Θωμάς Τσαλαπάτης

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΩΝ ΕΙΔΩΛΩΝ

Όταν βγήκε από τη λίμνη σταμάτησε να αντικρίζει το είδωλό του. Αόρατος από εαυτό, θολός και αόριστος πήρε τον δρόμο για τη γυάλινη πόλη.
 
Κάθε χρόνο την ημέρα των καρναβαλιών, όταν οι μεταμφιέσεις ντύνουν την όψη των ανθρώπων και όλοι εισπνέουν παράλληλα στην εκπνοή τους, εκείνος επιλέγει να μεταμφιεστεί στον εαυτό του. Έτσι και φέτος. Διαλέγοντας προσεκτικά τα χαρακτηριστικά του, το ύψος, την μύτη, τα μαλλιά του. Διαλέγοντας αυστηρά τα χαρακτηριστικά του, να ταυτίζονται απόλυτα με τα δικά του χαρακτηριστικά.
 
Διπλά ίδιος βγαίνει στους δρόμους της πόλης, γιορτάζοντας στο περπάτημα τον εαυτό του. Τρέφοντας δύο εαυτούς, ποτίζοντας τους με τα ίδια ηδύποτα, χτενίζοντάς τους με το ίδιο τραγούδι, αποσπώντας θαυμασμό και φιλοφρόνηση από τον έναν για τον άλλο.
 
Κάθε φορά καρναβαλιού εκείνος κάνει έρωτα στη γυναίκα του. Βουβά. Έναν έρωτα μεταμφιεσμένο στον εαυτό του. Μα κάθε φορά είναι κάτι που διαφεύγει και έτσι διπλός απορεί. Μέσα στην ετήσια συμφωνία της παύσης αγνοεί το εάν η γυναίκα του το γνωρίζει. Το αν τη στιγμή αυτή η γυναίκα κάνει έρωτα με αυτόν, ή με τον διπλό εαυτό του, ή ίσως με κάποιον άγνωστο μεταμφιεσμένο σε αυτόν. Με τον άνθρωπο πίσω από την μεταμφίεση, με την μεταμφίεση, ή ακόμα και ανεξάρτητα αυτής. Είναι πάντα το ανοιχτό ενδεχόμενο κάτω από την επιφάνεια της όψης, αυτό που κινεί τα δύο σώματα στον έρωτα, που αναστέλλει τις αναστολές, που σιωπηλά καταφάσκει. Μα φέτος η κίνηση θολώνει, σπρώχνοντας τα σώματα πέρα από τα σύνορα των μορφών, ανοίγοντας την κίνηση, τον δεσμό, τον αριθμό.
 
Τώρα είναι ήδη αρκετές ημέρες και κείνος στέκει μεταμφιεσμένος στην απορία. Ξένος σαν ο ίδιος, όμοιος σαν κάποιος άλλος. Ή μήπως δεν είναι έτσι; Φορά ή δεν φορά στολή; Με σιγουριά δεν δύναται να απαντήσει. Δεν καταφέρνει να πει που τελειώνει τι και που αρχίζει, πίσω απ’ τη θύμηση αυτή που δεν θυμίζει. Ας ντυθεί άλλη μια φορά, ας ρισκάρει μια τρίτη –ίσως- μεταμφίεση πάνω από τις δύο –ίσως- άλλες. Ακόμη έναν εαυτό, προσφορά στους εαυτούς του.
 
Τόσο πλήθος φέτος ανάμεσα στα πόδια της. Κι όμως το πρόσωπο που αυτός κοιτά, μέσα από τις διαδοχικές σχισμές είναι το ίδιο πρόσωπο, πάντα το ίδιο πρόσωπο, το πρόσωπό της. Ξάφνου σπασμός. Είναι τα βουβά της χείλη που μαρτυρούν πως κάτι δεν πάει καλά και κάτι έχει αλλάξει. Μια μετατόπιση, ένα νεύμα, η απόσταση από το βογγητό στο ουρλιαχτό. Με φρίκη βουτά τα δάχτυλά της αρχίζοντας στον πανικό να ξεφλουδίζει τις στρώσεις του ίδιου εαυτού. Την πρώτη, τη δεύτερη, την τρίτη. Και ύστερα άλλη μία και άλλη μία, ξεσκίζοντας την μία όμοια εκδοχή της άλλης και ύστερα της ίδιας, φτάνοντας ξανά και ξανά στο ένα σημείο. Στα νύχια της μπλεγμένες απόψε κορδέλες εαυτού, υπολείμματα νύχτας και κουρέλια σιωπής. Τώρα στέκεται μόνη.
 
Πόδια ανοιχτά, σώμα, και ένας παλμός αντίστροφης κλιμάκωσης. Είναι η ησυχία αυτή που ακολουθεί την κάθε απορία, ο θόρυβος που κατοικεί βουβός τον κάθε πανικό. Είναι η γυναίκα αυτή που τώρα στέκεται μόνη. Αλλάζει πλευρό, κλείνει το φως και αφήνει την μάσκα της να πέσει. Μια μάσκα άδεια σαν καθρέφτης.

Από την ποιητική συλλογή Άλμπα, εκδόσεις Εκάτη, 2015.

Go back