Δημήτρης Ελευθεράκης

ΟΔΥΣΣΕΩΣ ΔΙΚΗ

Μόλις ἐπέστρεψε, πῆγε νά βρεῖ τόν Λαέρτη. Τόν παραμόνεψε
πίσω ἀπ' τίς ἀχλαδιές, πού ἔβαφαν ἐκείνη τήν πλευρά τοῦ λόφου
ἕνα ἀνεξήγητο χρυσό. (Θυμήθηκε τήν Ὠγυγία, τό δόρυ τοῦ Ἥλιου,
τό ἴδιο τρύπημα στό στῆθος). Ἦταν ὁ Ὀδυσσέας
πού χάρισε πραγματικούς θανάτους μέ δακτυλικά ξίφη,
πού γέλασε τούς Λαιστρυγόνες καί τόν Ὅμηρο.
Τί νά τοῦ πεῖ. Ἡ Ἱστορία εἶναι μιά ἐπιτύμβια πλάκα
μέ ἀριθμούς κι ὀνόματα. Κι ὁ ποιητής
μιά πολυμήχανη σκιά πού ἀσπρίζει στό φῶς.
Πῶς νά μιλήσει στόν Λαέρτη γιά τόν πόλεμο, τή νύχτα
τά σφαγμένα σώματα. (Γιά τά δικά του σφαγμένα σώματα).
Πῶς νά σκεφτεῖ ἕνα μνημόσυνο γιά τούς ἀνίδεους ἥρωες.
Ἀφήνοντας τήν τσουγκράνα του νά πέσει στή γῆ
γνωρίζοντας τό ἔγκλημα, κλαίγοντας γιά τό ἔγκλημα
ὁ Λαέρτης θά τόν συγχωρέσει. (Ὁ Λαέρτης, ἐκείνη ἡ παρήγορη
θλίψη στήν ἔξοδο τοῦ ἔπους, ἐκεῖνο τό ὁμηρικό κουρέλι).
Τότε ὁ Ὀδυσσέας θά χαθεῖ στό σκοτάδι. Ὁ Ὀδυσσέας,
σῶμα καί ὄνομα, θά γείρει κάτω ἀπό τήν ἀχλαδιά,
ἐνῶ τό χρυσό θά γίνεται μαῦρο, ὕστερα πάλι χρυσό κι ὕστερα
πάλι μαῦρο.

Aπό την ενότητα "Λαέρτης" της ποιητικής συλλογής  Εγκώμια (Πατάκης, 2013).

Go back