Παναγιώτης Δημόπουλος

ΝΟΥΝΤΣΙΑ

Χθες βράδυ είδα μια βαρετή παράσταση
η κούκλα είχε βάλει το χέρι της στον κήπο της και έτρεμε μια ανέραστη πιπίλα
κι εγώ έπρεπε εντυπωσιασμένος να εκπλαγώ
και βέβαια χασμουρήθηκα.
 
 
Χθες, Νούντσια,
με πήραν τα κλάματα στο τέλος – δεν άντεξα
ο στρατηγός στην έξοδο νόμισε πως συγκλονίστηκα απ' τους κακούς ηθοποιούς
και είπε “φαίνεσαι αστείος όταν κλαις, έτσι όπως είσαι σα μοσχάρι, κοκκίνισαν τα αυτιά σου”.
 
 
Βρήκα το γράμμα που είχα σκαλίσει με το χέρι σου μικρός
σε ένα παγκάκι έξω απ' το θέατρο, στο άγιο ρεζίλι
τότε που με ήθελες, για πάντα,
που έκαιγαν στον ήλιο και τον έρωτα  τα σφιχτά κόκαλά μου
αυτά που τώρα έξω έσερνα σκυφτά απ' το τσιγάρο τους.
  
Μόνο εσύ κι ο ατέλειωτος λαιμός σου υπήρχαν
κι όλος σκεφτόμουν να ρουφήξω τον ιδρώτα σου ως το τέρμα
όμως με απορία στη μοναξιά έφευγα με άγρια μάτια άπραγος
για αυτό πεθαίνω, Νούντσια, ήμουν δειλός
τα άγρια μάτια μου έσβησαν – και σε έχασα για ένα σφουγγάρι δρόμο.


Χθες πάλι έμεινα άυπνος και γελοίος
ως το πρωί σε λάτρευα, το είδες.
 
Νούντσια, με ακούς;
 

Αναφορά σε ένα απόσπασμα από την «Πρώτη Νύχτα» του Πιραντέλλο.

Go back