Εισαγωγή στα Πορίσματα του Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου για την Παιδεία, 2016

Αντώνης Λιάκος

Οι μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση βρίσκονται στην τομή δύο νοητών αξόνων. Ο πρώτος άξονας αφορά τις μεγάλες αλλαγές της εποχής, που περιγράφονται ευσύνοπτα με τους όρους κοινωνία της γνώσης και ψηφιακή εποχή. Πρόκειται για μια μεταβολή της τάξης εκείνων που καθόρισαν την ιστορία του ανθρώπινου γένους, όπως ήταν η νεολιθική επανάσταση που επινόησε τη γεωργία και η βιομηχανική επανάσταση που δημιούργησε τον σύγχρονο πολιτισμό. Θα πρέπει να έχουμε συνείδηση ότι σε μεταβολές παρόμοιου μεγέθους αναφερόμαστε σήμερα, και απέναντι σ’ αυτόν τον ορίζοντα χρειάζεται να αντιπαραβληθούν όσα πρέπει να επιχειρήσουμε, με το αναμενόμενο δέος της σύγκρισης. Ο δεύτερος άξονας αφορά τη χώρα στη συγκεκριμένη στιγμή. Πρόκειται για μια χώρα καθημαγμένη οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά, η οποία προσπαθεί να βγει από μια μεγάλη κρίση, του μεγέθους εκείνων της πολεμικής δεκαετίας του 1912-1922, ή του 1940-1949. Και μια χώρα μετά από μια κρίση παρόμοιου πολεμικού μεγέθους χρειάζεται επανεπινόηση, επανασχεδιασμό, επανεκκίνηση, έμπνευση νέου ρόλου και νέων στόχων. 

Σχετίζεται η κρίση με την παιδεία; Στον βραχύ χρόνο, η παιδεία και η υγεία υπήρξαν τα μεγάλα θύματα της κρίσης. Στον ευρύτερο χρόνο όμως, και αν θεωρηθεί η κρίση ως ένας ιστορικός σπασμός της βίαιης και αναγκαστικής προσαρμογής μιας κοινωνίας στις μείζονες ιστορικές μεταβολές –πολιτικές, οικονομικές, ισχύος– που την περιβάλλουν, τότε η εκπαίδευση, και ευρύτερα η παιδεία, δεν βρίσκεται εκτός του φαύλου κύκλου των αιτιών και των αποτελεσμάτων. Οι νέες τεχνοεπιστημονικές αλλαγές, η απελευθέρωση των κεφαλαίων και η παγκοσμιοποίηση, με τις πολλαπλές αλυσιδωτές τους συνέπειες, διέλυσαν την μεταπολεμική κοινωνική σύμβαση που εγκαθίδρυσε το κράτος πρόνοιας, αλλά και τον παλιό κόσμο των δυαδικών αντιθέσεων και ταξινομήσεων. Στον κόσμο εκείνο η εκπαίδευση ήταν διαχωρισμένη από την κοινωνία, αφορούσε ορισμένες ηλικιακές βαθμίδες, η νεότητα ήταν μια διακριτή κατηγορία, κάθε τι είχε τη θέση του και υπήρχε μια θέση για τον καθένα. Σήμερα όλα αυτά έχουν αλλάξει και αλλάζουν αναπάντεχα, καθώς συνεχώς νέα προβλήματα και κρίσεις ανατρέπουν την επιδίωξη ισορροπιών και κανονικοτήτων. 

Επομένως, το έργο μιας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης μπορεί να περιγραφεί ως η χάραξη μιας καμπύλης ανάμεσα σε αυτούς τους δύο άξονες. Να πλησιάσει τον πρώτο άξονα, σημαίνει να δημιουργήσει εκείνες τις συνθήκες που θα επιτρέψουν στην εκπαίδευση να «ατενίζει» τον ορίζοντα των αλλαγών και να λειτουργεί ως διαρκής προετοιμασία και ετοιμότητα γι αυτές, αλλά και να δημιουργήσει τους όρους ανθεκτικότητας απέναντι σε απροσδόκητες εξελίξεις και κινδύνους. Η εκπαίδευση, το πνεύμα της και οι βαθιές νοοτροπίες που τη διέπουν έως τώρα αναπτύχθηκαν σε μια προηγούμενη εποχή, ήταν προσαρμοσμένες περισσότερο στις ανάγκες του κράτους παρά της εκπαιδευτικής κοινότητας, ήταν μέσα στο σχολείο δασκαλοκεντρικές, προσαρμοσμένες στις ανάγκες των εκπαιδευτών παρά των εκπαιδευόμενων, υπαγορεύτηκαν από τη λογική του διαχωρισμού της εκπαίδευσης από την κοινωνία, από τη λογική του εργοστασίου που βγάζει πανομοιότυπα προϊόντα, μετρήσιμα μόνο σε μία κλίμακα – την αριθμητική. Είναι αναμενόμενο ότι το υπαρκτό ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα δύσκολα αντιλαμβάνεται αυτές τις μεγάλες αλλαγές, την κοινωνία στο νέο περιβάλλον, τα παιδιά και τους νέους στην προοπτική των δεκαετιών που έρχονται. Αλλά το ζήτημα στον άξονα αυτό δεν είναι να περιγράψουμε τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται. Η σύγχρονη εκπαίδευση δεν χρειάζεται ένα κράτος που «επιβάλλει» μεταρρυθμίσεις. Εκείνο που χρειάζεται είναι να γίνουν εκείνες οι τομές που θα καταλύσουν τις παλιές εμπεδωμένες συνήθειες, θα κλονίσουν τα αυτονόητα και τα ταμπού, ώστε να δημιουργηθεί ένα πνεύμα ανοικτότητας και αυτομεταρρυθμίσεων. Για να επιβιώσει θεσμικά η εκπαίδευση χρειάζεται να γίνει η ίδια ενεργό υποκείμενο του εαυτού της και της εξέλιξής της και όχι παθητικός αποδέκτης άνωθεν αλλαγών. Να βρει μια νέα σχέση με την κοινωνία, πέραν εκείνης που διέρχεται από το κράτος. Υπάρχουν δύο προβλήματα εδώ, που χρειάζονται ιδιαίτερη προσοχή. Το ένα είναι να μην γλιστρήσει η εκπαίδευση από την πλήρη ρύθμιση στην πλήρη ασυδοσία, την έλλειψη κανόνων, την ιδιοποίηση της από ισχυρές ομάδες και επιμέρους συμφέροντα. Το άλλο είναι το ενδεχόμενο η εκπαίδευση να τονίσει και να αυξήσει την κοινωνική ανισότητα, αντί να τη μειώσει. Αυτός είναι μεγάλος και υπαρκτός κίνδυνος, γιατί όταν στις κοινωνικές ανισότητες προστεθούν οι πολιτισμικές διαφορές που προέρχονται από τη διαφορετική πρόσβαση στα μορφωτικά αγαθά, επαπειλείται βαθύτατος και ανίατος διχασμός του έθνους

Την τελευταία δεκαετία, αναπτύχθηκε ένας ισχυρός θόρυβος γύρω από λέξεις που προβλήθηκαν ως πανάκεια για τα προβλήματα της εκπαίδευσης. «Αριστεία», «αξιολόγηση», «ιδιωτικοποίηση», «ανταγωνιστικότητα». Ο Διάλογος έθεσε το ερώτημα: Αριστεία ως προς τι; Τι μας ενδιαφέρει περισσότερο, εκείνος που έχει τερματίσει πρώτος, ή να τερματίσουν οι περισσότεροι και σε όσο το δυνατό καλύτερους χρόνους; Αξιολόγηση, βεβαίως. Αλλά ως προς ποιους στόχους; Η αξιολόγηση, όταν επισείεται ως τιμωρία, μπορεί να λειτουργήσει ως αποτίμηση και αναστοχασμός των προγραμμάτων, των θεσμών, της διδακτικής επιτέλεσης; Μιλήσαμε για αξιολόγηση αδιαφορώντας για τις αξίες –και κυρίως τις αξίες αλληλεγγύης– που πρέπει να καλλιεργεί η εκπαίδευση, και για ιδωτικοποίηση ως αποποίηση των συλλογικών ευθυνών για την παιδεία.

Μείωση των ανισοτήτων δεν σημαίνει ισοπέδωση, αλλά ενδυνάμωση του αδύναμου. Από εδώ προκύπτει η υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Δημόσια εκπαίδευση δεν σημαίνει κρατική εκπαίδευση – γιατί και το κράτος χωρίς έλεγχο μια μορφή ιδιοποίησης των κοινών αγαθών είναι. Δημόσια εκπαίδευση σημαίνει δημοκρατική εκπαίδευση, εκπαίδευση στη δημοκρατία και διεύρυνση της πρόσβασης και της συμμετοχής στο κοινό αγαθό της μόρφωσης. Δεν νοείται δημοκρατική χώρα χωρίς τη δυνατότητα πρόσβασης στη μόρφωση, ανεξαρτήτως φύλου, κοινωνικής τάξης, θρησκείας και γλώσσας, φυσικής διάπλασης. Μια χώρα με το μικρό σχετικά μέγεθος της Ελλάδας, αλλά και την ιστορία της, δεν μπορεί να μην διαθέτει μια ισχυρή δημόσια και δημοκρατική εκπαίδευση. Αυτά τα στοιχεία είναι συνυφασμένα με την ιδιαίτερη ιστορική φυσιογνωμία της χώρας.

Για να ετοιμαστεί όμως ένα εκπαιδευτικό σύστημα να επιτελέσει το ρόλο του ρυμουλκού μιας κοινωνίας από την κρίση προς τους μεγάλους ορίζοντες των ιστορικών αλλαγών, χρειάζεται να εκκαθαρίσει το έδαφος στο οποίο θα βαδίσει και να απαλλαγεί από τα χρόνια βαρίδια που εμποδίζουν τον βηματισμό του. Αυτό σημαίνει προσέγγιση στον δεύτερο νοητό άξονα, εκείνον των προβλημάτων της χώρας και των προβλημάτων της εκπαίδευσης. Θα πρέπει να ομολογήσουμε με ειλικρίνεια ότι στην παρούσα φάση, κοντύτερα προς αυτόν τον άξονα κινήθηκε η καμπύλη των προτάσεων που προέκυψαν από τις συζητήσεις του Διαλόγου. Πράγματι στην εκπαίδευσή μας, μεγάλης έκτασης περικοπές συνεχίζουν να τραυματίζουν τη λειτουργία της, η οποία επηρεάστηκε επίσης από την ανεργία, τις περικοπές στα εισοδήματα και στο κράτος πρόνοιας που έπληξαν τις οικογένειες και τα παιδιά τους. Αλλά στην εκπαίδευση βάρυναν και χρόνια προβλήματα τα οποία μετατράπηκαν πλέον σε αγκυλώσεις. Η εκπαίδευση κρατήθηκε από όλες τις κυβερνήσεις σε κατάσταση χρόνιας ανηλικιότητας και εξάρτησης, τόσο ως προς τους οικονομικούς πόρους όσο και ως προς την καθοδήγηση από ένα συγκεντρωτικό μηχανισμό. Τα προβλήματα που προκαλεί αυτή η εξάρτηση επιχειρούνταν κάθε φορά να θεραπευτούν με νέους, λεπτομερέστερους κανονισμούς που πάλι εκπορεύονταν άνωθεν, διαιωνίζοντας τον ίδιο ακριβώς φαύλο κύκλο συγκεντρωτισμού και ελέγχου. Επομένως, η κεντρική μας στόχευση, όπως διατυπώθηκε και στην ενδιάμεση έκθεση, είναι η ενδυνάμωση και η ενηλικίωση της εκπαίδευσης σε όλα τα πεδία και σε όλους τους συμμετέχοντες. Αυτονομία, ανάληψη της ευθύνης και λογοδοσία θα πρέπει να συγκροτούν το πνεύμα ενηλικίωσης και ενδυνάμωσης που θα πρέπει να διαπερνά τις μεταρρυθμίσεις από το σχολείο έως το πανεπιστήμιο, από τα προγράμματα σπουδών έως τη διακυβέρνηση της εκπαίδευσης. Πρόκειται για προαπαιτούμενα, ώστε να μπορέσει το εκπαιδευτικό μας σύστημα να προετοιμαστεί για να ανοιχτεί στα νέα αχαρτογράφητα πελάγη των μεγάλων αλλαγών και ανατροπών της εποχής μας. 

Οι ιδέες και οι προτάσεις που συνάγονται εδώ προήλθαν από πολλές επιμέρους συζητήσεις σε διαφορετικά πεδία. Πρώτον, υπήρξαν οι επιτροπές του Διαλόγου. Περισσότερες από 120 προσωπικότητες, από τις τρεις βαθμίδες της εκπαίδευσης αλλά και από ερευνητικά κέντρα και επιχειρήσεις. Δεύτερον, υπήρξαν κύκλοι συζητήσεων όπως αυτοί που διεξήχθησαν σε πόλεις όπως η Δράμα, η Καβάλα, η Αλεξανδρούπολη, το Ηράκλειο, η Δραπετσώνα και οι εβδομαδιαίες συναντήσεις με δασκάλους και δασκάλες της Αθήνας. Τρίτον, υπήρξαν οι συμβολές στον κόμβο του ΥΠΕΠΘ, οι οποίες έως τώρα ξεπέρασαν τις 500 και συνεχίζονται. Τέλος, από τη στιγμή που άνοιξε ο Διάλογος για τις σχολικές μεταρρυθμίσεις, υπήρξαν πάρα πολλές παρεμβάσεις και συζητήσεις στις σχολικές, εκπαιδευτικές και επιστημονικές εκδηλώσεις, καθώς επίσης στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο. 

Τι προκύπτει από τις συμβολές αυτές; Στην εισαγωγή αυτή θα περιοριστούμε στα ζητήματα που αφορούν μείζονες τομές. 

1Α. Ενδυνάμωση και αυτονομία του σχολείου

 

Η σύγχρονη εκπαίδευση δεν χρειάζεται ένα κράτος που «επιβάλλει» μεταρρυθμίσεις. Εκείνο που χρειάζεται είναι να γίνουν εκείνες οι τομές που θα καταλύσουν τις παλιές εμπεδωμένες συνήθειες, θα κλονίσουν τα αυτονόητα και τα ταμπού, ώστε να δημιουργηθεί ένα πνεύμα ανοικτότητας και αυτομεταρρυθμίσεων. Για να επιβιώσει θεσμικά η εκπαίδευση χρειάζεται να γίνει η ίδια ενεργό υποκείμενο του εαυτού της και της εξέλιξής της και όχι παθητικός αποδέκτης άνωθεν αλλαγών. Να βρει μια νέα σχέση με την κοινωνία, πέραν εκείνης που διέρχεται από το κράτος. Υπάρχουν δύο προβλήματα εδώ, που χρειάζονται ιδιαίτερη προσοχή. Το ένα είναι να μην γλιστρήσει η εκπαίδευση από την πλήρη ρύθμιση στην πλήρη ασυδοσία, την έλλειψη κανόνων, την ιδιοποίηση της από ισχυρές ομάδες και επιμέρους συμφέροντα. Το άλλο είναι το ενδεχόμενο η εκπαίδευση να τονίσει και να αυξήσει την κοινωνική ανισότητα, αντί να τη μειώσει.

Ο Αντώνης Λιάκος γεννήθηκε το 1947 στην Αθήνα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στα 1969-73 φυλακίστηκε από τη δικτατορία. Πτυχιούχος στα 1977, συνέχισε με υποτροφία του Ι.Κ.Υ. και του Συμβουλίου της Ευρώπης μεταπτυχιακές σπουδές στην Ιταλία, διδακτορική διατριβή στη νεότερη και σύγχρονη ιστορία στο Α.Π.Θ. (1984). Δίδαξε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. (1981-1990). Επισκέπτης ερευνητής/καθηγητής στα Πανεπιστήμια Μπέρμιγχαμ, European University Institute (Φλωρεντία), Πρίνστον, Νέας Υόρκης, Σύντνεϋ, École normale supérieure (Παρίσι), Πανεπιστήμιο του Πεκίνου. Συνέβαλε στην ίδρυση του Ι.Α.Κ.Α. στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και συμμετείχε στο πρόγραμμα European Doctorate in the Social History of Europe. Από το 1990 καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει διατελέσει μέλος της Εφορείας των Γ.Α.Κ., της Επιτροπής Ιστορίας της Εθνικής Τράπεζας, των Α.Σ.Κ.Ι., του Ιστορικού Αρχείου του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι managing editor του περιοδικού Historein/Ιστορείν, πρόεδρος της International Commission for History and Theory of Historiography, διηύθυνε εκδοτικές σειρές Ιστορίας στις εκδόσεις Γνώση, Θεμέλιο και Νεφέλη. Την περασμένη δεκαετία υπήρξε μέλος των ερευνητικών ομάδων NHIST (Writing of National Histories in Nineteenth and Twentieth Century Europe) και CLIOHRES.net (Creating Links and Innovative Overviews for a New History Research Agenda for the Citizens of a Growing Europe). Το ερευνητικό και συγγραφικό έργο αφορά τη νεότερη και σύγχρονη ιστορία και την ιστορία και θεωρία της ιστορίας. Έχει εκδώσει επτά μονογραφίες (από τις οποίες μία μεταφράστηκε στα ιταλικά και μία στα τουρκικά) και έχει δημοσιεύσει πενήντα μελέτες περίπου σε ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά επιστημονικά περιοδικά και ειδικούς τόμους. Αρθρογραφεί συχνά στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Το 2012 έλαβε το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου για το βιβλίο του Αποκάλυψη, ουτοπία, ιστορία (Πόλις, 2011). 

Ηλεκτρονική διεύθυνση: aliakos@otenet.gr

Ιστοσελίδες:
www.antonisliakos.gr
http://uoa.academia.edu/AntonisLiakos
http://www.culturahistorica.es/liakos.english.html