Αινείας

Δημήτρης Λεοντζάκος

(ή μετά τον πατέρα)

1

Τις ιδέες τις γεννά μία κάθοδος. Και τον Πατέρα. Μία κάθοδος ενός ολέθρου πτωτικού. Ο όλεθρος τις έλκει, τις μιλά. Μιλά σε αυτές. Τις γεννά μια ολέθρια ομιλία. Μια πτώση εκκρεμής. Συστροφική. Οι ιδέες είναι παιδιά μιας τέτοιας στροφής. Βίαιης, ξαφνικής και ολέθριας. Οι ιδέες είναι όντα διαγώνια. Είναι όντα πτωτικά. Και τις δημιουργεί, τις κατασκευάζει με λίγο σώμα που πονά. Μια πτώση. 

Έξω απ. το σώμα του είναι ο ομφαλός του σώματος του. Έξω, σε άλλο σώμα. Εκεί έξω. Ίπταται, πάλλεται, κολυμπά στον αέρα μόνος. Έξω απ’ το σώμα του είναι ο ομφαλός του πόνου. Και απ’ τον πόνο του έξω. Και τον κουβαλά. Τον φέρνει από μακριά. Ένας βόλος στρόγγυλου πόνου, απ’ όπου ο πόνος. Ένας θόλος στρόγγυλου σώματος απ’ όπου το σώμα. 

Πόνος είναι ο χώρος όπου αυτό το διαφανές ον που λέγεται πόνος μιλά. Που λέγεται Πατέρας. Μιλά βουβά. Μιλά αναπάντεχα. Διότι το σώμα λέγεται μόνο. Και για αυτό διαφεύγει, πάντα φεύγει. Και έρχεται. Ελαφραίνει ο Πατέρας. Διαυγής, διάφανος. Μικρή κηλίδα φωτός, αποχωρεί απ’ το σώμα. Αποχωρεί απ’ το σώμα του. Αποσχίζεται, αποκόπτεται, πετά. Αλλού, δίπλα, μετά. Και από αυτό το δίπλα μιλά. Και λέγεται. Απ’ αυτό το μετά. Απ’ τον πόνο. Λέγεται Πατέρας. 

Πατέρας είναι ο απόκρημνος χώρος, όπου αυτό το διαφανές, το διαφεύγον ον που λέγεται, αποκτά σώμα. Γράφει με το πρώτο χρώμα, με το πρώτο σημάδι πονά. Σκαλίζει εκεί, ζωγραφίζει με το πρώτο γράμμα το σώμα του. Αρχίζει να γράφει το σώμα που θα υποδεχτεί τον πόνο. Τον δικό του πόνο. Τον υποδέχεται εκεί. Υποδέχεται τον Πατέρα του.

Πατέρας είναι μια κηλίδα, ένα στίγμα. Εκεί. Όπου κάτι διάφανο πυκνώνει, πυκνώνεται και διαρκεί σαν πόνος. Δικός του. Χρώμα επίμονο, οξύ. Αποστομωτικό, αναπάντεχο, ακατάληπτο, βουβό. Γράμμα πραγματικό σαν σώμα. 

 

2

Σώμα είναι η αδιόρατη ύλη του πραγματικού. Κάτι πραγματικού. Σώμα χρωμάτων. Μικροσκοπικές κηλίδες διαμελισμένου οργανισμού. Όπου − όπως στον Miró − τα χρώματα υπάρχουν, πυκνώνουν, ζουν. Δυσθυμούν, επιτίθενται και κινούνται. Το σώμα δεν έχει τίποτα το εικαστικό. Το σώμα είναι μερικό, τοπικό. Και ερχόμενο.

Ο πόνος δεν είναι ον φυσικό, είναι ον αδύνατο. Ο πόνος δεν έχει σώμα. Φέρει ένα σώμα. Φέγγει ένα σώμα. Το φέρνει. Θα ’ρθει και φέγγει. Ελαφραίνει, διαχέεται λοξά, διαγώνια, τυφλά. Έρχεται. Είναι αυτός. Αυτός που έρχεται. Και σπαράσσεται απ’ τον πόνο. Πόνος στίξης, κομμάτια στικτά, σπαράγματα πόνου. 

Αυτό είναι ο πόνος. Ο ερχόμενος. Αυτά τα ακατάληπτα, ασύνδετα κομμάτια χρώματος. Αυτά τα κομμάτια. Τα ερχόμενα. Σώματος. Τα αδύναμα, τα αδύνατα, τα αμυδρά, που ανατέλλουν και φέγγουν σαν πόνος. 

Το σώμα ενός άγνωστου εδώ, ενός άναρθρου τώρα. Ανατέλλει εδώ. Αρθρώνεται τώρα και εδώ. Άγνωστο, άναρθρο ακούγεται εδώ, μιλά από αλλού. Και φέρνει κάτι απ’ τον πόνο. Κάτι απ’ το σώμα φέρνει. Το φέρνει εκεί. Εκεί, όπου αυτό πονά. Εκεί, όπου το εδώ ακούγεται. Ακούγεται και μιλά. Εκεί απ’ όπου έρχεται. Σε μας. Έρχεται για εμάς. 

Μόνο για εμάς έρχεται και ακουμπά εδώ. Μόνο για εμάς στέκεται, βλέπεται εδώ. 

Σαν πίνακας, σαν πίδακας. Και σαν πύλη (Κάφκα).

 

3.

Σαν όλεθρος. Εκεί. 

Κατοικεί και εργάζεται εκεί, κάτι ξένο σαν σώμα. Κάτι ξένο στο χώμα εργάζεται εκεί. Κάτι σιωπηλό σαν πίνακας. Κάτι αδιόρατο σαν στίγμα. Κάτι διάφανο σαν γυναίκα. Που πλέκει. 

Που πλέκεται εκεί. Γύρω από εκεί. Που πλέκει. Αυτό που θα ’ρθει, με το χώμα. Πλέκει με σιωπή, σιωπηλά, πίσω απ’ τα μεγάλα και σκοτεινά παράθυρα, τα τεράστια κάδρα αυτού του διχασμού, τους πελώριους πίνακες αυτού που έρχεται, πλέκει εκεί τον πόνο. Διότι ο πόνος κοιτά. Έρχεται, εργάζεται. Και πλέκει. 

Εκεί. Μέσα απ’ τις πλέξεις των νημάτων τρέχει υγρός και άοσμος. Απ’ τα πλεχτά τους σώματα ανάμεσα, φαίνεται αχνός. Αυτός. Αυτός που κουβαλά. Και γράφει. Με χρώματα αδύνατα γράφει. Και φέρνει αργά. 

Αυτός που φέγγει. Αυτός απ’ τον οποίον φέγγει. Και πλέκει εκεί. Τον Πατέρα. Τον Πατέρα σαν άγνωστο, σαν ξένο και αργό. Αργός, ρέει κολλώδης. Έρχεται. Αυτός που έρχεται. Που έρχεται από εδώ. Έρχεται εδώ από εδώ. Ο ξένος. Σαν ξένος. 

Άργιλος, άηχος κόσμος πραγματικός. Άγνωστη, άγρια αυγή σαν γη νεαρή. Σαν νέα, άγρια γη. Που την κουβαλά. Τον κουβαλά. Σαν σώμα την κουβαλά και τον φέρνει αργά.

Πόνος είναι αυτό που μένει. Που μένει και παραμένει άγνωστο. Που μένει να εφευρεθεί. 

 

Δημήτρης Λεοντζάκος 
από την ανέκδοτη συλλογή Τοπία Ξανά

Ο Δημήτρης Λεοντζάκος γεννήθηκε στην Καβάλα το 1974. Σπούδασε μουσική. Ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Έχει εκδώσει τις συλλογές Κόμικ (Τα Τραμάκια, 2001), Η Κίρκη ξαφνικά (Μεταίχμιο, 2004), Κινέζικα (Νεφέλη, 2010) και Τα σκυλιά του Ακταίωνα (Νεφέλη, 2014), Τίγρεις σε ενυδρείο (Σαιξπηρικόν, 2016), Το μάτι και η Νύχτα (προσεχώς). Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά, έχουν φιλοξενηθεί σε ανθολογίες και συλλογικές εκδόσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.