Δημήτρης Καλοκύρης

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ Η ΜΟΥΣΑ

(Κωμωδία σε δύο φάρσες)

Η λάμψη του σπιθίζει στα γαλάζια ιστία του μύθου, όταν έπεσε στα νερά θαμπωμένος από τον λαμπαδία της πίκρας, βλέποντας να βυθίζεται το μέλλον του στον πυθμένα του λαβυρίνθου — ενώ το αύριο πελαγοδρομούσε αμέριμνο μετρώντας τα πετούμενα της Mεσογαίας. 

― Ο αμήχανος Aιγαίας.

Αστραφτερὸ αρχιπέλαγος, στις υπόλευκες αίγες που αφέθηκε των κυμάτων και συστάδες απόμειναν, επιπλέοντας, διαφανών σωμάτων να σχεδιάζουν με τις βελόνες τον θαλάσσιο αιγόκερω, στον καμπύλο βραχίονα του χαλκού Ποσειδώνα. 

― Το σκυλί του χειμώνα.

Tης Nισύρου σκεπάζει το έγκαυμα και το απόκρημνο της Θήρας σαρκοβόρο· με σφουγγάρια διάτρητα, οστρακόδερμα πάθη, τηγανισμένα αφρόψαρα δι’ ελαίου και λόγου πάνω σε πυρωμένα χείλη νηρηίδων, αβυσσαλέα ρήγματα, αστρικά, στα ιδιώματα των ιχθύων.

― Και ιδού, ο σταυροφόρος όλεθρος, ο Απολλύων:

Ένας υγρός κατάλογος από πέτρινες λέξεις, συμπλέγματα παράξενα που δροσίζουν τη γλώσσα (πολυδαίδαλοι, ίσως, ποταμοί, πουλιά με ελληνικά λοφία), όταν ο λόγος ανήκε ακόμη στα ψηφία.

― Oι ποιητές καταλαγιάζουν στα γελοία... 

*

...πήγα να πω, κι εδώ σταμάτησα, πελαγωμένος, την απαγγελία. 

*

—  Kαλά, δεν έχεις καταλάβει τίποτα; είπε η Mούσα, διορθώνοντας στον καθρέφτη το βαθύ της κραγιόν: 

Ακόμα δεν μυρίστηκες πως η ζώνη της Ιππολύτης
        είναι ένα ρόδινο νησ που αποστήθισε ο Ελύτης,
ενώ «του κεραυνού ο τιμονιέρης»
        ήταν μια αρχαία μάσκα που εμπορεύτηκε ο Σεφέρης
αφού στο νου του αναδύθηκε, χλομός,
        μεθυσμένος και υψίφωνος ο κόμης Σολωμός
κι ότι αυτής της αλυσίδας ο έσχατος κρίκος
        ήταν ο Εγγονόπουλος, ο Pίτσος και ο Εμπειρίκος;

Κούμπωσε το φουστάνι της, ίσιωσε τις κάλτσες και συνέχισε υπεροπτικά:

Ασ’ το τιμόνι, πιάσε τα κουπιά,
        οι στίχοι δεν με ξεσηκώνουν πια·
διασκεδάζω περισσότερο με πρόζα.
        Στρώσου στο γράψιμο, λοιπόν, ξέχνα την πόζα...

Κι όπως θ’ αρχίσεις να ακροβατείς πάνω στα λήμματα
με λεξιλόγια παλεύοντας και ρήματα
να ξέρεις πως στο βλέμμα μου ήδη αρχίζεις να ξεβάφεις
όπως το πανελλήνιο που όρισε ο Kαβάφης.

Μα ώς εδώ. Φτάνει!
Το μέλλον σου να βρέχεται εκ δυσμών στο μελάνι. 
Μονάχα στα χαρτιά, καμι φορά, θα με κερδίζεις. 
Θα μου χαρίζεις σοκολάτες, θα με βρίζεις
πασχίζοντας στα γυάλινα φιλιά σου να με παρασύρεις. 
        Α! 
Κι από εδώ και στο εξής, θα ονομάζεσαι Καλοκύρης.

 

Από τη συλλογή Ισαύρων, Άγρα 2015.

Go back