Ορφέας Απέργης

Η ΕΞΩΦΡΕΝΙΚΗ ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ #3

Είδα πρόσφατα άλλη μία συνέχεια αυτού που με είχε συνεπάρει πριν από χρόνια, το 2011, όταν πήγα πρώτη φορά σε μία περφόρμανς του Βασίλη Αμανατίδη. Ήτανε στο μπαρ Dasein, στα Εξάρχεια και ο Βασίλης ερχόταν «με δύναμη από τη Θεσσαλονίκη», σαν άλλος Σαββόπουλος, να μας δείξει τη δική του εξωφρενική ποιητική χαρά. Η χαρά αυτή δεν ήταν χαρά – it was joy not happiness. Ήτανε jouissance[1], απολαυστική δημιουργική χαρά, ελευθερωμένη απότομα μέσα σε ένα πατάρι των Εξαρχείων, όπου ο Βασίλης ούτε διάβασε, ούτε απάγγειλε, ούτε απλώς είπε, αλλά ντύθηκε (πρώτη φορά έβλεπα κάτι τέτοιο), ναι, ντύθηκε την ποίηση και την κουβάλησε μέσα από αυτά που βλέπαμε σε μια οθόνη, αυτά που ακούγαμε σαν ‘ηχο-τοπία ενός βυθού’, αυτά που ντυνόντανε και έκανε με το σώμα του. Πρέπει να ήταν από τους πρώτους ποιητές που κάνανε συστηματικά performances κι αισθάνθηκα τότε, πρώτη φορά, ότι η καλή ποίηση είναι αυτή που σε κάνει να αναρωτηθείς «μα είναι αυτό ποίηση;» – είναι αυτό το ‘έξω από δω’ που είναι όμως και μέσα μας, αυτό το εδώ-και-εκεί-μαζί, ο μικρός διαβολάκος ή διάολος που κρύβουμε όλοι (μα όλοι!) μέσα μας, μαζί με τον υπερεγωτικό χωροφύλακα που συνέχεια τον ξορκίζει. Αυτό το και-εδώ-και- εκεί είναι που αισθάνομαι ότι μας ενώνει με το Βασίλη, χωρίς να είμαστε πραγματικά φίλοι, αλλά πραγματικά (με πιο μεγάλη έμφαση αυτό το «πραγματικά») συνταξιδιώτες συγχωριανοί. Εκείνος από τη γεωγραφική Θεσσαλονίκη, εγώ από τη Θεσσαλονίκη του νου (όπως κι εκείνος – όπου «Θεσσαλονίκη» διάβαζε την φιλοπερίεργη και πολυφωνική ετερότητα, που αναγκαστικά συνυπάρχει με τον ως άνω χωροφύλακα).  Πού πηγαίναμε; Σε ένα νησί που δεν ήτανε –θυμάμαι που τότε ο Βασίλης είχε διαβάσει από την Τρικυμία– ναι, πηγαίναμε σε ένα νησί με καινούριους ήχους και θορύβους, που δεν έπρεπε να τους φοβηθούμε. Εγώ φοβόμουνα ακόμα, τα πράγματα ήτανε πολύ ρευστά για έναν εμμονικό της ταυτοπροσωπίας (μία ταυτότητα, μεθοδικά σμιλευμένη δια της νευρώσεως), εκείνος φαινόταν να το χαίρεται: «Be not afeard», έλεγε στο κοινό και σε μένα, «the isle is full of noises, sounds and sweet airs that give delight and hurt not». Ήτανε ο Κάλιμπαν, και το νησί αυτό – ήμουνα σίγουρος πια – γινότανε όλο και πιο πραγματικό όσο απομακρυνόμαστανε από την πραγματικότητα.

Η τωρινή συνέχεια (λίγο άχαρη λέξη, αλλά τι να κάνουμε, με συνέχειες πορευόμαστε) της ελεύθερης, ελευθεριακής χαράς του Βασίλη είναι η περφόρμανς «εσύ: τα στοιχεία», που ξεκίνησε από το ποιητικό του βιβλίο με τον ίδιο τίτλο (2017). Αυτή τη φορά μιλάει για τις λύπες μιας αγάπης, αλλά το ποιητικό joy, το καλιμπανικό delight, είναι πάντα εκεί. Του ζήτησα ένα μικρό κείμενο για τη δική του εξωφρενική χαρά της ποίησης. Μου το έστειλε και σας το στέλνω. Είναι χωρίς τίτλο – ελεύθερο:

 

Οι φωτογραφίες, από τη λογοτεχνική performance – επιτελεστική ανάγνωση του εσύ: τα στοιχεία (Νεφέλη 2017) στο «Ρομάντσο» (Αθήνα, 07.03.2018)
(01: του Πάνου Μιχαήλ / 02: του Απόστολου Ρίζου / 03: του Πάνου Μιχαήλ)

  • Η ποίηση κινείται από ένα τρομερό (μπορεί και εξωφρενικό) αίτημα συμπύκνωσης και επικοινωνίας. Ζητά την ένωση, αλλά την ένωση διαμέσου μιας έλλειψης, μιας διαρκούς –και διαρκώς εορταστικής– απουσίας. Αυτή η έλλειψη και αυτή η απουσία είναι η σκοτεινή ύλη της ποίησης. Χωρίς αυτήν δεν γίνεται τίποτα. 
  • Όσο και αν η ακόλουθη φράση ηχήσει βαριά ή βαρύγδουπη, εννοώ κάθε λέξη της: Ποίηση είναι η εξερεύνηση του κόσμου διά της γλώσσας ως εαυτού και διά του εαυτού ως γλώσσας.
  • Που εν μέρει σημαίνει ότι η ποίηση μας μαθαίνει να ζούμε στο ενδιάμεσο: ως εαυτός, ως γλώσσα και ως κόσμος. Με εξωφρενική χαρά, με εξωφρενική λύπη, αλλά και με όλη την γκρίζα ζώνη ανάμεσα στους πόλους κάθε δίπολου. Οπότε, προσωπικά προτιμώ την ποίηση ως συμπλεκτική τέχνη του «και-και», και όχι ως διαζευκτική του «είτε-είτε» (και ούτε βεβαίως του «ούτε-ούτε»). Μεταξύ εμφάνισης και εξαφάνισης, η ποίηση είναι η τέχνη της εξεμφάνισης. Τούτο δεν είναι διόλου ακίνδυνο.
  • Άλλωστε, βασικό στην ποίηση είναι πάντα ένα αίτημα διακινδύνευσης, αλλά και ανατροπής παραδεδομένων μορφών. Δυστυχώς, οι περισσότεροι ποιητές αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας ως μια παρέκκλιση που θα επιθυμούσε να γίνει (κάπου) κανόνας. Και όχι ως κάτι ακανόνιστο που επιθυμεί να ενωθεί με όλων τις παρεκκλίσεις.
  • Όλο και πιο εντατικά από το 2007, παρουσιάζω την ποίησή μου όχι πλέον μόνο στα βιβλία, αλλά και μπροστά σε κοινό μέσα από –αυτοσχεδιαστικές ή σκηνοθετημένες– performance / επιτελεστικές αναγνώσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (την τελευταία πενταετία με τη συνεργασία της Σοφίας Καρακάντζα). Γιατί; Επειδή η ποίηση ήταν προαιωνίως προφορική και ακροαματική τέχνη. Αλλά και για να παραχθούν σπινθήρες επικοινωνίας στον χώρο, ώστε μία τέχνη του Χρόνου –όπως είναι η ποίηση- να γίνει και τέχνη του Χώρου. Τότε, μεταξύ performer και κοινού, μεταξύ πομπού και δέκτη, εγκαταλείπεται για λίγο η κατά μόνας ανάγνωση και δημιουργείται ένας νέος μοιρασμένος Χρόνος, που συγκλίνει προς μία ένωση και συνάντηση, προς ένα συντροφευμένο παρόν, προς το κοινό μας τώρα. Είναι όπως με τη μουσική: άλλο η ηχογράφηση, άλλο η συναυλία. Αλλά performance κάνουμε και, απλώς, επειδή μπορούμε. Επειδή ακόμη ευτυχώς ζούμε, έχουμε σώμα, φωνή και αισθήσεις. Που σημαίνει: επειδή δεν είμαστε ακόμη ούτε μόνο βιβλίο, ούτε ακόμη χώμα.
  • Όσο για τα «πρακτικά»: Ο Καβάφης (ναι, πάντα αυτός) φέρεται να έλεγε: Όπως ο καλός έμπορος διαφημίζει την πραγμάτειά του για να την πουλήσει, έτσι κι ο ποιητής οφείλει να διαφημίζει το είδος που προσφέρει. Ο κόσμος έχει πολλή δουλειά, τόσο που δεν του μένει καιρός να ενδιαφερθεί για τον διπλανό του. Είναι λοιπόν καθήκον μας να μιλούμε οι ίδιοι για τον εαυτό μας και τα έργα μας, έως ότου αναγκάσουμε τον κόσμο να σταθεί, ν’ αφήσει την δουλειά του και να μας προσέξει (Τίμος Μαλάνος, Ο Καβάφης έλεγε. Εκδόσεις Πρόσπερος, 1986).
  • Ως προς το παρόν μας, λοιπόν, σκέφτομαι πως ποίηση ως αγαθό που ανταλλάσσεται είναι η ίδια η αντίφαση: «Αγοράζεται» χωρίς να πωλείται. Διακινείται σχεδόν λάθρα. Σαν τα απαγορευμένα βιβλία στα πάρκα των πάλαι ποτέ κομουνιστικών καθεστώτων ή στα post των φεησμπουκικών μας (υπερ)ευαισθησιών. Μου αρέσει που «αγοράζεται» (ιδεατά), αλλά δεν μας εκτιμώ που δεν πωλείται (που δεν αγοράζεται πραγματικά). Η ζωή είναι εδώ. Ζούμε σε ένα καθεστώς όπου η τέχνη, και ειδικά η λογοτεχνία, δεν λογίζεται για επάγγελμα. Το ότι για την ποίηση «αυτό συνέβαινε πάντα» δεν είναι ούτε απολύτως ακριβές, μα ούτε κι επιχείρημα. Μακάρι λοιπόν, να καταφέρναμε να κάνουμε την ποίηση και να πωλείται και να αγοράζεται. Αν με τον τρόπο αυτό συμβάλλουμε στη διόγκωση του απεχθούς νεοφιλελεύθερου ύστατου καπιταλισμού, ζητούμε συγγνώμη από τον καπιταλισμό και από το σύμπαν όλο. Όμως αυτή η ενοχικότητα δεν θα έπρεπε να μας ανήκει.

πρώτη δημοσίευση: ΧΡΟΝΟΣ, 28 Οκτωβρίου 2018


1. 

Jouissance (κατά κυριολεξία «απόλαυση» στα Γαλλικά): Λέω τον όρο ξεκινώντας από τον Μπαρτ και το «Le Plaisir du Texte» του 1973, όπου ο καλός Μπαρτ μάς λέει ότι το «εγγράψιμο» [scriptible] κείμενο παράγει ευδαιμονική απόλαυση [jouissance] στον αναγνώστη, ανατινάζοντας τις λογοτεχνικές νόρμες και επιτρέποντας στον δύσμοιρο να δραπετεύσει και ν’ απελευθερωθεί λιγάκι από το ταυτοτικό του καλουπάκι, γινόμενος έτσι και άλλο (κι άλλο κι άλλο!) υπο-κείμενο, αντίθετα από το παραδοσιακό, απλώς  «αναγνώσιμο» [lisible] κείμενο, που παράγει ηδονική τέρψη [σκέτο plaisir και όχι jouissance] επιβεβαιώνοντας διαρκώς τον δεδομένο, μονοσήμαντο, ταυτοτικό μας εαυτό. Ο Λακάν, αρχικός μπαμπάς της θεωρητικο-ποίησης του όρου («L’ Ethique de la Psychanalyse», 7ο Σεμινάριο, 1959-60), τονίζει πιο πολύ το φόβο και τον πόνο που συνοδεύουν και αποτελούν μέρος της jouissance, της παραβατικής επιδίωξής σου για όλο και μεγαλύτερη ηδονή, η οποία απειλεί να κομματιάσει το φιλήσυχο ενιαίο υποκείμενο της πιο κόσμιας, ελεγχόμενης ηδονής – του συμβατικού plaisir.
[↑επιστροφή επάνω]

Go back