Ζέφη Δαράκη

Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΜΟΥ

Ι
 
 
Όλο το βράδυ κι ως το άλλο βράδυ
ερωτήματα αόριστα
σκοτείνιαζαν τον βυθό της λίμνης
Η λίμνη σηκωνόταν στα τέσσερα
λάμποντας και αφρίζοντας
Κι άλλοτε με ψιθύρους του αέρα και του νερού
γνωρίζοντας τα πάντα
για τους νεκρούς και τις σκιές τους
Και ανεβάζοντας επάνω
μεγάλες απουσίες αναμνήσεων,
πέραν του τάφου
και πέραν της ζωής
Κατάπια τον βυθό σου, της ψιθύρισα
χωρίς να σε γνωρίσω
Καλά να πάθεις, μουρμούρισε το νερολούλουδο
αναταράζοντας μ’ ένα βλεφάρισμα φευγαλέο
τα μαύρα νερά
Ύστερα κάτι χαρτόνια
διπλώσανε τη λίμνη τη σηκώσανε
Το όνειρο κείτονταν κάτω
με τσακισμένη ραχοκοκαλιά
 
 
 
Ma roulette delavee
mon theatre
 
II
 
 
 
Κι όμως το αγόρι περπατούσε παραμιλώντας
Το τύλιγε το ξετύλιγε
η πρωινή ομίχλη σαν πουκαμισάκι
Εκεί μέσα κρυβόντουσαν χύνονταν
πουλιά τα χρώματα
σ’ ένα θέατρο ουρανοκατέβατο
Και επί σκηνής, έτρεμαν άγγελοι χειροποίητοι
 
 
 
ΙΙΙ
 
 
Του χρόνου να ξανάρθετε, να μας ξανάρθετε,
φώναζαν σε μεγάλους επάλληλους κύκλους
άγριοι κλώνοι ονείρων
Μέρες, κούκλες αμίλητες
Τις πηγαινόφερνε ένας άνεμος
πατούσε τα πουλιά επάνω στο τραγούδι τους
ο χειρομάντης καθισμένος σε πανύψηλα κύματα θλίψης
Γιατί κανένα θαύμα πια
Κανένα θαύμα
 
Ο περίπατος που είχα επιθυμήσει, στροβιλιζόταν δαιμονισμένα
γύρω απ’ τον χαμένο του προορισμό
Αδειάζοντας εικόνες η μέρα
λάσπωνε στις πράξεις
Έκπληκτη θλίψη αραίωνε τον χρόνο επάνω μου
γιατί στερέψαν οι πηγές των εναγκαλισμών…
Τα φιλιά που ταξιδεύαν θύελλες
Ρώτησα τον πρώτο τυχόντα,
είναι το τέλος για τα υπάρχοντά μου;
Τι έχει απομείνει ν’ αποχαιρετήσω;
Κοιτούσα προς τη χαμένη πόρτα,
τάχα πως θα ’μπαινε το νησίπαφλάζοντας
Αλλά ανεβήκαν μοναχά οι πνιγμένοι
σε κάτι ξέφωτα ερημικών λυγμών
και ψιθυρίζοντας μόλις, μακάρι να ’τανε
τόποι λατρείας, τα σώματα κι οι ουρανοί τους…
 
Ο περίπατός μου τελείωνε
στην άκρη ενός ολάνθιστου γκρεμού
Δε μπορούσα ν’ ακούσω τις απαντήσεις
Έφταναν με καθυστέρηση βαθιάς σιωπής
από τα βάθη του νερού ως εμένα
Καμιά απάντηση δεν έφτανε ως εμένα παρά βρέθηκα
δεμένη στα ερωτήματα
 
 
 
IV
 
 
Και μοναχά ο χειρομάντης να παραμιλάει,
η ψυχή μου είναι άδεια για ένα ωραίο τοπίο, το ξέρεις
Και προπαντός για έναν καταγάλανο ουρανό   Του μαγκώνω το φως, τον κλείνω, κι ανοίγω μια βρύση   Προτιμώ από τη θάλασσα μια βρύση   Κι ένα ανθρώπινο πρόσωπο από ένα πάρκο   Προτιμώ μια ελαιογραφία από έναν ελαιώνα   Το τσιγάρο στο στόμα, απ’ τη φλογέρα    Κι απ’ τα σβησμένα πρόβατα, τον άσπρο αυλόγυρο της φυλακής μου   Ξέρω γιατί ονόμασες τη φύση, ωραία και ειρωνική…   Απ’ όπου πάλι γυρίζει πίσω το πουλί   Πάλι γυρίζει πίσω το ποτάμι   Κι η χλόη με πατάει   Κι έπειτα πάλι ορθώνεται κι ούτε μου απαντάει   Λοιπόν, προτιμώ τη γριά γυναίκα που μαζί της σέρνει τα παράλυτα σεντόνια   Προτιμώ μιαν απάντηση όσο σκληρή κι αν είναι, από σένα κι απ’ τα χτικιασμένα σπίτια…   Ή εκείνη την άλλη… την αγάπη του   Που περιμένει τρέμοντας μες στο σπίτι σκεπασμένη με τα παραθυρόφυλλα, ν’ ανοιγοκλείνουν επάνω της, σπασμένες φτερούγες…
 
Ο περίπατός μου τελείωνε, στην άκρη ενός ολάνθιστου
γκρεμού
Από το βιβλίο Ο ύπνος είναι ρόδο, εκδόσεις Νεφέλη, Δεκέμβριος 2016

Go back