Σάκης Σερέφας

Α, ΔΥΟ ΖΑΡΚΑΔΙΑ

Πλαγιά γεμάτη σπασμένους καμπινέδες
τσίου οι σπούργοι
ήλιος τόπλες
φύση στο φουλ
σάπιες σαμπρέλες ξεκοιλιασμένοι καναπέδες
ληγμένες πεταμένες τέως προίκες
κι ανάμεσά τους οι πρώτες ανθισμένες μαργαρίτες
αίφνης βουητό άνω σχώμεν αερόπλανο τρανό
πιλότος πολύ εβαπορέ παλάμαι αβραί
έχει σιχαθεί μια ζωή στον ουρανό
βαριέται χασμουριέται κοιτάει χαμαί
ώσπου άντε πάλι φύση
οξιές τσακίδια κλαριά στο χώμα
από το χιόνι του φετινού χειμώνα
όσο εσύ μεγάλωνες βρεφί τρε μπιζουτί μέσα στην κούνια
το χιόνι εδώ κατακαθόταν  σιωπηλό μονάχο
να, πάνω σ’ αυτόν εκεί τον βράχο
στις νάυλον σακούλες, στα τενεκέδια της μπύρας
στις άσπρες τρίχες τούτης της  πεταμένης χτένας
που την χειρίζονταν άνθρωπος μία ή άνθρωπος ένας
πάμε παρακάτω
στρώνουν τον δρόμο εδώ
πίσες φαγάνες σβησμένα φορτηγά
ξηλώνεις ένα κουμπί σου και το θάβεις
μέσα στο χαλικόστρωμα βαθιά
βάζεις με το νου σου για σημάδι να ’ναι ισιάδι
με τη δεύτερη οξιά πάνω στη στροφή
να το πλακώσει αύριο η άσφαλτος καυτή
να του κορνάρεις κάποτε που θα περάσεις
βαθιά κι εσύ  στο μέλλον σου παραχωμένος
χαζεύοντας τότε μέσ’ από τ’ αμάξι  γέρων αμπαρωμένος
πλαγιές, ραχούλες και λαγκάδια.
 
Μεταβολή βήμα ταχύ δρόμο τώρα για το σπίτι.
 
Α, δυο ζαρκάδια.

Χολομώντας, 25.3.2004

Go back