Georges Didi-Huberman

ΦΛΟΥΔΕΣ

Τοποθέτησα τρία μικρά κομμάτια φλοιού πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί. Κοιτούσα. Τα κοιτούσα, ενώ σκεφτόμουν ότι το να κοιτώ ίσως με βοηθήσει να διαβάσω κάτι το οποίο δεν είχε ποτέ γραφτεί. Κοιτούσα τα τρία μικρά κομμάτια του φλοιού, όπως τα τρία γράμματα μιας γραφής πριν από κάθε αλφάβητο. Ή, πιθανόν, όπως την αρχή μιας επιστολής που θα άρχιζα να γράφω, αλλά σε ποιόν; Αντιλήφθηκα ότι αυθορμήτως τα είχα τοποθετήσει πάνω στο λευκό χαρτί, κατά τον ίδιο τρόπο που θα έγραφα στην γλώσσα μου: κάθε «γράμμα» αρχίζει αριστερά, εκεί όπου είχα βυθίσει τα νύχια μου στον κορμό του δέντρου για να αποσπάσω τον φλοιό του. Για να ξεχυθεί στη συνέχεια προς τα δεξιά, σαν θλιβερή ροή, σαν σπασμένη διαδρομή: ανάπτυξη γραμμική αυτού του λεπτού υφάσματος του φλοιού που σχίζεται πολύ νωρίς.

Αυτά είναι τα τρία αποκόμματα που αποσπάστηκαν, πριν κάποιες εβδομάδες, από ένα δέντρο στην Πολωνία. Τρία θραύσματα χρόνου. Του δικού μου χρόνου εντός αυτών των κομματιών: ενός κομματιού μνήμης, αυτού του δυσανάγνωστου πράγματος που τείνω να αρχίσω να διαβάζω, ενός θραύσματος παρόντος, εκεί, μπροστά στα μάτια μου, επί της λευκής σελίδας, ενός θραύσματος επιθυμίας, γράμματος που πρόκειται να γραφεί, αλλά σε ποιόν;

Τρία θραύσματα των οποίων η επιφάνεια είναι γκρίζα, σχεδόν λευκή. Γερασμένη ήδη. Χαρακτηριστική των σημύδων. Θρύβονται και σκορπούν όπως τα υπολείμματα ενός καμένου βιβλίου. Από την άλλη μεριά είναι – αυτήν την στιγμή που γράφω – κόκκινη ακόμη σαν σάρκα. Ταίριαζε τόσο καλά στον κορμό του δέντρου. Αντιστάθηκε στην πίεση τον νυχιών μου. Τα δέντρα νοιάζονται επίσης για το δέρμα τους. Φαντάζομαι πως, περνώντας ο χρόνος, τα τρία κομμάτια φλοιού θα γίνουν γκρι ή και λευκά και από τις δύο μεριές. Θα τα διατηρήσω, θα τα τακτοποιήσω, θα τα ξεχάσω; Και εάν ναι, σε ποιόν φάκελο της αλληλογραφίας μου; Σε ποιό ράφι της βιβλιοθήκης; Και τι θα σκεφτεί το παιδί μου, όταν βρεθεί – όταν εγώ θα πια είμαι τελείως νεκρός – εμπρός σε αυτά τα υπολείμματα;

Μετάφραση: Δημήτρης Λεοντζάκος

ECORCES

J’ai posé trois petits bouts d’écorce sur une feuille de papier. J’ai regardé. J’ai regardé en pensant que regarder m’aiderait peut-être à lire quelque chose qui n’a jamais été écrit. J’ai regardé les trois petits lambeaux d’écorce comme les trois lettres d’une écriture d’avant tout alphabet. Ou, peut-être, comme le début d’une lettre à écrire, mais à qui ? Je m’aperçois que je les ai spontanément disposés sur le papier blanc dans le sens même où va ma langue écrite : chaque « lettre » commence à gauche, là où j’ai enfoncé mes ongles dans le tronc de l’arbre pour en arracher l’écorce. Puis elle se déploie vers la droite, comme un flux malheureux, un chemin brisé : ce déploiement strié, ce tissu de l’écorce qui se déchire trop tôt.

Ce sont là trois lambeaux arrachés à un arbre, il y a quelques semaines, en Pologne. Trois lambeaux de temps. Mon temps lui-même en ses lambeaux : un morceau de mémoire, cette chose non écrite que je tente de lire ; un morceau de présent, là, sous mes yeux, sur la blanche page ; un morceau de désir, la lettre à écrire, mais à qui ?

Trois lambeaux dont la surface est grise, presque blanche. Âgée, déjà. Caractéristique du bouleau. Elle s’effiloche en volutes, comme les restes d’un livre brûlé. Sur l’autre face, elle est encore – à l’heure où j’écris – rose comme une chair. Elle adhérait si bien au tronc. Elle a résisté à la morsure de mes ongles. Les arbres aussi tiennent à leur peau. J’imagine que, le temps passant, ces trois lambeaux d’écorce seront gris, presque blancs, des deux côtés. Les conserverai-je, les rangerai-je, les oublierai-je ? Et si oui, dans quelle enveloppe de ma correspondance ? Dans quel rayonnage de ma bibliothèque ? Que pensera mon enfant lorsqu’il tombera, moi mort, sur ces résidus ?

Go back