Υπόμνημα: Εμείς και τα Αρχαία

Αντώνης Λιάκος

Πρόταση για τον ανασχεδιασμό του μαθήματος των Αρχαίων Ελληνικών στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση

To πρόβλημα της διδασκαλίας των Αρχαίων δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στο πόσες ώρες διδάσκονται τα παιδιά αρχαία και πόσες νέα ελληνικά, ακόμη κι αν αποδεχτούμε τον παραλογισμό του σημερινού συστήματος. Έχει δύο ιστορικές παραμέτρους, οι οποίες το φορτίζουν ιστορικά, το προσδιορίζουν και του δίνουν μείζονες ιδεολογικές διαστάσεις.

α. Η ελληνική αρχαιότητα είναι ισχυρό, το ισχυρότερο στοιχείο της νεοελληνικής ταυτότητας.
Η νεοελληνική ταυτότητα πολιτικοποιήθηκε διά μέσου της επίκλησης της αρχαιότητας, εξού και το όνομα Ελλάς και Έλληνες, η πρωτεύουσα Αθήνα και τα σύμβολα (λ.χ. δραχμή). Μέσω της ίδιας επίκλησης το νεοελληνικό κράτος απέκτησε αναγνωρίσιμο διαβατήριο στην Ευρώπη και διεκδίκησε να ενταχθεί στη χορεία των σύγχρονων εθνών. Αναμενόμενο επομένως είναι το βάρος των Αρχαίων στη νεοελληνική εκπαίδευση. Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τη βαρύτητα αυτού του επιχειρήματος και να περιοριστούμε αμιγώς σε επιχειρήματα εκμάθησης της καθομιλουμένης.

β. Είναι ενιαία η αρχαία γλώσσα με τη νέα;
Με αυτό το επιχείρημα πρέπει να αναμετρηθούμε, γιατί η ταύτιση θεωρείται πια δεδομένη, και από την πεποίθηση αυτή προέρχεται το αντεπιχείρημα ότι αν δεν μάθουν τα παιδιά αρχαία, δεν θα μάθουν και νέα ελληνικά. Έχει τόσο διαδοθεί αυτή η ιδέα ώστε να θεωρείται «φυσική» και αυτονόητη, ενώ το αντίθετο σκανδαλίζει. Είναι όμως; Οι διαμορφωτές της γλώσσας μας είχαν συνείδηση της διαφοράς ανάμεσα στις δύο γλώσσες. Γι αυτό οι παλαιότεροι μεταφραστές των κειμένων αρχαίων ελλήνων συγγραφέων έγραφαν «Εξ ελληνικής εις την κοινήν ημών διάλεκτον μεταφρασθέν», ή «Εξ ελληνικής εις την γραικικήν μεταφρασθέν» κ.λπ. Η σαφής διατύπωση ότι η ελληνική γλώσσα είναι μία, είναι σχετικά καινούργια και οφείλεται σε μια αλλαγή του τρόπου αντίληψης του εθνικού εαυτού: oι συνέχειες δεν βρίσκονται πίσω μας (19ος αι. – Παπαρρηγόπουλος), αλλά μέσα μας (Γενιά του ’30). Η εκλαΐκευσή της όμως οφείλεται κυρίως στην επικράτηση, στη δημόσια σφαίρα, των απόψεων Μπαμπινιώτη, αλλά και στο νοσταλγικό ρεύμα για τα αρχαία που αναπτύχθηκε στη δεκαετία του 80 – κυρίως ως αντίδραση των μεσαίων τάξεων στη ριζοσπαστικότητα της Μεταπολίτευσης και στο λαϊκισμό του ΠΑΣΟΚ.

 

1. Επιχειρήματα

1. Ποιο είναι το κύριο επιχείρημα ότι η γλώσσα είναι μία και αδιάσπαστη; Ότι χρησιμοποιούμε πολλές κοινές λέξεις με τους αρχαίους. Τι λένε οι γλωσσολόγοι; Πρώτον ότι η αρχαία γλώσσα δεν ήταν μία. Είχε ισχυρές χρονικές και τοπικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στην Ομηρική, την Αττική, την Ιωνική, τα δωρικά Νοτιοϊταλικά ιδιώματα ή την Αλεξανδρινή διάλεκτο που έγινε κοινή, ή τέλος τη γλώσσα των Ευαγγελίων και της διάδοσης του Χριστιανισμού. Η «κανονικοποίηση» της αρχαίας γλώσσας και των αντιπροσωπευτικών της κειμένων έγινε από τη Β΄ Σοφιστική στα Ρωμαϊκά χρόνια (Β΄ αιώνας). Αυτή ήταν και η αρχή της ιστορίας της διγλωσσίας, που παγίωσε μια συγκεκριμένη εποχή της γλώσσας και την αντιπαρέθετε έκτοτε στη γλωσσική εξέλιξη.

2. Δεν είναι όμως μόνο η ελληνική, αλλά και η λατινική που έχει ταυτόσημες λέξεις με την ιταλική, την ισπανική, τη γαλλική. Γιατί εκεί δεν μιλάμε για μία και αδιάσπαστη γλώσσα; Γιατί η λατινική δεν θεωρείται η παλαιότερη φάση της ιταλικής γλώσσας παρά τη μεγάλη κοινότητα λέξεων; Διότι η λατινική άφησε πολλές κόρες (ιταλικά, γαλλικά, ισπανικά, πορτογαλικά, ρουμάνικα, κ.λπ.), ενώ η ελληνική άφησε μια μοναχοκόρη, τα Νέα Ελληνικά, καθώς εκδοχές της γλώσσας όπως τα Κυπριακά (λ.χ. η γλώσσα του Μαχαιρά) και τα Ποντιακά δεν μπόρεσαν να γίνουν επίσημες γλώσσες αντίστοιχων κρατικών ενοτήτων. Στην περίπτωση αυτή θα μιλούσαμε για ελληνογενείς (όπως λατινογενείς) γλώσσες, και θα είχαμε γλυτώσει από το ιδεολόγημα της μιας και αδιάσπαστης ελληνικής γλώσσας.
Μα πρόκειται για γλώσσες ή διαλέκτους; Δεν υπάρχουν διαφορές αρχής ανάμεσα στο τι είναι γλώσσα και τι διάλεκτος. Εξαρτάται από τη χρήση. Αν μια διάλεκτο τη χρησιμοποιεί ως επίσημο μέσο επικοινωνίας ένα κράτος, τότε θεωρείται γλώσσα.

3. Το επιχείρημα της μίας και αδιαίρετης ελληνικής γλώσσας βγάζει την Ελλάδα από το χάρτη της διαμόρφωσης του νεώτερου κόσμου και τη θέτει εκτός ιστορίας. Οι σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες διαμορφώθηκαν στην αρχή των νεωτέρων χρόνων (vernaculars) μέσα από διαδικασίες γλωσσικής ομογενοποίησης, στις οποίες βοήθησαν η τυπογραφία, οι μεγάλες μοναρχίες που δημιούργησαν τα σύγχρονα κράτη, η Μεταρρύθμιση και η Αντιμεταρρύθμιση που από τα λατινικά στράφηκαν στις καθομιλούμενες γλώσσες. Όλα αυτά τα ιστορικά γεγονότα ομογενοποίησαν τη γλώσσα των πληθυσμών και επέβαλαν μια γραπτή μορφή.

 

Οι παλαιότερες μορφές της γλώσσας
Ωστόσο, θα πρέπει να απαντήσουμε σε ένα σοβαρό ερώτημα: Πώς μπορούν τα παιδιά να μαθαίνουν και να εξοικειώνονται με παλαιότερες μορφές της γλώσσας; Πώς μπορούν να καταλαβαίνουν έναν λόγο του Βενιζέλου, ένα ποίημα του Καβάφη, τον Μακρυγιάννη ή το Χριστός Ανέστη; Υπαρκτό πρόβλημα, που δεν είναι μόνο ελληνικό. Σε μερικές χώρες (Τουρκία, πρώην σοβιετικές δημοκρατίες) η αλλαγή του αλφάβητου (μία και δύο φορές) προκαλεί ακόμη μεγαλύτερα χάσματα. Εξάλλου η διεθνοποίηση της γλώσσας μέσα από τη σύγχρονη τεχνολογία δημιουργεί ταχείς διαφοροποιήσεις της γλώσσας. Σ’ αυτό το επιχείρημα πρέπει να απαντήσουμε με τη φροντίδα να διδάσκονται οι παλαιότερες μορφές της γλώσσας μέσα στα Νέα Ελληνικά. Χρειάζεται δηλαδή μια ανάλογη διαμόρφωση του προγράμματος διδασκαλίας των νέων ελληνικών, ώστε να καθιστά τα παιδιά ικανά στο τέλος του δωδεκάχρονου σχολείου να διαβάζουν το Σύνταγμα της Επιδαύρου ή μια εφημερίδα του 19ου αιώνα.

Η διεθνής θέση των Αρχαίων Ελληνικών
Αφού τα Αρχαία διδάσκονται στο εξωτερικό, δεν θα ήταν ανακόλουθο να τα καταργήσουμε εμείς; Πράγματι τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά διδάσκονται προαιρετικά στο εξωτερικό, στις δυτικές χώρες.() Από την εποχή της Αναγέννησης ήταν μέρος της εκπαίδευσης των ελίτ και στοιχείο κοινωνικής διάκρισης. Βέβαια στο εξωτερικό, επειδή διδάσκονται ως ξένη γλώσσα, τα παιδιά που τα επιλέγουν τα μαθαίνουν αποτελεσματικότερα και πιο γρήγορα από τα δικά μας που τα έχουμε παγιδεύσει στο ιδεολόγημα της ενιαίας γλώσσας, σε υβριδικές μορφές μάθησης. Το ζήτημα της διεθνούς θέσης των Αρχαίων Ελληνικών δεν θα πρέπει να επισκιάσει ένα άλλο μεγάλο ζήτημα: ο Ελληνισμός και η Κλασική Παιδεία ως πολιτισμικές κατασκευές και ως στοιχεία της δυτικής ταυτότητας.

 

2. Τα αρχαία ελληνικά στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση

α. Τι να κάνουμε;
Στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση πρέπει να δούμε το πρόβλημα της σχέσης Αρχαίων και Νέων ελληνικών με έναν ολιστικό τρόπο, ο οποίος θα λαμβάνει υπόψη του τόσο τις ιστορικές όσο και τις γλωσσικές συντεταγμένες του προβλήματος. Θα πρέπει δηλαδή να αντιμετωπίσουμε και τη γλώσσα και τον πολιτισμό και την ιστορία της Αρχαιότητας ως συνιστώσες της κλασικής παιδείας, η οποία θα πρέπει να έχει κεντρική θέση στο ελληνικό σχολείο. Η έννοια της κλασικής παιδείας προσφέρει μια συνολική αντίληψη γιατί έχει τη δυνατότητα να συγκρατεί μαζί την ιστορία και την παραδειγματικότητα, να συνυφαίνει την πολιτική, την τέχνη και τα γράμματα, ως μορφές του βίου. Από την άποψη αυτή έχει πράγματι υψηλή παιδαγωγική αξία. Όμως η κλασική παιδεία δεν θα πρέπει να ιδωθεί μόνο ως αποτύπωση του Χρυσού Αιώνα αλλά και μέσα από τις κληρονομιές της Αρχαιότητας: Κλασική Παιδεία και Χριστιανισμός (Πατέρες της Εκκλησίας), οι διαφορετικές προσλήψεις της Αρχαιότητας στο Νεώτερο και Σύγχρονο Κόσμο – οι βασικές θεωρήσεις. Οι τελευταίες συγκροτούν γέφυρες κατανόησης από το παρόν στο παρελθόν και μας βοηθούν να απαλλαγούμε από την αυταπάτη ότι οι Έλληνες είναι οι μοναδικοί κληρονόμοι των αρχαίων και από ιδέες περί βιολογικής συνέχειας και φυλετικής ανωτερότητας.

β. Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου αφθονούν τα μουσεία και οι ανασκαφικοί τόποι, όπου επίσης αφθονούν οι παραστάσεις αρχαίου θεάτρου, η κλασική παιδεία μπορεί και πρέπει να πάρει τη μορφή της βιωματικής εκπαίδευσης εκτός της τάξης. Εδώ χωρούν και οι τοπικές ιστορίες και μυθολογίες, στις οποίες το σχολείο –μέσα στο πλαίσιο της αποκέντρωσης του προγράμματος– θα πρέπει να βρεί και να δώσει χώρο. (Η Θήβα – ο Οιδίπους και η Αντιγόνη, το Αργος και οι Ατρείδες, η Δωδώνη και το μαντείο της, η Μήλος και η σφαγή των κατοίκων της από τους Αθηναίους, η Κρήτη με τους Μινωίτες, η Μακεδονία φυσικά, η Θράκη και ο Ορφέας, κ.ο.κ.). Υπάρχουν πολλοί τρόποι, πολύ πιο αποτελεσματικοί, για να συνδεθούν και να γνωρίσουν τα παιδιά τον Αρχαίο πολιτισμό από τον τρόπο που γίνεται σήμερα, μέσα από τη διδασκαλία σπαραγμάτων κειμένων.

γ. Πώς να το κάνουμε;
Ο τρόπος με τον οποίο έχουν συγκροτηθεί τα σχολικά προγράμματα, συρρικνώνει έως τώρα την έννοια της κλασικής παιδείας στη γλωσσική διδασκαλία ή την πολυδιασπά σε διαφορετικές μαθήσεις (και ειδικότητες) εντελώς ασυντόνιστες μεταξύ τους. Αλλά για να δούμε πώς θα διευθετηθεί το πρόβλημα θα πρέπει να συμφωνήσουμε για το τι αναμένουμε να γνωρίζουν όλα τα παιδιά στο τέλος της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Να επεξεργαστούμε δηλαδή ένα πλαίσιο σπουδών στον κλασικό πολιτισμό.

δ. Εκπαιδευτικοί Στόχοι:
Αναμένουμε επομένως οι μαθητές και οι μαθήτριες, ολοκληρώνοντας τις εγκύκλιες σπουδές τους, να μπορούν να προσανατολιστούν σε ένα μουσείο, να γνωρίζουν τις βασικές γραμμές της ιστορικής διαμόρφωσης του ελληνικού κόσμου, με έμφαση στην εξέλιξη και στη λειτουργία των πολιτευμάτων και την κατανόηση της σημασίας τους. Να είναι ικανοί να κατανοήσουν τη λειτουργία της δημοκρατίας και την ιδιότητα του πολίτη συγκριτικά στην εποχή εκείνη (διάκριση ελευθέρων και δούλων, διαφορές ανδρών - γυναικών) αλλά και στη σημερινή εποχή (νομική ισότητα, δικαιώματα) και επίσης να αντιλαμβάνονται πώς ο δημόσιος βίος συνυφαινόταν με το θέατρο, τη φιλοσοφία και την τέχνη. Να έχουν διαβάσει από μετάφραση –και να έχουν συζητήσει στην τάξη– κατά το δυνατόν ολοκληρωμένα κείμενα από δόκιμες μεταφράσεις (λ.χ. ένα από τα έπη, μια νουβέλα του Ηροδότου, τον Επιτάφιο, την Αθηναίων Πολιτεία, την Αντιγόνη, έναν πλατωνικό διάλογο ή άλλο κείμενο) και να είναι σε θέση να τα συζητήσουν τόσο ως προς τις συγχρονικές συνθήκες που παρήχθησαν όσο και ως προς το μήνυμα που μπορούμε εμείς, από τη δική μας εποχή, να βρούμε σ’ αυτά. Ζητούμενο δεν είναι οι λεπτομέρειες και η μηχανική αναπαραγωγή από τα κείμενα αυτά αλλά η εμπειρία που απέκτησαν διαβάζοντάς τα. Επομένως, την κλασική παιδεία θα πρέπει να τη δούμε ως μια διατομή μαθημάτων η οποία θα περιλαμβάνει την ιστορία και τον πολιτισμό. Αυτό σημαίνει ότι στο σχεδιαζόμενο τετραετές γυμνάσιο (σε μία από τις τάξεις του ή διαδοχικά) θα μπορούσε να απλωθεί ένα παρόμοιο μάθημα συνολικής προσέγγισης.

ε. Η συστηματική διδασκαλία της αρχαίας γλώσσας θα μπορεί να γίνει στο αναβαθμισμένο διετές Λύκειο. Εκεί, στην ενότητα μαθημάτων των ανθρωπιστικών σπουδών, θα μπορούν να συγκροτηθούν τάξεις κλασικών σπουδών με διδασκαλία αρχαίων –αττικής και ελληνιστικής κοινής– και λατινικών. Στις τάξεις αυτές τα αρχαία και τα λατινικά θα πρέπει να διδάσκονται ως ξένη γλώσσα, περισσότερες ώρες την εβδομάδα, ώστε στο τέλος του διετούς κύκλου οι μαθητές να είναι σε θέση να κατανοήσουν και να μεταφράσουν ένα κείμενο γραμμένο την αρχαία γλώσσα, να κατανοήσουν τη δομή της γλώσσας αυτής και την εξέλιξή της. Η ιστορία και οι μεταμορφώσεις των ελληνικών θα πρέπει να γίνουν μέρος του μαθήματος.

στ. Και τα Νέα Ελληνικά; Έχει επικρατήσει, ακόμη και στους πιο προοδευτικούς παιδαγωγούς, μια αντίληψη της γλώσσας ως επικοινωνιακού μέσου. Ωστόσο, απουσιάζει από την εκπαίδευσή μας μια συνεκτική εξοικείωση με τον νεοελληνικό πολιτισμό. Λ.χ. διδάσκεται η νεοελληνική ιστορία χωρίς σύνδεση με τη νεοελληνική λογοτεχνία, ενώ και η τελευταία είναι αποκομμένη από τη νεοελληνική μουσική, το νεοελληνικό θέατρο, τη νεοελληνική ζωγραφική και τον νεοελληνικό κινηματογράφο. Κι όμως, από τη δεκαετία του 1930 έως και τη δεκαετία του 1960 δημιουργήθηκε ένας πυρήνας νεοελληνικού πολιτισμού, με ρίζες ασφαλώς στην προηγούμενη περίοδο και απολήξεις στην επόμενη, που ενσωμάτωσε εμπειρίες όπως την προσφυγική (1922) και την πολεμική (1940-49). Σ’ αυτό τον πυρήνα έγινε μια νέα επεξεργασία της σχέσης του νεοελληνισμού, τόσο με την αρχαιότητα όσο και με την Ευρώπη, με την έντεχνη και παράλληλα με τη λαϊκή παράδοση. Θα ήταν σπουδαίο να βρούμε τον τρόπο να εξοικειώσουμε τα παιδιά με τον Σεφέρη, τον Ελύτη και τον Ρίτσο, με τον Θεοδωράκη και τον Χατζηδάκη, με τον Κουν και τον Τσαρούχη, τη νέα προσέγγιση της τραγωδίας και των μύθων από το Θέατρο Τέχνης και τον Θ. Αγγελόπουλο, την προσέγγιση του λαϊκού πολιτισμού από την Αγγελική Χατζημιχάλη έως την Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος. (Η παράθεση των ονομάτων είναι συμβολική.) Αυτός ο πυρήνας του νεοελληνικού πολιτισμού, ο οποίος έχει δημιουργήσει νοοτροπίες και παραδοχές με ισχύ έως σήμερα, είναι απαραίτητος στη νεοελληνική εκπαίδευση. Θα πρέπει να διαβαστούν με την αναγκαία απόσταση και κριτικά, δηλαδή όχι ως απόλυτες παραδοχές, αλλά ως προβληματισμός για το πώς συγκροτείται το «εθνικό εμείς» μέσα από κείμενα αλλά και μουσική και εικόνες και παράσταση, μέσα από ιδέες αλλά και συναισθήματα. Για τα ζητήματα αυτά –και κυρίως για τη συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και των πολυθρησκευτικών, πολυγλωσσικών και πολυεθνικών κοινωνιών– γίνονται μεγάλες συζητήσεις ανάμεσα στους μαθητές, από τις οποίες επωφελούνται συχνά οι ακραίες ιδεολογίες διότι το σχολείο στέκει αμήχανο και απροετοίμαστο.

 

3. Κατακλείδα

Κατάργηση της διδασκαλίας αρχαίου κειμένου στο Γυμνάσιο, προαιρετική ενίσχυση της στο Λύκειο – για τα παιδιά που κατευθύνονται προς τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Εισαγωγή ενός πολύμορφου μαθήματος κλασικών σπουδών – διατομή ιστορίας και πολιτισμού, γραμματολογίας και τέχνης.

Πολλές φορές η προσπάθειά μας να λύσουμε τα επί μέρους, εμποδίζει τη θέαση των στόχων. Ωστόσο, αν συμφωνήσουμε στους στόχους, θα βρούμε και τον τρόπο –αλλά προπαντός τη δύναμη, τον ενθουσιασμό και τη δέσμευση– να αντιμετωπίσουμε τα επί μέρους πρακτικά ζητήματα. Καλώς άνοιξε το ζήτημα με τις ώρες που διδάσκονται τα αρχαία και τα νέα στο Γυμνάσιο αλλά η έκταση που πήρε δείχνει ότι δεν μπορούμε να περιοριστούμε μόνο στο ζήτημα αυτό. Τις ιστορικές συντεταγμένες δεν πρέπει να διστάσουμε να τις αναδείξουμε. Είναι αναγκαίο να τις αναδείξουμε προγραμματικά, και για να αντιμετωπίσουμε την κατηγορία περί αφελληνισμού της εκπαίδευσης αλλά και για να αντιμετωπίσουμε μια άλλη, διάχυτη πεποίθηση, τον «πολιτισμικό πεσιμισμό». Είναι το πάγιο επιχείρημα της συντηρητικής νοοτροπίας που βλέπει κάθε εξέλιξη αρνητικά – «πού καταντήσαμε ως έθνος, ακολουθούμε μια εκφυλιστική πορεία…». Θα πρέπει να αποκρούσουμε επίσης το επιχείρημα της «ήσσονος προσπάθειας» που απευθύνει η μερίδα εκείνη που έχει ενδυθεί την «αριστεία» και την «αξιολόγηση» ως κοινωνική διάκριση. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να παρουσιάσουμε ένα ολοκληρωμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, το οποίο θα δείχνει ακριβώς τι θέλουμε και τι επιδιώκουμε.

Άνδρος 19.6.16

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

1. Οι μόνες χώρες όπου τα αρχαία ελληνικά είναι υποχρεωτικά για όλους τους μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου είναι η Ελλάδα και η Κύπρος, ενώ οι μόνες χώρες με υποχρεωτικά λατινικά (πάλι για όλους τους μαθητές στο Λύκειο ή και στο Γυμνάσιο) είναι η Ρουμανία και η Κροατία.

Ο Αντώνης Λιάκος γεννήθηκε το 1947 στην Αθήνα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στα 1969-73 φυλακίστηκε από τη δικτατορία. Πτυχιούχος στα 1977, συνέχισε με υποτροφία του Ι.Κ.Υ. και του Συμβουλίου της Ευρώπης μεταπτυχιακές σπουδές στην Ιταλία, διδακτορική διατριβή στη νεότερη και σύγχρονη ιστορία στο Α.Π.Θ. (1984). Δίδαξε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. (1981-1990). Επισκέπτης ερευνητής/καθηγητής στα Πανεπιστήμια Μπέρμιγχαμ, European University Institute (Φλωρεντία), Πρίνστον, Νέας Υόρκης, Σύντνεϋ, École normale supérieure (Παρίσι), Πανεπιστήμιο του Πεκίνου. Συνέβαλε στην ίδρυση του Ι.Α.Κ.Α. στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και συμμετείχε στο πρόγραμμα European Doctorate in the Social History of Europe. Από το 1990 καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει διατελέσει μέλος της Εφορείας των Γ.Α.Κ., της Επιτροπής Ιστορίας της Εθνικής Τράπεζας, των Α.Σ.Κ.Ι., του Ιστορικού Αρχείου του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι managing editor του περιοδικού Historein/Ιστορείν, πρόεδρος της International Commission for History and Theory of Historiography, διηύθυνε εκδοτικές σειρές Ιστορίας στις εκδόσεις Γνώση, Θεμέλιο και Νεφέλη. Την περασμένη δεκαετία υπήρξε μέλος των ερευνητικών ομάδων NHIST (Writing of National Histories in Nineteenth and Twentieth Century Europe) και CLIOHRES.net (Creating Links and Innovative Overviews for a New History Research Agenda for the Citizens of a Growing Europe). Το ερευνητικό και συγγραφικό έργο αφορά τη νεότερη και σύγχρονη ιστορία και την ιστορία και θεωρία της ιστορίας. Έχει εκδώσει επτά μονογραφίες (από τις οποίες μία μεταφράστηκε στα ιταλικά και μία στα τουρκικά) και έχει δημοσιεύσει πενήντα μελέτες περίπου σε ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά επιστημονικά περιοδικά και ειδικούς τόμους. Αρθρογραφεί συχνά στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Το 2012 έλαβε το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου για το βιβλίο του Αποκάλυψη, ουτοπία, ιστορία (Πόλις, 2011). 

Ηλεκτρονική διεύθυνση: aliakos@otenet.gr

Ιστοσελίδες:
www.antonisliakos.gr
http://uoa.academia.edu/AntonisLiakos
http://www.culturahistorica.es/liakos.english.html

Αντώνης Λιάκος

Η σαφής διατύπωση ότι η ελληνική γλώσσα είναι μία, είναι σχετικά καινούργια και οφείλεται σε μια αλλαγή του τρόπου αντίληψης του εθνικού εαυτού: οι συνέχειες δεν βρίσκονται πίσω μας (19ος αι. –Παπαρρηγόπουλος), αλλά μέσα μας (Γενιά του ’30). Η εκλαΐκευσή της όμως οφείλεται κυρίως στην επικράτηση, στη δημόσια σφαίρα, των απόψεων Μπαμπινιώτη, αλλά και στο νοσταλγικό ρεύμα για τα αρχαία που αναπτύχθηκε στη δεκαετία του 80 – κυρίως ως αντίδραση των μεσαίων τάξεων στη ριζοσπαστικότητα της Μεταπολίτευσης και στον λαϊκισμό του ΠΑΣΟΚ.

Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου αφθονούν τα μουσεία και οι ανασκαφικοί τόποι, όπου επίσης αφθονούν οι παραστάσεις αρχαίου θεάτρου, η κλασική παιδεία μπορεί και πρέπει να πάρει τη μορφή της βιωματικής εκπαίδευσης εκτός της τάξης. Εδώ χωρούν και οι τοπικές ιστορίες και μυθολογίες, στις οποίες το σχολείο –μέσα στο πλαίσιο της αποκέντρωσης του προγράμματος– θα πρέπει να βρεί και να δώσει χώρο.