεύουμε, και λιγοστεύουμε τις λέξεις και πολλαπλασιάζουμε τα μεταφορικά και μετωνυμικά μας «κάτοπτρα», και προχωρούμε στην αφαίρεση, και χειριζόμαστε όλο και περισσότερο το κενό και την απουσία, την παύση και τη σιωπή ως ενεργή ύλη, ως είδος λόγου που συνεργάζεται με τις εκφερόμενες λέξεις, ακόμη και τότε δεν σταματούμε ποτέ να τον έχουμε στο νου μας, να τον φροντίζουμε και να τον διευκολύνουμε ή να τον συμπονούμε για τις τρικλοποδιές που του βάζουμε. Κυρίως: να ελπίζουμε στην ανταπόκριση και αγάπη του αναγνώστη και ακροατή μας. Γράφουμε όχι εμάς και όχι για εμάς, αλλά μέσα από εμάς για αυτόν.

 

(…)

Και ειδικά μάλιστα σε μια εποχή που μας θέλει να χαθούμε, εμείς επίμονα ας μη χανόμαστε.

04.08.2020 ]

+

[ «ωχ, γράφω και αυτό που γράφω τώρα γίνεται ποίημα, και ωχ, τώρα πεζό, προσοχή, έγινε πιο μουσικό, πιο ρυθμικό το κείμενο εδώ, α, ποιητικός ξανά, προσοχή, να το γείρω μήπως στο πεζό, ή μήπως άσε το ήσυχο, υβρίδιο είναι, άγνωστο ζώο, ζωάκι, το αφουγκράζομαι, ας πάω με τα νερά του, και αν αυτοί είναι οι τρόποι του, να το αφήσω λίγο να μεγαλώσει, να γνωριστούμε, μη το βάζω από τώρα σε κλουβί, άσε να δείξει τα δόντια του, αν έχει βγάλει κάποιο ή αν του έχει μείνει κανένα, και τι το έπιασε τώρα και με σέρνει προς τα κει, προς αυτό το κύμα κόμμα, και τώρα προς αυτή τη συγκοπή, αυτή την τελεία, αυτό το φράγμα του χειμάρρου; Μπορεί να φοβάται κάτι, μπορεί τον ίδιο του τον εαυτό, μπορεί εμένα, ίσως κουράστηκε λιγάκι το κείμενο, θα θέλει να κοντοσταθεί ή και να με εντυπωσιάσει. Δεν θα το εμβολιάσω ακόμη. Θα το αφήσω να κάνει τα δικά του, κι ελπίζοντας πως στο τέλος δεν θα βγει να κατηγορεί εμένα και κανένας αναγνώστης (λες να κολλά και σε αναγνώστες η ανεμβολίαστη, η αιφνίδια, η ιογενής ποιητικότητα που πού και πού το πεζό-ζώο μου παθαίνει;) Αχ, άσε, άσε την τώρα, λέω του εαυτού, θα την συνηθίσεις κι εσύ, του λέω του εαυτού μου, μπορεί ακόμη και ο αναγνώστης, αλλά πού ξέρεις, το αλλάζω ίσως μετά το κείμενο, υπάρχει μάλλον πάντα χρόνος, μετά, με την καλή μου επιμελήτρια, τη λένε κι Αρετή, ίσως τα αλλάξω λοιπόν εγκαίρως τα τερτίπια τότε, έστω τελευταία στιγμή, και σώσω το άγριο ζωάκι, το βιβλίο μου, και το επαναφέρω σε κανονικότητα, και διαγράψω κάθε περιττό και είναι όσο άμετρο και όσο μετρημένο πρέπει για να μην ασχοληθεί έτσι κι αλλιώς κανείς μαζί του. Υπάρχει μάλλον πάντα χρόνος.

Η στίξη είναι πάντως σημαντική, όπως βέβαια και η απουσία της, βγαίνει από το στίζω η στίξη, στίζω θα πει σημαδεύω, θα πει χαράζω, οπότε αυτόν τον λόγο άγριο ζώο, αυτόν τον ζωοχείμαρρο τον στίζουν πού και πού. Και κάτι ανορθόδοξες τελείες που δεν είναι διόλου. Ποιητικές, είναι βράχοι που συναντά καμιά φορά ο χείμαρρος όπου και όπως να 'ναι, αφού κι όπως ξέρουμε οι βράχοι στίζουν τη φύση όπως τύχει και όπου και όπως να 'ναι και πότε λίγο φρενάρουν του νερού τη ροή, πότε παρασύρονται κι αυτοί από τη φρενίτιδά του...»

 

Από το ετοιμαζόμενο μυθιστόρημα-ποίημα
D.: ο άνθρωπος που αγαπώ (2016-2020)

Go back