#α.π._02

[ εν μέσω κορωνοϊού και θυμάτων, φόβου και θανάτων, ακαριαίου εγκλεισμού μας και (κυρίως εν όψει νέου οικονομικού κατακλυσμού) πλέον σταδιακού απεγκλωβισμού μας, η γη κάτω απ’ τα πόδια μας έχει μετατραπεί για τα καλά σε κινούμενη άμμο. Εν τω μεταξύ, μεταξύ τόσων και τόσων, η φύση παραδίδεται στο κεφάλαιο, το μάθημα αναμεταδίδεται αλλά δεν βιντεοσκοπείται και η πλειονότητα των καλλιτεχνών και του έργου τους αποκλείεται από κάθε επίδομα αλλά δεν περιφρονείται. 

Αφού λοιπόν η φύση κι η τέχνη είναι ψιλά γράμματα, αφού είναι χρήσιμα μα πολυτέλεια, μπορεί και να μην είναι η ώρα για τα παρακάτω. Ωστόσο, τι ψυχή έχουν, ας παραθέσω κάτι κουτσές σκόρπιες σημειώσεις που βρήκα στα ψηφιακά μου τετράδια. Λένε για την ποίηση και την τέχνη και τις ιδέες και την οικοδόμηση αυτών, και από κάτω –για τι άλλο;– για τη ζωή και το θάνατο. Τα γνωστά. Τα παραδίδω, σε κοινή θέα, μήπως και οι χρήσιμες κοινοτοπίες τους ωφελήσουν τελικά κανέναν. Είναι μεταμφιεσμένες οδηγίες χρήσης για κρίσιμες περιστάσεις. Αν όχι, δεν πειράζει, ας πεταχτούν κι αυτά στον ολοένα διογκούμενο νεοφιλελεύθερο Κάλαθο των Χρησίμων:

 

 

(…)

Οι ιδέες είναι εύθραυστα όντα, ασπόνδυλα και άλεκτα, που θέλουν να τους απευθυνθείς προσεκτικά, να τους μιλήσεις λίγο, μια ιδέα μόνο στην αρχή, για να τα δελεάσεις, να τα ηρεμήσεις, να ξετρομάξεις και εσύ από το ανείπωτο που ήρθε και σε βρήκε, κι ίσως τότε δεν εξατμιστούν και κατορθώσεις να τα κάνεις –σε μια μορφή τους έστω– ειπωμένα.

 

Φέρνουμε το άμορφο από το δομίνιον του χάους και το οδηγούμε σε μια (έστω) μορφική του δυνατότητα. Δεν είναι και λίγο πράγμα. Είμαστε περιορισμένα όντα, τι να γίνει; Η ύλη που μας συγκροτεί μας οδηγεί να αντιλαμβανόμαστε ακόμη και το άυλο ως ύλη και να το μετατρέπουμε σε μορφή.

 

Μου φαίνεται κιόλας πως αυτός κυρίως είναι ο αγώνας του ποιητή – του καλλιτέχνη γενικά. Αλλά μιλώντας ειδικά για τη χώρα της γλώσσας, οι κοσμογονίες του νου είναι τόσο αναντίστοιχες προς το, όσο να πεις, πεπερασμένο πεδίο των λέξεων, που η μάχη είναι άνιση. (Ό,τι και να λεν οι γλωσσολόγοι, δεν σκεφτόμαστε τόσο με λέξεις, αλλά –θαρρώ– με τα άλματα ανάμεσα, σκεφτόμαστε με συντακτικό, σκεφτόμαστε με τις εξαρθρώσεις του.)


Η ποίηση –αντίθετα από ό,τι συνήθως πιστεύεται– δεν είναι έκφραση αλλά εξορία από την έκφραση, είναι κατάργηση του εκφραστικού και κάθε τρέχουσας εκφραστικότητας, είναι εμπόδιο-εμπόδιο-εμπόδιο, είναι το άλμα πάνω και από αυτό το εμπόδιο, είναι το άλμα, αυτό το μετέωρο άλμα πάνω από, είναι αυτό το μετέωρο. Όχι όμως κάτι στον αέρα.

Στην πιο ουσιαστική της μορφή είναι και η άρνηση του «σε καταλαβαίνω» και «δώσε μου να καταλάβω», του «λέω» και εννοώ», είναι καθαρό μετέωρο «παραδίδω άλωση»-«παραδίδομαι αλώμενος». Η ποίηση είναι ενεργητικό και αμετάβατο άλμα και μετέωρο. Κυρίως έτσι σου επιστρέφει, έτσι σε γονιμοποιεί.

Αλλά για να έχουμε ελπίδα να συμβεί αυτή η υπέρβαση έχει η ίδια η ποίηση και έχουμε κι εμείς την ανάγκη μίας βάσης, και η βάση είναι: να ασκούμε την ποίηση με μια απόκρημνη διαύγεια, σαφήνεια και ακρίβεια – ακόμη και αν χειριζόμαστε περιοχές α-κυριολεξίας, μη ρεαλιστικές, κρυπτικές, ερμητικές.

 

(…)

Ζωή είναι αυτό που δεν σου υποσχέθηκε τίποτα, αλλά εσύ την κατοικείς αν και δεν σου ανήκει. Είμαστε επισκέπτες της.

Το φως της είναι αμείλικτο. Εντός της δεν υπάρχει άδικο. 

Αυτή είναι ένα μαγνητικό πεδίο και εμείς ρινίσματα. Μας έλκει – για όσο– προς το μέρος της.

Ρινίσματα. Κάτι που ίσως δεν είναι και λίγο.

 

(…)

Θέμα της ποίησης –και όλης της τέχνης– είναι η υπέρβαση του θανάτου. Άλλο θέμα για την ποίηση και την τέχνη δεν υπάρχει.

(Ο έρωτας είναι συνημμένος προς αυτόν τον στόχο: ένα βέλος μέσα στη φαρέτρα της υπέρβασης θανάτου).

Στην ποίηση κατανίκηση θανάτου ή ανάσταση δεν υπάρχει (μέσα στο πεδίο της τέχνης υπάρχει μόνο πορεία από το φυσικό προς το μετά το φυσικό, αλλά χωρίς θρησκεία και θρησκευτικά).

Υπάρχει όμως επιδίωξη υπέρβασης (θανάτου).

Συχνά, στην ποίηση τούτη η υπέρβαση είναι προϊόν υπέρθεσης: δηλαδή και ζεις και πεθαίνεις. Και υπερβαίνεις θάνατον και ηττάσαι από αυτόν.

29.05.2020]

+

Η οικογένεια με τα πόδια σαν κύκλος βγαίνει στο κρύο –απόγευμα– να πάει στον κουρέα. Πρώτος θα κουρευτεί ο μπαμπάς, ύστερα θα τα πάρει λίγο η μαμά και το αγοράκι θα κόψει μια μύτη τη χαιτούλα. Μετά πιο όμορφοι, θα φάνε ένα γλυκό και θα χαζέψουν –έτσι, γιατί είναι ωραία– τις βιτρίνες. Το κυκλοθυμικό αγόρι θα κλάψει ελάχιστα και θα γυρίσουν σπίτι –βράδυ–, στο ξύλινο ιγκλού τους για τηλεόραση και ύπνο.

Κατά τα μεσάνυχτα γεμίζει όμως το σπίτι μπουρμπουλήθρες:

1. Ο μπαμπάς ονειρεύεται γραμμή με τούφες απ’ τα κομμένα μαλλιά μιας ζωήςž μόλις που είναι ξύπνιος.

2. Η μαμά κοιμάται κι ονειρεύεται τοπία στη σειρά. 

3. Το αγοράκι που πάσχει έτσι κι αλλιώς από αϋπνίες βλέπει ένα τρένο μακρύ σαν γυναίκα, με ήχο βελούδινο, χωρίς αριθμητική κι οχτάρια, καθόλου στροφέςž ίσιο.

 

Έξω από το σπίτι, μεταμφιεσμένος σε κοινό πλασιέ, περιμένει να έρθει το πρωί για να χτυπήσει το κουδούνι, ο Προκρούστης που τεντώνει.

 


Από το Υπνωτήριο: εννιά νυχτικές παραβολές (Εκδόσεις Εντευκτηρίου, 1999)

 

Go back