Να τελειώνουμε με το Πολυτεχνείο;

Κωστής Κορνέτης

Το Πολυτεχνείο εγγράφηκε στη συλλογική μας μνήμη ως η κορυφαία πράξη αντίστασης στη διάρκεια της αυταρχικής Επταετίας, λειτουργώντας έτσι ως ένας από τους ιδρυτικούς μύθους της κατοπινής ελληνικής δημοκρατίας. Αν η ομοιογενοποίηση της συλλογικής μνήμης συνιστά τυπικό τρόπο με τον οποίο μια κοινωνία υπερβαίνει μια τραυματική περίοδο της ιστορίας της, στην Ελλάδα αυτό συνέβη μέσω της αγιογραφικής παρουσίασης της φοιτητικής αντίστασης και της ηρωικής αιματηρής κατάληξής της, που αναδείχθηκαν σε έμβλημα της αντίστασης του ελληνικού λαού στον αυταρχισμό. Από πολλές απόψεις, το Πολυτεχνείο μεταπολιτευτικά λειτούργησε ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για να ξεπλύνει την απουσία συστηματικής αμφισβήτησης του δικτατορικού καθεστώτος των Συνταγματαρχών. Η σχετική συναίνεση την οποία απολάμβανε η Χούντα σε ορισμένα τμήματα του ελληνικού πληθυσμού κατά τη διάρκεια της Επταετίας απαλείφθηκε πλήρως στο πλαίσιο της εξύμνησης του Πολυτεχνείου και περιέπεσε σε συλλογική λήθη.

Ωστόσο, κριτικές στην ομώνυμη Γενιά που «ξεπουλήθηκε» άρχισαν να αρθρώνονται αρκετά νωρίς. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 άρχισαν να διατυπώνονται κατηγορίες πως η εν λόγω γενιά εξαργύρωσε τις αντιστασιακές της περγαμηνές. Όμως η πρόσφατη οικονομική κρίση δημιούργησε την τάση της συλλήβδην και χωρίς προηγούμενο απόρριψης και της επίρριψης της ευθύνης για όλα τα δεινά της ελληνικής κοινωνίας. Η «γενιά που κατέστρεψε την Ελλάδα» έχει γίνει ένα από τα πιο έντονα, αλλά και πιο ανυπόστατα στερεότυπα της εποχής μας, εφόσον στιγματίζει μια φουρνιά ανθρώπων που στην πραγματικότητα αποτέλεσαν ισχυρό φορέα εκσυγχρονισμού στη μεταδικτατορική Ελλάδα. Η κριτική όμως επεκτείνεται από τη γενιά στην ίδια την επέτειο και στο γεγονός πως κάθε χρόνο, παράλληλα με τους εορτασμούς για το Πολυτεχνείο παρακολουθούμε έναν επετειακό πετροπόλεμο, μια βεντέτα μεταξύ αντιεξουσιαστών και αστυνομίας, μια επιτέλεση της βραδιάς της 17ης Νοέμβρη με σχεδόν θεατρικό τρόπο, αλλά και ανείπωτες υλικές ζημιές γύρω και μέσα στο εμβληματικό αυτό κτίριο. Αναμειγνύοντας λοιπόν –καθόλου αθώα– ετερογενή υλικά, όπως τις επιτελέσεις, τις υποκουλτούρες των Εξαρχείων και τους αναρχικούς συμβολισμούς, με τη θεσμική υπόσταση της επετείου, άρχισε να τσιμεντώνεται ένα αφήγημα απαξίωσης που φτάνει στο απόγειό του με την αμφισβήτηση αυτού καθαυτού του γεγονότος, αλλά και των σημαινομένων του.

«Γιατί γιορτάζουμε το Πολυτεχνείο;» αναρωτήθηκε σε πρόσφατη επιφυλλίδα του στην εφημερίδα Καθημερινή ο συγγραφέας Τάκης Θεοδωρόπουλος – ανακυκλώνοντας τον τίτλο παλαιότερου, ανώνυμου άρθρου της εφημερίδας με ταυτόσημο περιεχόμενο. Είχαν προηγηθεί σε προηγούμενες επετείους παρόμοια άρθρα της φίλης μου Σώτης Τριανταφύλλου, που έλεγε ότι ο εορτασμός αποτελεί αναχρονισμό και πρέπει να καταργηθεί, καθώς και του ιστορικού Θάνου Βερέμη, που αναρωτιόταν, στο ίδιο μήκος κύματος, ποια υπηρεσία προσέφερε όλο αυτό το συμβάν στην ελληνική δημοκρατία. Σε ακόμα πιο οξύ και έξω από τα δόντια ύφος, ο Θεοδωρόπουλος υπενθυμίζει πως το Πολυτεχνείο οδήγησε στην ανατροπή του Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη και τη σκλήρυνση του καθεστώτος υπό τον τελευταίο, οδηγώντας εν τέλει στην κυπριακή τραγωδία. Σε αυτή τη γραμμική παρουσίαση των ιστορικών συμβάντων, το ένα γεγονός οδηγεί στο επόμενο, αναπόδραστα και σχεδόν νομοτελειακά. «Στην ουσία τελικά γιορτάζουμε χωρίς να ξέρουμε τι γιορτάζουμε», καταλήγει απαξιωτικά το άρθρο, υπονοώντας σαφώς πως θα ήταν καλύτερα η εξέγερση να μην είχε γίνει και ποτέ – όλοι θα ήμασταν ευτυχέστεροι σήμερα, και με την Κύπρο αλώβητη. Θεωρώ πως μέχρι πριν από κάποια χρόνια αυτή η προβληματική και αντιϊστορική άποψη θα θεωρούνταν τουλάχιστον επικίνδυνη και καταδικαστέα, αν όχι εντελώς φαιδρή. Σήμερα όμως, ο ρεβιζιονισμός αυτού του τύπου τείνει να λάβει διαστάσεις επιδημίας· είναι η επάνοδος του απωθημένου, κατά κάποιο τρόπο: μιας απωθημένης απόρριψης του γεγονότος που εμφανίστηκε πολύ νωρίς μεταπολιτευτικά από την τότε άκρα δεξιά, εξέλειψε αργότερα, για να επανεμφανιστεί τώρα με τον μπανάλ μανδύα της «κοινής λογικής».

Όλη αυτή η μεθόδευση αψηφά κάποια πολύ συγκεκριμένα στοιχεία. «Τη Χούντα δεν την έριξε καμιά λαϊκή εξέγερση», λέει ο Θοδωρόπουλος, χωρίς να ασχολείται με το αν και κατά πόσο το Πολυτεχνείο κατάφερε ένα αποφασιστικό πλήγμα σε ένα αυταρχικό καθεστώς που ώς εκείνη την στιγμή, μετά από έξι χρόνια, ήταν ακλόνητο ή το κατά πόσο ακύρωσε την περίφημη «φιλελευθεροποίηση» της Χούντας, που πιθανότατα θα είχε μετατρέψει την Ελλάδα σε ένα είδος Τουρκίας ή Χιλής, με τον Παπαδόπουλο ισόβιο Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ψιλά γράμματα. Ούτε βέβαια τον αφορά το γεγονός πως το Πολυτεχνείο και ο εορτασμός του είναι ακριβώς υπόμνηση στο γεγονός πως τη στιγμή που ο ελληνικός λαός δεν αντιστάθηκε μαζικά και σθεναρά στη δικτατορία (πλην ολίγων εξαιρέσεων), κάποιοι νέοι άνθρωποι σήκωσαν στην πλάτη τους την αντίσταση ενάντια σ’ ένα βάναυσο καθεστώς και τελικά ξέπλυναν την ντροπή μιας ολόκληρης κοινωνίας με τεράστιο ατομικό κόστος. Να προσθέσουμε εδώ πως ενώ στην Ισπανία του Φράνκο και στην Πορτογαλία του Καετάνο αναπτύχθηκαν παρόμοιες αντιδικτατορικές φοιτητικές δράσεις στις αρχές του ’70, παρόλα αυτά απουσιάζει ένα κεντρικό γεγονός με την ένταση και τις επιπτώσεις του Πολυτεχνείου –πράγμα που διαχωρίζει την ελληνική περίπτωση και την εντάσσει σ’ ένα πλαίσιο βάναυσης καταστολής που θυμίζει περισσότερο Πράγα η Χιλή και λιγότερο τα κινήματα του ’68. Αυτό βέβαια δεν ταιριάζει καθόλου με την αποκαθαρμένη εικόνα της δικτατορίας ως φαιδρής και γελοίας και κατ’ επέκταση όχι και τόσο βίαιης και κατασταλτικής, που φοριέται πολύ τελευταία.

Το εν λόγω αφήγημα δεν ασχολείται καν με το γεγονός πως το Πολυτεχνείο δεν είναι μια μεμονωμένη στιγμή αλλά το επιστέγασμα πολύχρονων αγώνων, διωγμών και βασανιστηρίων, της ηρωικής πρώτης γενιάς αντιστασιακών οργανώσεων αλλά και στιγμών συλλογικής ανάτασης, όπως οι καταλήψεις της Νομικής ή οι κηδείες του Γεωργίου Παπανδρέου και του Γιώργου Σεφέρη. Μπαίνει αντιθέτως σε μια μπακαλίστικη λογική του «ποιος το προκάλεσε», «ποιός ωφελήθηκε», «πού κατέληξε», καταλήγοντας πως «δεν έριξε» το καθεστώς. Στην ιστορία όμως των εξεγέρσεων και των κοινωνικών κινημάτων ποτέ ένα κι ένα δεν έκαναν δύο. Τα πλήγματα που καταφέρνουν τα κινήματα είναι συχνά βραδίκαυστα, υπόγεια και φέρουν καρπούς μετά από καιρό – είναι όπως οι ρίζες του μπαμπού, σύμφωνα με μια παλιά χιλιάνικη παροιμία.

Τυχαίνει να ζω στην Ισπανία, μια χώρα που έζησε το φασισμό στο πετσί της, μετά από έναν εξαιρετικά σκληρό εμφύλιο και με μια δικτατορία στυγνή και πολύχρονη. Ολόκληρη η ισπανική μετάβαση στη δικτατορία βασίστηκε ακριβώς στο αντίθετο της μνήμης του Πολυτεχνείου – κοινώς, την κεντρική ιδέα ότι πρέπει να προχωράμε μπροστά και να μην θυμόμαστε τις μαύρες σελίδες ή τις όποιες περγαμηνές αντίστασης στο δικτατορικό καθεστώς. Ενώ λοιπόν η μεταπολιτευτική Ελλάδα αποφάσισε για τους δικούς της λόγους να αντιμετωπίσει κάποια από τα «τέρατα του παρελθόντος», η Ισπανία αντιθέτως επέλεξε ένα δρόμο λήθης, τον οποίο πληρώνει ακριβά. Σήμερα, η ισπανική κοινωνία προσπαθεί με κόπο να βρει τα εργαλεία για να αναμετρηθεί με αυτό το απωθημένο παρελθόν που άρχισε να κακοφορμίζει.

Το Πολυτεχνείο, αντιθέτως, είναι καμωμένο από τα υλικά της συλλογικής μνήμης. Δεν είναι όσα μας φαίνονται μπανάλ και χιλιοειπωμένα, σε γκρίζες τελετές, καταθέσεις στεφάνων, βαρετές σχολικές γιορτές ή πομπώδεις κορώνες για την υπέρτατη θυσία αγνών παιδιών. Είναι ένα πολύ δυνατό σύμβολο αντίστασης και υπενθύμιση πως κάποιοι –πολλοί– δεν βγήκαν στους δρόμους εκείνο το βράδυ, ενώ το καθεστώς «σκότωνε τα παιδιά τους» που είχαν αψηφίσει το φόβο, προτάσσοντας το γενικό καλό πάνω από το προσωπικό τους συμφέρον και την ατομική τους ασφάλεια. Είναι ο ασθμαίνων εθνικός ύμνος την ώρα της εισβολής, η αιματοκυλισμένη σημαία, τα παιδιά με τις τρύπες στο θώρακα και τα διαλυμένα πόδια της φοιτήτριας που πλάκωσε η πύλη. Είναι το κυνηγητό και η αναζήτηση καταφύγιου στα σκοτεινά και σε σπίτια αγνώστων. Είναι το μετά, οι επέτειοι της Μεταπολίτευσης, οι χιλιάδες κόσμου στους δρόμους και οι συμπλοκές έξω από την Αμερικανική Πρεσβεία. Είναι οι αέναες συζητήσεις και οι κόντρες για το πραγματικό του νόημα και για τους αγώνες που συνεχίζονται και δικαιώνονται. Είναι όλη η διαδρομή που μεσολάβησε από την εξιδανίκευση στη δαιμονοποίηση, μέχρι αυτήν ακόμα την τωρινή του απόρριψη. Όλα αυτά μαζί και κάτι παραπάνω· γιατί είναι, εν τέλει, μια μετωνυμία της ίδιας της Μεταπολίτευσης και των σαράντα δύο χρόνων που διανύσαμε έκτοτε. Και γι’ αυτό ακόμα το συζητάμε. Γι’ αυτό και οι «αγανακτισμένοι» φώναξαν πως «η Χούντα δεν τελείωσε το ’73», και όχι το ’74 – γιατί έτσι έχει εγγραφεί στο συλλογικό φαντασιακό, όσο καταφανέστατα λάθος κι αν είναι αυτό.

Όντως οφείλουμε να αναστοχαστούμε πάνω στο γεγονός και στις μυθικές του διαστάσεις και να σκεφτούμε το ρόλο της επετείου, της πορείας και των συμβολισμών, χωρίς διάθεση τοτεμοποίησης ή εξιδανίκευσης. Να κατανοήσουμε το ρόλο που έπαιξε και πώς συντελέστηκε η εργαλειοποίηση αλλά και η μνημειοποίηση του, χωρίς ταμπού και προκαταλήψεις. Να σκεφτούμε πάνω στη φόρμα και τη μορφή των εορτασμών, πέρα από το περιεχόμενο, γιατί οι μνημονικές πρακτικές έχουν τη δική τους αποτύπωση όπως μας υπενθυμίζει ο Paul Connerton(1) – συμπεριλαμβανομένου του περίφημου κεφαλιού του Σβορώνου που φιλοτέχνησε ο Μέμος Μακρής και που τώρα τόσο χυδαία λοιδoρείται. Οι συμβολικές επιτελέσεις αποτελούν ένα κοινωνικό δράμα, μια συλλογική διαδικασία, ένα ιεροτελεστικό που λειτουργεί συνεκτικά και με έντονο συναισθηματικό αντίκτυπο. Δεν γίνεται λοιπόν να θάβουμε τσαπατσούλικα –ούτε καν ιεροτελεστικά– ό,τι δεν μας αρέσει ή δεν καταλαβαίνουμε, χωρίς πραγματική διάθεση κατανόησης αλλά με αποκλειστικό στόχο την ισοπέδωση. Ξεμπερδέψαμε με την Μεταπολίτευση, να τελειώνουμε και με το Πολυτεχνείο. Ε, δεν είναι τόσο απλό.

Τέλος, το Πολυτεχνείο αποτέλεσε τον κατεξοχήν τόπο μνήμης, σύμφωνα με τον κλασικό όρο του Πιερ Νορά, πάνω στον οποίο οικοδομήθηκε το συλλογικό φαντασιακό μεταδικτατορικά – από τις πρώτες εκλογές που έλαβαν χώρα 17 Νοεμβρίου ώς την εκμετάλλευσή του από την τρομοκρατική οργάνωση 17 Νοέμβρη· είναι το σημείο αναφοράς της μετάβασης στη δημοκρατία και το γεγονός-κλειδί με το οποίο αναμετριέται η ελληνική κοινωνία κάθε δέκα χρόνια.(2) Η παρούσα τάση ισοπεδωτικής απόρριψης απειλεί τα ίδια τα θεμέλια πάνω στα οποία οικοδομήθηκε η μεταδικτατορική συλλογική μνήμη, ακριβώς λόγω της λειτουργίας του Πολυτεχνείου ως εθνικού μνημονικού τόπου. Απομένει να δούμε με ποιους τρόπους η ακραία αμφισβήτηση ενός τόσο κομβικού γεγονότος και της απελευθερωτικής του δυναμικής θα επηρεάσει στο μέλλον την πολιτική κουλτούρα της χώρας και την αυτοεικόνα της. Όσο για την ίδια τη Γενιά, δυστυχώς δεν κατόρθωσε πάντα να διαχειριστεί με τον καλύτερο τρόπο τη μνήμη του γεγονότος που βίωσε και που τελικά, και ίσως αναμενόμενα, την ξεπέρασε. Τα παιδιά της εξέγερσης μπορεί να κουράστηκαν και να γύρισαν στο σπίτι, εμείς όμως οφείλουμε να διατηρήσουμε τη μνήμη αυτή ζωντανή, κρατώντας την όσο γίνεται μακριά από τα αναθέματα και τις αναθυμιάσεις του δημόσιου λόγου.

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1.  Paul Connerton, How Societies Remember, Κέιμπριτζ: Cambridge University Press, 1989.

2.  Βλ. επ’ αυτού Κατερίνα Λαμπρινού, «Η „Γενιά του Πολυτεχνείου“ στο Καλειδοσκόπιο της Μεταπολίτευσης», σσ. 179-196, στο Μάνος Αυγερίδης, Έφη Γαζή, Κωστής Κορνέτης (επιμ.), Μεταπολίτευση. Η Ελλάδα στο μεταίχμιο δυο αιώνων, Αθήνα: Θεμέλιο, 2015.

 

(πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 24 Noεμβρίου 2016)

ΧΡΟΝΟΣ #43, 24 Νοεμβρίου 2016

Ο Κωστής Κορνέτης σπούδασε Ιστορία και Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Ludwig Maximilian’s του Μονάχου και War Studies και Modern Greek Studies στο Πανεπιστήμιο King’s College του Λονδίνου. Έκανε το μάστερ του πάνω στη σύγχρονη ιστορία στο University College του Λονδίνου και εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στο Τμήμα Ιστορίας και Πολιτισμού του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου της Φλωρεντίας, με θέμα το φοιτητικό κίνημα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών (υπό έκδοση, Berghahn Books). Έχει διατελέσει υπότροφος της ισπανικής κυβέρνησης στη Μαδρίτη, επισκέπτης ερευνητής στη Σορβόννη και Visiting Global Scholar στο New York University, όπου παρακολούθησε μαθήματα Film Studies με έμφαση στο ντοκιμαντέρ. Από το 2007 εργάζεται ως επισκέπτης επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας του Πανεπιστημίου Μπράουν των Η.Π.Α., ενώ από το 2012 διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Είναι ιστορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Carlos III της Μαδρίτης. Από τις εκδόσεις «Πόλις» κυκλοφορεί το βιβλίο του Τα παιδιά της δικτατορίας. Φοιτητική αντίσταση, πολιτισμικές πολιτικές και η μακρά δεκαετία του ’60 στην Ελλάδα. Άρθρα του σχετικά με τη σύγχρονη κοινωνική και πολιτισμική ιστορία έχουν δημοσιευτεί σε επιστημονικά περιοδικά της Ελλάδας και του εξωτερικού. Είναι τακτικός συνεργάτης του ένθετου «Βιβλιοδρόμιο» της εφημερίδας Τα Νέα.

Το Πολυτεχνείο δεν είναι μια μεμονωμένη στιγμή αλλά το επιστέγασμα πολύχρονων αγώνων, διωγμών και βασανιστηρίων, της ηρωικής πρώτης γενιάς αντιστασιακών οργανώσεων αλλά και στιγμών συλλογικής ανάτασης, όπως οι καταλήψεις της Νομικής ή οι κηδείες του Γεωργίου Παπανδρέου και του Γιώργου Σεφέρη.

Το Πολυτεχνείο αποτέλεσε τον κατεξοχήν τόπο μνήμης, σύμφωνα με τον κλασικό όρο του Πιερ Νορά, πάνω στον οποίο οικοδομήθηκε το συλλογικό φαντασιακό μεταδικτατορικά – από τις πρώτες εκλογές που έλαβαν χώρα 17 Νοεμβρίου ώς την εκμετάλλευσή του από την τρομοκρατική οργάνωση 17 Νοέμβρη· είναι το σημείο αναφοράς της μετάβασης στη δημοκρατία και το γεγονός-κλειδί με το οποίο αναμετριέται η ελληνική κοινωνία κάθε δέκα χρόνια. Η παρούσα τάση ισοπεδωτικής απόρριψης απειλεί τα ίδια τα θεμέλια πάνω στα οποία οικοδομήθηκε η μεταδικτατορική συλλογική μνήμη, ακριβώς λόγω της λειτουργίας του Πολυτεχνείου ως εθνικού μνημονικού τόπου.