Γιάννης Αντιόχου

Ο ΠΕΘΑΜΕΝΟΣ

Σ’ είδα στον ύπνο μου πατέρα μου χθες βράδυ
Μας είχε αποκάμει η λάβρα
κι η πόλη βούιζε υπόκωφα
χαμηλώνοντας στην άσφαλτο

Κραυγή ήτανε τ’ όνειρο,
σ’ εκείνο 
το δικό σου υπνοδωμάτιο
που έβλεπε στην πρασιά της λεωφόρου

Η αλήθεια είναι 
πως δεν σ’ είδα,
ήμουν εσύ·
ο γιος που γίνεται πατέρας συγχωρώντας
κι είχα την μικρή μου κόρη
κι ένα πανσέληνο βρέφος

Πλαγιάζαμε το μωρό ανάμεσά μας·
κορίτσι ήταν
χαμογελούσε

Σηκώθηκα να κλείσω τα παραθυρόφυλλα
Ξημέρωνε

Κοίταξα απ’ το παράθυρο
Μια μαύρη λιμουζίνα περίμενε
μ’ ανοικτές τις πόρτες της 
μέσα στις τριανταφυλλιές

Η μαμά έχει αλλάξει τα παντζούρια
ένας διακόπτης τα σφραγίζει ηλεκτρικά
Είναι αυτό που έλεγες
όταν ζούσες:
«κλείσ’ τα Σοφία, 
να μην βλέπει η γειτονιά 
την μισοκατεστραμμένη μας ευτυχία»

Το δωμάτιο σου πατέρα μου
δεν υπάρχει πια
ούτε η πρασιά
μόνο την λεωφόρο θ’ αναγνωρίσεις
και την μπλε τζακαράντα στη γωνιά του δρόμου
που πασχίζοντας να μην πεθάνει
σπινθηρίζει στα καλώδια
σαν τον Φρανκενστάιν

Είχα άγχος πατέρα τη νύχτα
αν βράζει κι εκείνος 
ο άλλος τόπος
Αν όταν κάποιος πεθαίνει
παίρνει μαζί και την αρρώστια του;
Αν κι εκεί χρειάζεσαι φιάλη οξυγόνου;

Δεν θα σε ρωτήσω για το μωρό πατέρα,
φεγγάρι θα πω πως ήταν
Συνήθισα να κοιμάμαι μισός
και να’ μαι ευτυχισμένος

Μια μαύρη πεταλούδα πέρασε μπροστά μου
και χάθηκε προς το λιμάνι
Ο αδερφός μου είναι ακόμα θλιμμένος
Το φεγγάρι μπαίνει απ’ όλα τα παράθυρα
Καπνίζω σαράντα άστρα την ημέρα
Το σπίτι μας ψήλωσε πέντε ορόφους
Ακόμη δουλεύω στα πολυτελή νοσοκομεία
πιστοποιώντας τον πιο ασφαλή θάνατο
Σκληραίνω κι άλλο πατέρα

Λείπεις τόσα χρόνια 
που κανείς δεν σε θυμάται πια
κι η μαμά ξέρεις τι θα πει:
«της Κυριακής τ’ όνειρα 
μέχρι το μεσημέρι»

Τι φως που ’χει η μέρα σήμερα!

Go back