Γιώργος Λίλλης

Και Τότε Ρίξανε τον Κλήρο Να Δούνε Ποιος Θα Φαγωθεί

«Οι αχρείοι που γράφουν αυτές τις ανοησίες δεν έχουν μείνει νηστικοί δεκατέσσερις ολόκληρες ημέρες και δεν μπορούν να νοιώσουν πως είναι να πεθαίνεις της πείνας –μόνο τότε θα μπορούσαν ίσως να καταλάβουν ότι ούτε η ποίηση, μήτε η ζωγραφική μπορούν να αποδώσουν τη φρίκη και την οδύνη που βίωσαν οι ναυαγοί της Σχεδίας».

Théodore Géricault

Πριν λίγες μέρες, στο σαλόνι της φρεγάτας  
πίνοντας τσάι ή μπράντι
συζητούσαν σοβαροφανείς 
για διάφορα κουτσομπολιά της βασιλικής αυλής
«δεν μπορεί να μην ακούσατε για τις νέες ερωτικές
περιπέτειες...»
κάνοντας πολιτικά σχόλια
«νομίζω φίλτατε πως ο Ναπολέων...»
μες στην χοάνη αυτή όπου οι λέξεις επικροτούσαν
την δύναμη του πνεύματος
αλλά και την ευτέλειά του.
Οι άντρες φορώντας φράκα
και καπνίζοντας πούρα 
οι γυναίκες με εντυπωσιακά φορέματα
και επιβλητικές κομμώσεις, κουνώντας επιδεικτικά 
τις βεντάλιες τους.
Μέρες αργότερα πάνω στην σχεδία
ρακένδυτοι, διψασμένοι και πεινασμένοι
έτοιμοι να χιμήξουν ο ένας στον άλλο. 

«Κανιβαλισμός; Σας παρακαλώ! 
Δεν ζούμε σε άξεστες βαρβαρικές επαρχίες 
της Αφρικής ή της Νότιας Αμερικής
αλλά στην πόλη του φωτός, το ένδοξο Παρίσι».
Τότε τι ζητάνε εδώ παραταγμένα αυτά τα ζόμπι 
καθώς ο ήλιος βυθίζεται
και το σκοτάδι κρύβει τα ακρωτηριασμένα σώματα
στα πρόχειρα αυτά χειρουργικά τραπέζια στην μέση του ωκεανού;
Δεν υπάρχουν εδώ προτάσεις ευγένειας, μόνο γρυλίσματα.
Τα προσχήματα κράτησαν μόνο στην αρχή. 
Σε προσευχές, ψιθύρους και ικεσίες. Παραισθήσεις!
Καμιά ρομαντική σκέψη στο δειλινό. Καμιά αγκαλιά. 
Ο ένας πάνω στον άλλο, εκατόν πενήντα νοματαίοι
που μόνο δέκα τελικά κατάφεραν να επιζήσουν. 

Οι επιζώντες ανάφεραν πως η πρώτη ανταρσία 
συνέβη μόλις την δεύτερη νύχτα.
Ξυλοκοπήθηκαν, μαχαιρώθηκαν μεταξύ τους. 
Το πεδίο  μάχης κανένα ένδοξο Βατερλό.
Αργότερα, άρχισαν να μασούν 
τους αορτήρες της θήκης του ξίφους τους
τις δερμάτινες άκρες των πηλικίων τους.
Κάποιος ύψωσε ένα μαντίλι σαν σημαία
στην κάννη του μουσκέτου του.
Η μόνη εκεχειρία ανακωχής σ' αυτή την ματωμένη κιβωτό.
Όπως και η πεταλούδα, που όπως λέγεται, εμφανίστηκε 
σαν άγγελος μέσα στην κόλαση.
(Θνητότητα που παρελαύνεις με άδειες κόγχες υπεράσπισε 
τα φαντάσματα, δικά σου είναι). 
Αυτός που απάγγελνε λίγο πριν Δάντη στο πρωτότυπο 
αδυνατεί να ψελλίσει έστω μια παιδική
προσευχή πριν το μακάβριο δείπνο του. 
Αυτός που γοήτευε τόσο εύκολα τις κυρίες της αυλής
τώρα έχει διπλωθεί στα δυο. 
Δεν υπάρχουν πια δικαιολογίες, ούτε εξηγήσεις. 
Φιλόσοφοι και ευγενείς, πως θα μπορούσατε να καθυποτάξετε 
αυτή την άγρια αγέλη; 
Κι εσείς ιερείς με τους σταυρούς και τους εξορκισμούς σας
μην τολμήσετε να μπείτε ανάμεσα σ' αυτό το ανέλπιδο μπουλούκι.
Η τρέλα καραδοκεί καθώς γκρεμίζονται 
και τα τελευταία οχυρά της λογικής.
Μια λεπτή κλωστή χωρίζει την εξαθλίωση 
από την οξεία πνευματικότητα.
Ο δολοφόνος που κρύβεται μέσα μας ζητάει πρόφαση 
για να απαρνηθεί κάθε τύψη.
Ο αόρατος κατανεμητής ρίχνει το βάρος 
προς την άλλη μεριά της συνείδησης
της ολότελα σκοτεινής. 
Εδώ μιλάμε για πράξεις κι όχι για θεωρίες 
στολισμένες με έξυπνες ατάκες.
Εδώ συνέβη αυτό που δεν έπρεπε να συμβεί.

Ο Τεοντόρ Ζερικώ ζωγράφισε την σχεδία 
έδωσε εικόνα στην αγριότητα. 
Ερεύνησε εξαντλητικά τις παραμικρές λεπτομέρειες του συμβάντος. 
Σπούδασε την μορφολογία των τραυμάτων
τα αποσυντεθημένα απομεινάρια των νεκρών
το ύφος του προσώπων, τον τρόπο των τσακισμένων μελών
τις συσπάσεις των μυών, το αποτύπωμα της οδύνης. 
Mε την βοήθεια ενός ξυλουργού έφτιαξε 
ένα ομοίωμα της σχεδίας στο εργαστήρι του. 
Στην προσπάθειά του να αισθανθεί την οδύνη των ναυαγών 
δέθηκε στο κατάρτι μιας βάρκας.
«Δεν είναι πολιτικό το νόημα του πίνακα, η έγνοιά μου είναι ανθρωπιστική»
απάντησε στα κακεντρεχή σχόλια των Γάλλων κριτικών.
Τι προσπαθεί να κάνει εδώ η τέχνη;
Να εξευγενίσει, να ωραιοποιήσει ή να εκφράσει την αλήθεια;
Στον καμβά του Ζερικώ απεικονίζεται 
ο πατέρας που κρατά στα χέρια το νεκρό του γιο
ελπιδοφόρα πινελιά μέσα στο μακάβριο αυτό σκηνικό.
Όπως και αχνά, στο βάθος, την άφιξη της Αργούς, του πλοίου
που τους συνέλεξε τελικά, σαν ένα περιστέρι που αναγγέλλει 
την έξοδο από την βαρβαρότητα.
Εκείνοι που θυσιάστηκαν, όπως στις τελετές των Αζτέκων
για να κατευνάσουν το μένος της φύσης και των θεών
έμειναν στις μνήμες των επιζώντων σαν σκιές.
Δεν υπάρχουν μαρτυρίες, ο χρονικογράφος αυθαιρετεί
για να δικαιολογήσει τις πράξεις τους, σαν μια τελευταία προσπάθεια
κατανόησης.
Αύριο, μεθαύριο, σε ένα μήνα, σε μερικά χρόνια, κανείς δεν θα τους θυμάται.
Εισχώρησαν στην αφάνεια νεκροί και ζωντανοί.
Οι επιφυλλίδες αρχειοθετήθηκαν, οι τάφοι σκεπάστηκαν με αγριολούλουδα.
Ο πίνακας όμως παρέμεινε. Αυτός ο αθεόφοβος καμβάς
συνέχισε αμετανόητος να ρίχνει την σχεδία στην θάλασσα
διατηρώντας με ακρίβεια την στιγμή.
Τα σώματα δεν έχουν αποσυντεθεί, η Αργώ βρίσκεται ακόμα στην ίδια θέση
στο τέλος του ορίζοντα.
Η τέχνη σταματά τον χρόνο, τον εξαρθρώνει.
Επιμένει να διαιωνίζει. 

Go back