Ο φιλελληνισμός στη μαχόμενη πολιτική του διάσταση

Άννα Καρακατσούλη

Οι διεθνικές ομάδες του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού στην Ελληνική Επανάσταση και η πρώιμη παγκοσμιοποίηση του 19ου αιώνα. Συνέντευξη στον Θανάση Μήνα

Στην πρόσφατη μελέτη της με τον τίτλο «Μαχητές της Ελευθερίας» και 1821: Η Ελληνική Επανάσταση στη διεθνική της διάσταση (Πεδίο, 2016), η ιστορικός Άννα Καρακατσούλη μελετά την Ελληνική Επανάσταση υπό το πρίσμα τής –κατά τον Έρικ Χομπσμπάουμ– «Εποχής των Επαναστάσεων». Προκειμένου να εξετάσει την επανάσταση ως «ευρωπαϊκό γεγονός», η συγγραφέας απομακρύνεται από το σχήμα του ρομαντικού ιδεολόγου φιλέλληνα και εστιάζει στις διεθνικές ομάδες του «ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού», που αναπτύσσονται στα πολλαπλά επαναστατικά μέτωπα της μεταναπολεόντειας περιόδου.

 

Πώς εγγράφεται η Ελληνική Επανάσταση στο κύμα του διεθνικού ριζοσπαστισμού που αναπτύσσεται στην Ευρώπη και στην Αμερική στα χρόνια μετά τη Γαλλική Επανάσταση;

Η Επανάσταση του 1821 αποτελεί μέρος του μεγάλου επαναστατικού κύματος που εκδηλώνεται στην Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική μετά την πτώση του Ναπολέοντα και την επικράτηση των δυνάμεων της Παλινόρθωσης. Υποστηρικτές των φιλελεύθερων ιδεών και πιστοί της κληρονομιάς της Γαλλικής Επανάστασης αντιδρούν δυναμικά στην προσπάθεια επαναφοράς του Παλαιού Καθεστώτος και εξεγείρονται τόσο στη λεκάνη της Μεσογείου όσο και στις αμερικανικές αποικίες της Ισπανίας και της Πορτογαλίας που επιζητούν την ανεξαρτησία τους. Ο ελληνικός ξεσηκωμός αναγνωρίζεται από τους διεθνικούς μαχητές της «Φιλελεύθερης Διεθνούς» ως εκδήλωση του κοινού αγώνα για την ελευθερία και την αποτίναξη της τυραννικής καταπίεσης και ως τέτοια την περιλαμβάνουν στους προορισμούς τους.

 

Ο Έρικ Χομπσμπάουμ έχει προτείνει τον όρο «Φιλελεύθερη Διεθνής» για τα κινήματα αυτά των αρχών του 19ου αιώνα και υπογραμμίζει ότι η ελληνική υπόθεση συσπείρωσε την Αριστερά της εποχής εκείνης (έστω και με τον αναχρονισμό της χρήσης του όρου «Αριστερά» στην περίπτωσή μας). Ποιες δομικές συγκρίσεις ή αναλογίες μπορούν να γίνουν με μεταγενέστερες περιπτώσεις ή ακόμα και με φαινόμενα της συγχρονίας στο μεσογειακό χώρο; Ήταν αυτό ένα από τα βασικά ερωτήματα που σας οδήγησαν στην ερευνά σας; 

Ο Έρικ Χομπσμπάουμ είναι ένας από τους ελάχιστους ιστορικούς που επεκτείνουν την εξέταση του φαινομένου μέχρι τη Βαλκανική Χερσόνησο και ίσως ο πρώτος που είδε τον φιλελληνισμό στη μαχόμενη πολιτική του διάσταση. Η αλληλεγγύη του «αριστερού» χώρου –τα εισαγωγικά μπαίνουν γιατί στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα αυτές οι έννοιες είναι ακόμα υπό διαμόρφωση– θα εκδηλωθεί σε αρκετές κρίσιμες περιστάσεις, με πιο γνωστές την Κομμούνα του Παρισιού και τον Ισπανικό Εμφύλιο. Τα κοινά χαρακτηριστικά που διαπιστώνουμε είναι η εθελοντική στράτευση στον αγώνα ενός άλλου έθνους και στην υπηρεσία μιας ιδέας που υπερβαίνει τα εθνικά όρια με αποτέλεσμα το σχηματισμό μιας διεθνικής κοινότητας μαχητών. Στο βιβλίο με απασχόλησε αυτή ακριβώς η διεθνική διάσταση, πώς δηλαδή διασταυρώνονται στην Ελληνική Επανάσταση πορείες ζωής, κοσμοαντιλήψεις, επιδιώξεις, ενίοτε και σκοπιμότητες, που την εντάσσουν στην πρώιμη παγκοσμιοποίηση του 19ου αιώνα.

 

Πώς επηρεάζεται η Ελληνική Επανάσταση από την –μάλλον παραγνωρισμένη– Ισπανική Επανάσταση του 1808 και από το συνακόλουθο ρηξικέλευθο Σύνταγμα του Κάδιξ; Κατά πόσο οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι αποτελούν τον καταλύτη για την εκδήλωση αυτών των κινημάτων;

Το 1808 ξεκινά η αντίσταση των Ισπανών πατριωτών κατά της εισβολής των γαλλικών στρατευμάτων του Ναπολέοντα, που αποτελεί την προϊστορία των επαναστάσεων του 1820. Στον αγώνα τους αυτόν, που θα συνεχιστεί σε όλη τη διάρκεια της γαλλικής κατοχής, δηλαδή μέχρι το 1814, επισημαίνουμε τρία χαρακτηριστικά που μας ενδιαφέρουν εδώ: οι Ισπανοί αναπτύσσουν την τακτική του ανταρτοπόλεμου, του δίνουν μάλιστα και το όνομα με το οποίο θα γίνει γνωστός, guerilla ή μικρός πόλεμος, πολεμούν με τη συνδρομή ξένων ενισχύσεων από τη Μεγάλη Βρετανία, και ψηφίζουν το φιλελεύθερο Σύνταγμα του Κάδιξ το 1812, τον «ιερό κώδικα» των φιλελεύθερων της εποχής και πρότυπο για το ιταλικό σχεδίασμα όπως και για τα Συντάγματα των νέων ανεξάρτητων κρατών στη Λατινική Αμερική. Οι Έλληνες θα στραφούν προς την Ισπανία αργότερα, όταν στην εξουσία βρίσκονται οι φιλελεύθεροι μετά το επιτυχημένο pronunciamento του συνταγματάρχη Ραφαέλ δε Ριέγο. Είναι η αποστολή του Ανδρέα Λουριώτη που ταξιδεύει στην Ισπανία το καλοκαίρι του 1822 σε αναζήτηση στήριξης, πολιτικής και οικονομικής. Η προσπάθεια δεν θα ευδοκιμήσει, καθώς η διεθνής συγκυρία ήταν αρνητική και ο ίδιος ο Ριέγο επιφυλακτικός προκειμένου να μην δώσει λαβή στην Ιερά Συμμαχία για παρέμβαση. Κατά τη γνώμη μου, καταλύτης του κύματος των επαναστάσεων του 1820 δεν ήταν τόσο οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι όσο η απόφαση του Συνεδρίου της Βιέννης, το 1815, να γυρίσει πίσω το «ρολόι της Ιστορίας», να αγνοήσει τις κατακτήσεις της Γαλλικής Επανάστασης και να προσπαθήσει να επιβάλει εκ νέου τον αυταρχισμό του 18ου αιώνα.

 

Ποιες υποκειμενικότητες συγκροτούν τα φιλελληνικά διεθνικά δίκτυα; Είναι δίκτυα κυρίως καρμποναρικά και ελευθεροτεκτονικά και ομαδώσεις φιλελευθέρων (οπαδοί του Jeremy Bentham, του Mazzini, σαινσιμονιστές κ.λπ.); 

Το δίκτυο που με απασχόλησε είναι εκείνο των στρατιωτικών που προσέρχονται στον ελληνικό Αγώνα κυρίως μετά το 1824, όταν τα άλλα διεθνή μέτωπα της επανάστασης έχουν κριθεί και ο θάνατος του Byron στο Μεσολόγγι έχει αναθερμάνει το ενδιαφέρον για τους μαχόμενους Έλληνες. Η παράμετρος του ελευθεροτεκτονισμού είναι ασφαλώς παρούσα, πολλοί ήταν οι αξιωματικοί της Μεγάλης Στρατιάς που είχαν μυηθεί στη μασονία, και μάλιστα η ελληνική περίπτωση αποτελεί το μόνο επαναστατικό κίνημα το οποίο στηρίζουν ανοιχτά οι επίσημοι θεσμοί της μασονίας, διαφοροποιούμενοι από την παραδοσιακή αποφυγή πολιτικής έκθεσης της Στοάς της Μεγάλης Ανατολής.

 

Πρόκειται μάλλον για δίκτυα που δεν είναι ουδέτερα ούτε σχηματίζουν ένα ενιαίο μέτωπο; 

Ο φιλελληνισμός παρουσιάζει μεγάλο μελετητικό ενδιαφέρον, πιστεύω, επειδή είναι ένα εξαιρετικά διαφοροποιημένο κίνημα που συγκεντρώνει ενέργειες, ευαισθησίες και στοχεύσεις πολλών διαφορετικών προελεύσεων και εκφράσεων. Οι συγκεκριμένοι στρατιωτικοί καριέρας μπορούν να ενοποιηθούν ίσως ευκολότερα σε μια «συλλογική βιογραφία», στη βάση της κοινής τους διαδρομής: νεαροί άνδρες φιλελεύθερης ιδεολογίας, παιδιά της Γαλλικής Επανάστασης, σε αναγκαστική αποστρατεία και με ισχνές αποδοχές, οι οποίοι βρίσκονται υπό ασφυκτική παρακολούθηση στις χώρες τους λόγω της επαναστατικής τους έκθεσης.

 

Ο ρομαντισμός προφανώς επηρεάζει τη δράση των φιλελλήνων, όμως η έρευνά σας καταδεικνύει ότι μάλλον δεν φαίνεται να έχει θέση ηγεμονίας. Γιατί και πώς επιβλήθηκε ως στερεοτυπική κατασκευή του ρομαντικού και μόνο φιλέλληνα αγωνιστή; Πόσο παραμορφωτικές είναι οι αναπαραστάσεις των φιλελλήνων στη δημόσια και σχολική Ιστορία και πού οφείλονται αυτές οι παραμορφώσεις; 

Ο ρομαντισμός είναι επίσης ένα ιδιαίτερα ευρύ κίνημα με διάρκεια που εκτείνεται σε αρκετές δεκαετίες και εκ φύσεως μεγάλη ελευθερία στις εκδηλώσεις του. Η αυθόρμητη και παράφορη στράτευση με διακινδύνευση ζωής σε μια υψηλή ιδέα αφορά ασφαλώς κάποιους από τους φιλέλληνες, όχι τόσο όμως τους «μαχητές της ελευθερίας». Για αυτούς τους εξ επαγγέλματος στρατιωτικούς η Ελληνική Επανάσταση αντιμετωπίζεται περισσότερο σαν μια ευκαιρία για την εξακολούθηση της σταδιοδρομίας στα πεδία της μάχης που τόσο πρόωρα διακόπηκε από το πέρας των Ναπολεόντειων Πολέμων. Ακόμα και σε κείμενα του υπέρτατου συμβόλου του ρομαντισμού, του Λόρδου Byron, διαπιστώνουμε ότι η Ελλάδα ήταν μόνο ένας πιθανός προορισμός μεταξύ άλλων. Η δημόσια και σχολική ιστορία στη χώρα μας είναι γνωστό ότι πάσχει σοβαρά από ελληνοκεντρισμό, επιλέγοντας να κωφεύει στη συγκριτική μελέτη και τις ιστορικές αναλογίες. Άλλωστε, η καθιέρωση του τύπου του ρομαντικού και ανιδιοτελούς ιδεολόγου φιλέλληνα ήταν πιο ανώδυνη και καθησυχαστική, ακόμα και κολακευτική, από εκείνη του περιπλανώμενου επαναστάτη με τις προσωπικές προτεραιότητες και βλέψεις.

 

Παρόλα αυτά ο τύπος του «ρομαντικού τυχοδιώκτη» αντικατοπτρίζεται σε προσωπικότητες που συμμετείχαν στην Ελληνική Επανάσταση, όπως ο Harring, τον οποίον, όπως σημειώνετε, σκιαγραφούν «ειρωνικά και συγκαταβατικά» οι Μαρξ και Ένγκελς σε κείμενό τους του 1858. 

Το φιλελληνικό κίνημα είναι εξόχως πολυσυλλεκτικό, όμως οι «ρομαντικοί τυχοδιώκτες» δεν αποτελούν τον κανόνα. Ο Harro Harring, ζωγράφος, θεατρικός συγγραφέας και συστηματικός υποκινητής επαναστάσεων, είναι ένα οριακό παράδειγμα που όμως τέμνεται με τους υπόλοιπους στη διαδεδομένη περιφρόνηση για την τακτική του πολέμου που ακολουθούν οι νεώτεροι Έλληνες και στον έκδηλο πατερναλισμό του.

 

Στον αντίποδα, όπως παρατηρεί και ο βιογράφος του, «ο αλτρουισμός του Cochrane προς την Ελλάδα είχε σταθερή οικονομική βάση». Πόσο ευδιάκριτα ή δυσδιάκριτα είναι τα όρια ανάμεσα στον εθελοντισμό και τον μισθοφορισμό; 

Σε μια εποχή όπου ο κανόνας είναι η μισθοφορική συγκρότηση των στρατευμάτων, το ερώτημα χάνει την αιχμή που θα αποκτήσει αργότερα, με την καθιέρωση του μοντέλου των εθνικών στρατών και της γενικής επιστράτευσης. Και πάλι, ο Cochrane είναι μια διαβόητη περίπτωση αξιωματικού, που σε όλη την καριέρα του είχε σταθερή μέριμνα για την ακριβή εξαργύρωση των υπηρεσιών του. Το ζήτημα του μισθοφορισμού τίθεται ίσως πιο ξεκάθαρα στις περιπτώσεις εκείνων των αξιωματικών που επέλεξαν την υπηρεσία στις τάξεις του αιγυπτιακού στρατού του Μεχμέτ Αλή, όπου δεν μπορούν να επικαλεστούν το ιδεώδες της ελευθερίας.

 

Κατά πόσο μπορεί να θεωρηθεί ως οριενταλιστική ή πατερναλιστική η θεώρηση των Ελλήνων από τους φιλέλληνες;

Οι περισσότεροι από τους φιλέλληνες μαχητές αναθεωρούν την όποια προκατασκευασμένη ιδέα είχαν για τους απόγονους της κλασικής Ελλάδας όταν έρχονται αντιμέτωποι με τις πραγματικότητες του πεδίου και κυρίως με την τακτική του ασύμμετρου πολέμου που ακολουθούν οι Έλληνες. Δεν μπορούν, με την εξαίρεση του Richard Church που είχε προϋπηρεσία στα Ιόνια, να αποδεχθούν τις ειδικές συνθήκες της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης και αναγάγουν τη στρατιωτική ασυμβατότητα σε πολιτισμική διαφορά. Με αποτέλεσμα οι νεώτεροι Έλληνες να χαρακτηρίζονται βάρβαροι, απολίτιστοι, δειλοί, κ.λπ. Ανάλογους χαρακτηρισμούς συναντάμε και αναφορικά με τους Ισπανούς αντάρτες από τους Βρετανούς συμπολεμιστές τους. Θεωρώ ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα τη λογοτεχνική μετάπλαση της αποικιοκρατικής αντίληψης των φιλελλήνων, όπως και της διάψευσης των προσδοκιών τους, στο άδικα παραγνωρισμένο μυθιστόρημα της Mary Shelley, Ο τελευταίος άνθρωπος. Πρόκειται για ένα έργο του 1826 που τοποθετείται στο μέλλον, στα τέλη του 21ου αιώνα, με τη σύγκρουση στα Βαλκάνια να συνεχίζεται και τον ελληνικό στρατό να πολιορκεί την Κωνσταντινούπολη υπό την ηγεσία ενός Βρετανού ευγενούς.

 

Το φιλελληνικό κίνημα θα πρέπει να ερμηνευθεί μέσα και από τις παραγωγικές σχέσεις, δηλαδή και υπό το πρίσμα του ευρωπαϊκού κεφαλαίου που επιδιώκει να επεκταθεί στα εδάφη της παρηκμασμένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας; Είναι «ευρωπαϊκό γεγονός» αλλά και συγχρόνως ένα δυναμικό προείκασμα του ευρύτερου Ανατολικού Ζητήματος;

Εξαρχής η Ελληνική Επανάσταση θεωρήθηκε τμήμα του Ανατολικού Ζητήματος από την ευρωπαϊκή πλευρά, κυρίως σε σχέση με μια πιθανολογούμενη όσο και επίφοβη επέκταση της ρωσικής επιρροής στη Μεσόγειο. Ο φόβος αυτός θα συμβάλει στη διαμόρφωση του μετώπου των Μεγάλων Δυνάμεων που θα καθορίσει τη μοίρα του υπό διαμόρφωση ελληνικού κράτους.

 

Κάνετε λόγο για μια «πρώτη παγκοσμιοποίηση» του πρώιμου 19ου αιώνα υπό μάλλον βρετανική ηγεμονία. Υπό ποιους όρους συντελείται;

Ο όρος «παγκοσμιοποίηση» περιγράφει κυρίως την αυξημένη και άνιση ενσωμάτωση στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα χωρών και περιοχών μέσω της καπιταλιστικής παραγωγής, διακίνησης και κατανάλωσης των αγαθών. Η Μεγάλη Βρετανία, που συγκροτεί τώρα τη δεύτερη Αυτοκρατορία της μετά την απώλεια των Δεκατριών Πολιτειών της Βορείου Αμερικής, αποτελεί το μεγαλύτερο δίκτυο διακίνησης ανθρώπων, ιδεών και προϊόντων σε όλον τον πλανήτη. Η έννοια της παγκοσμιοποίησης συνεπάγεται όμως και τη διάδοση και αναμέτρηση με ιδέες και κινήματα που γεννιούνται μεν στη δυτική Ευρώπη αλλά επηρεάζουν εξελίξεις και καταστάσεις σε χώρες της περιφέρειας όπως αυτές στη λεκάνη της Μεσογείου.

 

Πώς συνδέεται η παραπάνω παράμετρος με τα δύο ελληνικά δάνεια; Πιστεύετε ότι είναι ένα θέμα που έχει οδηγήσει σε παρανοήσεις; Δάνεια σύναψαν και επαναστατικά κινήματα της Λατινικής Αμερικής της ίδιας περιόδου.

Τα δύο δάνεια που έλαβαν οι Έλληνες κατά τη διάρκεια του πολέμου της Ανεξαρτησίας το 1824 και το 1825, είναι σημαντικά και από πολιτική άποψη γιατί ουσιαστικά αποτελούν την πρώτη διεθνή αναγνώριση της Ελληνικής Πολιτείας. Αντίστοιχα δάνεια είχαν λάβει προηγουμένως οι χώρες της Λατινικής Αμερικής που αγωνίζονταν για την ανεξαρτησία τους, όπως το Περού και το Μεξικό. Η αφθονία ρευστού χρήματος στη βρετανική χρηματιστηριακή αγορά και η δυνατότητα γρήγορου πλουτισμού καλλιεργούσε σε ευρεία στρώματα του πληθυσμού την προσδοκία μεγάλων κερδών από μικρές επενδύσεις με ρίσκο, τουλάχιστον μέχρι τον πανικό του 1825 που οδήγησε στην καταστροφή πολλούς εμπορικούς οίκους.

 

Καταλήγετε στη διαπίστωση ότι «στην Επανάσταση του 1821 βρέθηκαν αντιμέτωπες δύο ιδιοτελείς τελικά ομάδες με διαφορετική στόχευση η καθεμιά, με ξένες πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές αναφορές, χωρίς πρόθεση ειλικρινούς ανταλλαγής και συνεργασίας». Ποιο ήταν τελικά το αποτέλεσμα αυτής της αντιπαράθεσης;

Το συμπέρασμα της έρευνάς μου είναι ότι, για να το θέσουμε επιγραμματικά, για την Ελλάδα ουσιαστικά το όφελος από τη συνεχή παρουσία των ξένων μαχητών εντοπίζεται όχι στο στρατιωτικό πεδίο –εκεί οι ανυπέρβλητες ασυμβατότητες μεταφράστηκαν σε ήττες, υποχωρήσεις και μεγάλες ανθρώπινες απώλειες– αλλά στη διατήρηση του ελληνικού Αγώνα στη διεθνή επικαιρότητα, στην εξασφάλιση –σε συνδυασμό με το έργο των απανταχού φιλελληνικών επιτροπών– του συνεχούς ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης, έως ότου οι εξελίξεις στους ευρωπαϊκούς πολιτικούς και διπλωματικούς συσχετισμούς δημιουργήσουν το ευνοϊκό κλίμα που θα δεχόταν την ίδρυση ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.

 

(πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 22 Noεμβρίου 2016)

ΧΡΟΝΟΣ #43, 22 Νοεμβρίου 2016

 

Η Άννα Καρακατσούλη είναι ιστορικός με σπουδές στην Ελλάδα και στη Γαλλία. Έχει εργασθεί στην UNESCO (Παρίσι) και το Κοινωφελές Ίδρυμα Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης. Σήμερα είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών όπου διδάσκει Νεώτερη και Σύγχρονη Ευρωπαϊκή Ιστορία και Πολιτισμό. Ασχολείται με ζητήματα της ιστορίας της διανόησης και του βιβλίου, της διακίνησης των ιδεών στον ευρωπαϊκό χώρο, κυρίως κατά τους 19ο-20ό αιώνα, και της ιστορίας της αποικιοκρατίας. Κυκλοφορούν οι μελέτες της «Μαχητές της ελευθερίας» και 1821: Η Ελληνική Επανάσταση στη διεθνική της διάσταση (Πεδίο, 2016) και Στη χώρα των βιβλίων: Η εκδοτική ιστορία του Βιβλιοπωλείου της Εστίας, 1885-2010 (Εκδόσεις των Συναδέλφων, 2011).

Καταλύτης του κύματος των επαναστάσεων του 1820 δεν ήταν τόσο οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι όσο η απόφαση του Συνεδρίου της Βιέννης, το 1815, να γυρίσει πίσω το «ρολόι της Ιστορίας», να αγνοήσει τις κατακτήσεις της Γαλλικής Επανάστασης και να προσπαθήσει να επιβάλει εκ νέου τον αυταρχισμό του 18ου αιώνα.

Το δίκτυο που με απασχόλησε είναι εκείνο των στρατιωτικών που προσέρχονται στον ελληνικό Αγώνα κυρίως μετά το 1824, όταν τα άλλα διεθνή μέτωπα της επανάστασης έχουν κριθεί και ο θάνατος του Byron στο Μεσολόγγι έχει αναθερμάνει το ενδιαφέρον για τους μαχόμενους Έλληνες. Η δημόσια και σχολική ιστορία στη χώρα μας έχει όμως κωφεύσει στον τύπο του περιπλανώμενου επαναστάτη με τις προσωπικές προτεραιότητες και βλέψεις και έχει καθιερώσει τον τύπο του ρομαντικού και ανιδιοτελούς ιδεολόγου φιλέλληνα που ήταν πιο καθησυχαστικός, ακόμα και κολακευτικός.

Τα δύο δάνεια που έλαβαν οι Έλληνες κατά τη διάρκεια του πολέμου της Ανεξαρτησίας το 1824 και το 1825, είναι σημαντικά και από πολιτική άποψη γιατί ουσιαστικά αποτελούν την πρώτη διεθνή αναγνώριση της Ελληνικής Πολιτείας. Αντίστοιχα δάνεια είχαν λάβει προηγουμένως οι χώρες της Λατινικής Αμερικής που αγωνίζονταν για την ανεξαρτησία τους, όπως το Περού και το Μεξικό.