Οι πρόσφυγες είναι ο μπαμπούλας. Η απειλή είναι η Άκρα Δεξιά

Δημήτρης Χριστόπουλος

πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – Πάντειο Πανεπιστήμιο

Η πραγματικότητα ως νοσηρό σενάριο

Όταν η ΕΕ υπέγραφε την περιβόητη Συμφωνία με την Τουρκία για τους πρόσφυγες, τον Μάρτιο του 2016, κανείς δεν ήταν πολύ ευχαριστημένος, πολλώ δε μάλλον περήφανος. Σε διαφορετικό βαθμό όλοι γνώριζαν ότι, αργά ή γρήγορα, κάπου θα στράβωνε το πράγμα διότι ήταν πράγματι πολλά εκείνα που η Συμφωνία αυτή αξιώνει από τα συμβαλλόμενα μέρη: η Τουρκία να δέχεται επιστροφές και να περιορίσει τις εξόδους προσφύγων και μεταναστών, αλλά και να προβεί σε μια σειρά κρίσιμες μεταρρυθμίσεις προκειμένου να ξεπαγώσουν οι προενταξιακές διαπραγματεύσεις, η Ελλάδα να συλλαμβάνει αυτούς που μπαίνουν και να τους γυρνάει πίσω στην Τουρκία νομιμοφανώς –την ίδια στιγμή που, ούτως ή άλλως, πρέπει να διαχειριστεί αυτούς που έμειναν στο έδαφός της πριν την έναρξη ισχύος της Συμφωνίας– και, τέλος, η Ευρωπαϊκή Ένωση να καταφέρει την κινητοποίηση των κρατών-μελών της ώστε να δεχθούν αυτή την πονεμένη μετεγκατάσταση και την επανεγκατάσταση των Σύρων προσφύγων από την Ελλάδα και την Τουρκία αντίστοιχα. 

Και κάπου στο τέλος αυτού του δύσβατου δρόμου αχνοφαινόταν –με περισσότερη βούληση παρά όραση– η απόφαση των κρατών-μελών της ΕΕ να καταργήσουν τη βίζα για τους Τούρκους πολίτες εντός της ΕΕ, μερικούς μήνες προτού διεξαχθούν κάποιες από τις πλέον καθοριστικές εκλογές επί του εδάφους της ΕΕ, με πρώτη την προεδρική εκλογή στη Γαλλία το 2017. 

Και μετά ήρθε το Brexit. Μια οδυνηρή ήττα, που έριξε κι άλλο το ηθικό στην Ευρώπη καθώς, απρόβλεπτα για τους περισσότερους –αλλά απολύτως φυσιολογικά για άλλους, μεταξύ των οποίων και ο γράφων(1)–, ένας λαός αποφάσισε το διαζύγιο από τη μεσόκοπη ΕΕ, που έτσι ένιωσε για πρώτη φορά τον πόνο της απόρριψης από τα μέσα. Δεν είναι και λίγο αυτό για μια ΕΕ που είχε συνηθίσει να είναι πάντα «η δύσκολη γκόμενα», στις σχέσεις της με τα κράτη-μέλη. 

Και μετά ήρθε η on camera απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία, η επαύριο της οποίας συνοδεύτηκε από ένα συστηματικό πογκρόμ εναντίον ενόχων κι αθώων – μια ευκαιρία για τον Τούρκο πρόεδρο να καθαρίσει το τοπίο από τον κάθε λογής αντιφρονούντα, υπό το πρόσχημα της συνεργασίας με τους πραξικοπηματίες του κινήματος Γκιουλέν. 

 

Τι σταμάτησε τις ροές στο Αιγαίο;

Μια ιστορία που, αν δεν ήταν πραγματικότητα, θα μας φαινόταν στιγμιότυπο νοσηρής επιστημονικής φαντασίας. Ας πιάσουμε το νήμα από την αρχή. Γιατί αυτή η φετιχοποίηση, η «μανία» με τη Συμφωνία; Τι είναι αυτό που κάνει τις ευρωπαϊκές ελίτ –και κυρίως τη γερμανική κυβέρνηση– να νομίζουν ότι αυτή η Συμφωνία που φυτοζωεί είναι «μονόδρομος», έναντι του οποίου δεν υπάρχει εναλλακτική; 

Μια ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση στην Ευρώπη, τόσο σε επίπεδο ηγεσιών όσο και σε επίπεδο κοινής γνώμης, είναι πως η Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας της 18ης Μαρτίου 2016 για το προσφυγικό αποτελεί την αιτία της ραγδαίας μείωσης των μεικτών ροών από την Τουρκία προς την ΕΕ διά της Ελλάδας. Η πεποίθηση αυτή υπαγορεύει πως η Τουρκία κρατάει, κατά κάποιον τρόπο, ένα μαγικό ραβδί που της επιτρέπει να κάνει τον τροχονόμο των ροών. Μια τις σταματάει, όπως τώρα, λόγω της συμβατικής της υποχρέωσης στην ΕΕ, και ανά πάσα στιγμή μπορεί να ανοίξει τη στρόφιγγα, αφήνοντας ή ακόμη και σπρώχνοντας χιλιάδες πρόσφυγες να επιβιβαστούν στα φουσκωτά για το διάπλου του Αιγαίου προς κάποιο ελληνικό νησί. 

Η πεποίθηση αυτή, όμως, είναι απλώς αβάσιμη. Οι ροές προς την Ελλάδα δεν σταμάτησαν λόγω της Συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας. Περιορίστηκαν περαιτέρω λόγω της Συμφωνίας, αλλά στην πραγματικότητα είχαν ήδη ανακοπεί δραστικά από τη στιγμή που οι αρχές της ΠΓΔΜ αποφάσισαν να κλείσουν τον «βαλκανικό» διάδρομο στην Ειδομένη, ως αποτέλεσμα ενός ντόμινο φραγών των συνόρων μέσω της πρώην Γιουγκοσλαβίας για την Κεντρική Ευρώπη ώς την Αυστρία. 

Η de facto διάβαση της Ειδομένης άρχισε να κλείνει στις 18 Νοεμβρίου 2015, όταν η βόρεια γείτονας της Ελλάδας απαγόρευσε την καθολική διέλευση στο έδαφός της, επιτρέποντάς τη μόνο σε υπηκόους Συρίας, Ιράκ και Αφγανιστάν.(2) Την περίοδο που ακολούθησε, οι περιορισμοί συνεχίζονται και διευρύνονται στις 20 και 21 Φεβρουαρίου 2016, όταν πλέον η διέλευση επιτρέπεται μόνο για υπηκόους Συρίας και Ιράκ. Οι τελευταίες διελεύσεις από τον βαλκανικό δρόμο στην Ειδομένη πραγματοποιήθηκαν στις 5 Μαρτίου 2016. Ώς τότε, στην Ελλάδα εισέρχονταν μέσω του Ανατολικού Αιγαίου περίπου 2.000 άνθρωποι ημερησίως (Φεβρουάριος 2016), ενώ από τη στιγμή που σφραγίστηκε το πέρασμα της Ειδομένης, ο αριθμός αυτός έπεσε στους 800 ημερησίως.(3) Όταν, λίγες μέρες αργότερα, υπογράφηκε η Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, ο αριθμός των διερχομένων πλέον ουσιαστικά εκμηδενίστηκε.(4) 

Εξετάζοντας λοιπόν τον αριθμό των αφίξεων από την αρχή της επιβολής των περιορισμών στη διέλευση της βαλκανικής οδού, είναι εμφανές ότι οι αφίξεις άρχισαν να μειώνονται πολύ πριν τη Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας. Πιο συγκεκριμένα, ο αριθμός των αφίξεων άρχισε να μειώνεται από τον Νοέμβριο του 2016, όταν επιβλήθηκε ο πρώτος περιορισμός διέλευσης σε υπηκόους πέραν των τριών υπηκοοτήτων (Συρίας, Ιράκ και Αφγανιστάν) και συνεχίστηκε να μειώνεται έως το οριστικό κλείσιμο του βαλκανικού δρόμου στις αρχές Μαρτίου του 2016.(5)

Μπορεί κανείς να σκεφτεί ότι οι αφίξεις μειώθηκαν διότι μπήκε ο χειμώνας. Επίσης ότι η Τουρκία αύξησε τους ελέγχους στα σύνορα για να δείξει καλό πρόσωπο κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων πριν τη Συμφωνία.(6) Και τα δύο ισχύουν, αλλά σίγουρα δεν αρκούν για την ερμηνεία του φαινομένου.

Από τα παραπάνω προκύπτει λοιπόν ότι, ευλόγως, ο κόσμος σταμάτησε να έρχεται στην Ελλάδα διότι, πολύ απλά, δεν ήθελε να εγκλωβιστεί στη χώρα, όπως οι περίπου 50.000 που εν τέλει αιχμαλωτίστηκαν στην επικράτεια, έχοντας εισέλθει μετά το σφράγισμα των συνόρων και πριν να τεθεί σε ισχύ η Συμφωνία. Φυσικά υπάρχουν κι εκείνοι οι λίγοι, που εξακολουθούν να έρχονται μετά τη Συμφωνία και άρχισαν να στοιβάζονται στα κέντρα κράτησης που δημιουργήθηκαν σε πολλά μέρη της χώρας, με συνθήκες όχι ακριβώς αντάξιες της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, χωρίς ελπίδα ούτε να μετεγκατασταθούν, ούτε να γυρίσουν πίσω… Ένα βιοτικό αδιέξοδο, που οξύνεται από τη ματαίωση της αρχικής τους προσδοκίας να βρεθούν σε μια χώρα της Βόρειας Ευρώπης. Και μέσα σε όλη αυτή τη ζοφερή εικόνα, η Ελλάδα που, μέσα στο δικό της δράμα, πρέπει να ασχοληθεί και με αυτό, γνωρίζοντας ότι κάθε προσπάθεια να καλυτερεύσει η κατάσταση των αλλοδαπών αυτών στο έδαφός της –είτε πρόκειται για συνθήκες κράτησης είτε συνθήκες ένταξης εν γένει– εκλαμβάνεται από τον εύλογα καχύποπτο, ενίοτε ξενόφοβο βορρά ως μια επιτυχημένη άσκηση του μαθητευόμενου buffer state. Διότι, κακά τα ψέματα, αυτή είναι η επιτομή του ελληνικού προσφυγικού αδιεξόδου: ό,τι και να κάνει η Ελλάδα στην αναγκαία κατεύθυνση της ενσωμάτωσης των προσφύγων λαμβάνεται στο βορρά ως σήμα πως η απόφαση της ΕΕ να δημιουργήσει στη χώρα μια αποθήκη προσφύγων είναι στο σωστό δρόμο. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τις συνθήκες κράτησης, όπως θα δούμε αμέσως. 

Η Ελλάδα έχει δυνατότητες ενσωμάτωσης. Περιορισμένες αλλά υπαρκτές. Το γεγονός ότι η ενεργοποίηση αυτών των δυνατοτήτων μπορεί να δώσει την ευκαιρία στον ευρωπαϊκό βορρά να πει ότι «μια χαρά τα καταφέρνει η Ελλάδα, στείλτε της κι άλλους», αποτελεί την απόλυτη συνταγή της διοικητικής παράλυσης της χώρας. Διότι, κακά τα ψέματα, αν σας λέγανε «σε πληρώνω για να φτιάξεις το σπίτι σου, ώστε να φιλοξενείς 20 ανθρώπους σε 100 τετραγωνικά», μάλλον δεν θα καλοδεχόσασταν την προσφορά. Θα προτιμούσατε να το αφήσετε ρημάδι. Αυτό γίνεται σήμερα, με δύο λέξεις. Αυτό είναι το απολύτως αρνητικό ευρωπαϊκό προσφυγικό άθροισμα.

 

Αθήνα – «Δουβλίνο» – Βερολίνο...

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητάει διαρκώς από την Ελλάδα –στα progress report για τον Κανονισμό του Δουβλίνου–(7) να την ενημερώσει για τις συνθήκες κράτησης των ανθρώπων αυτών. Το κάνει από ανθρωπιστικό ενδιαφέρον; Το κάνει επειδή νοιάζεται για τις τραγικές σωφρονιστικές επιδόσεις ενός κράτους-μέλους; Φυσικά και όχι. Ρωτάει επειδή θέλει, λέει, να ενεργοποιηθεί εκ νέου –να νεκραναστηθεί, ακριβέστερα– ο Κανονισμός του Δουβλίνου, έτσι ώστε να επιστρέψουν στην Ελλάδα μερικές δεκάδες χιλιάδες από αυτούς που πέρασαν το 2015-2016 και οι οποίοι, δυνάμει του κανονισμού, θα έπρεπε να γυρίσουν στην πρώτη χώρα εισόδου τους στην ΕΕ, δηλαδή στην Ελλάδα. Από το 2011, με την περίφημη απόφαση MSS, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καταδίκασε την Ελλάδα και το Βέλγιο διότι ουσιαστικά εφάρμοσαν τον Κανονισμό αυτό, καθώς το Βέλγιο επέστρεψε στην Ελλάδα αιτούντες άσυλο που είχαν διέλθει της Ελλάδας ως πρώτη είσοδο στην ΕΕ για να καταλήξουν στο Βέλγιο. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι συνθήκες κράτησής τους στην Ελλάδα είναι τόσο άθλιες που δεν αρκέστηκε να καταδικάσει μόνο την Ελλάδα, αλλά και το Βέλγιο που τους έστειλε πίσω ενώ όφειλε να γνωρίζει ότι η κατάσταση στα κέντρα κράτησης ήταν απάνθρωπη. 

Έκτοτε, εθνικά δικαστήρια, το ένα μετά το άλλο στη Βόρεια Ευρώπη, αποφάσιζαν να παγώσουν την υποχρέωση της χώρας τους να συμμορφωθεί με το Δουβλίνο, δηλαδή να μην επαναπροωθούν αιτούντες άσυλο στη χώρα της πρώτης εισόδου στην ΕΕ, διότι στην Ελλάδα οι συνθήκες κράτησης ήταν απάνθρωπες και το σύστημα ασύλου της αναποτελεσματικό.(8) Το Δουβλίνο είναι η συνταγή της αποτυχίας της ΕΕ. Ο ορισμός του lose-lose. Ας τολμήσουμε να το αλλάξουμε λοιπόν. Όσο υπάρχει, η ελπίδα για μια καλύτερη, δικαιότερη και αναλογικότερη διευθέτηση της κατανομής των αιτούντων άσυλο θα παραμένει φρούδα. Η αρχή για μια νέα πολιτική ασύλου στην ΕΕ είναι η αναθεώρηση του Δουβλίνου και όχι η Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας. 

Η Ελλάδα, για έναν περίπου χρόνο, υπήρξε η ιδανική χώρα τράνζιτ για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Όταν η χώρα έπαψε να είναι τράνζιτ έπαψε να είναι και πρώτος προορισμός. 

Επομένως, θα ρωτήσει κανείς, γιατί τέτοια εμμονή με τη Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, κυρίως από το κράτος που δέχθηκε το μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων από το ρεύμα του ενός εκατομμυρίου που μπήκε στην ΕΕ το 2015-2016; Τι έχει πάθει η Γερμανία, και από κοντά τα υπόλοιπα βόρεια ή κεντροευρωπαϊκά κράτη, και επιδιώκουν να σωθεί με κάθε τρόπο η Συμφωνία; Είναι τόσο δύσκολο να αντιληφθούν ότι εν πολλοίς αρκεί το ότι έκλεισε ο βαλκανικός διάδρομος; Και αν η Συμφωνία έχει κάποιο μερίδιο στον περιορισμό των ροών (παρότι είδαμε παραπάνω ότι αυτό είναι πολύ περιορισμένο) τι θα γίνει, όταν, αργά ή γρήγορα, η ροή θα αλλάξει κατεύθυνση προκειμένου να φτάσει στον ίδιο προορισμό;

 

...αδέξια μηνύματα σε αμήχανες διαδρομές

Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς απέναντι στον ευρωπαϊκό κυνισμό, θα πρέπει όντως να παραδεχθούμε ότι η Συμφωνία λειτούργησε. Δεν λειτούργησε όμως σε πρώτο χρόνο –ως συμβατικό αποτέλεσμα καθαυτό– αλλά ως μήνυμα με πολλαπλούς παραλήπτες. Ο πρώτος παραλήπτης είναι οι λαοί της ΕΕ, που υποτίθεται –μετά τη Συμφωνία– θα πρέπει να κοιμούνται ήσυχοι ότι πλέον οι πρόσφυγες και οι κατατρεγμένοι δεν θα τους χτυπήσουν την πόρτα, αφού κάποιος στον περίγυρό τους, είτε είναι η Τουρκία είτε η Ελλάδα, θα κάνει τη βρόμικη δουλειά να τους σταματήσει. Το προσφυγικό δίκαιο εδώ είναι μια «οχληρή» λεπτομέρεια. 

Ο δεύτερος παραλήπτης είναι η Τουρκία και η Ελλάδα, που πρέπει να διαχειριστούν το μεσοπρόθεσμο μέλλον τους ως buffer states της ΕΕ εξ ου και ο καθείς εκ των δύο, ρητά ή άρρητα, ζητάει ανταλλάγματα: η Τουρκία ζητάει βίζες για τους πολίτες της και η Ελλάδα ούτως ή άλλως παλεύει για μια διευθέτηση του χρέους της, οπότε η συμμόρφωση στις ευρωπαϊκές επιταγές στο προσφυγικό μπορεί και να βοηθήσει. 

Ο τρίτος παραλήπτης είναι οι ίδιοι οι πρόσφυγες. Το μήνυμα δεν είναι πλέον «θα τα καταφέρουμε», όπως είπε με δυνατή φωνή η Γερμανίδα καγκελάριος στο λόγο της, την τελευταία ημέρα του Αυγούστου 2015. Το μήνυμα είναι «δεν σας θέλουμε, και γι’ αυτό μην μπείτε σε κινδύνους να έρθετε διότι δεν θα τα καταφέρετε». Έτσι λοιπόν, η Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας έγινε ο μπαμπούλας των προσφύγων και ο προστάτης των πολιτών της ΕΕ, ο οποίος πέρα από τους πρόσφυγες μπορεί να τους γλιτώσει –υποτίθεται– από έναν άλλο ευρωπαίο μπαμπούλα: την Άκρα Δεξιά.

 

Η Συμφωνία-μπαμπούλας και η πραγματική απειλή

Οι πιο μελετημένοι από τους θιασώτες της Συμφωνίας αυτής, κυρίως στη Γερμανία, θα ομολογήσουν: «Ναι, το ξέρουμε ότι η Συμφωνία αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί –ούτε η Τουρκία θα κάνει αυτά που υπόσχεται, ούτε η Ελλάδα, ούτε η ΕΕ–, όμως έχει μεγάλη σημασία ώστε να μπορούμε να αναχαιτίζουμε την Άκρα Δεξιά που καραδοκεί». Όσο λιγότεροι πρόσφυγες τόσο μικρότερη η επιρροή της Άκρας Δεξιάς λοιπόν.

 Σε πρώτη ανάγνωση, το επιχείρημα μοιάζει βάσιμο: η παρουσία των ξένων, σε συνδυασμό με τις κρατικές δυσκολίες διαχείρισης του προσφυγικού-μεταναστευτικού είναι η ιδανική πρώτη ύλη για την εδραίωση της ευρωπαϊκής Άκρας Δεξιάς. Εδώ το Ηνωμένο Βασίλειο αποφάσισε να πηδήξει στο κενό και να φύγει από την ΕΕ, από την αποστροφή της κοινής γνώμης προς τους μετανάστες. 

Έτσι λοιπόν λειτουργεί, μας λένε, και η Συμφωνία-μπαμπούλας: φόβητρο στους πρόσφυγες και ανάσχεση στην Άκρα Δεξιά – καθώς καθησυχάζει τους Ευρωπαίους ότι δεν θα ζήσουν με πρόσφυγες, επομένως δεν πρέπει να στραφούν προς εξτρεμιστικές λύσεις. Κι όμως, εκ του αποτελέσματος, κάτι δεν πάει καλά στη συνταγή: τα ακροδεξιά κόμματα και κινήματα προελαύνουν, ενώ οι κεντροδεξιές και κεντροαριστερές κυβερνήσεις βυθίζονται ολοένα και περισσότερο στον ηθικό πανικό, που δεν είναι καλός σύμβουλος. Τα mainstream ευρωπαϊκά κόμματα φυσικά δεν μπορούν να το ομολογήσουν, αλλά κατά βάθος πιστεύουν ότι πρόσφυγες = ενίσχυση της Άκρας Δεξιάς. Άρα, να τους κρατήσουμε μακριά ώστε να αποφύγουμε τους φασίστες! 

Ιστορικά, η ευρωπαϊκή Άκρα Δεξιά εφορμά όταν βλέπει ότι οι πολιτικές ελίτ τη φοβούνται και, υπό το καθεστώς αυτό, υιοθετούν τις παραδοχές της. Διότι, κακά τα ψέματα, αν είναι να διώξουμε τους πρόσφυγες για να μην έρθει η Άκρα Δεξιά, αυτό που καταφέραμε είναι να γίνουμε εμείς Άκρα Δεξιά. 

Όμως, ακόμη και τότε, δεν είμαστε πειστικοί. Διότι οι λαοί μας –μεταξύ ημών των μετανοημένων αστών πολιτικών που μιλάμε τη στεγνή, άτολμη αποϊδεολογικοπημένη και αμήχανη γλώσσα της λειτουργικής σκοπιμότητας, και των εξαγριωμένων, παθιασμένων ακροδεξιών που μιλάνε αυθεντικά τη γλώσσα του πάθους, του συναισθήματος και της κυριαρχίας– θα διαλέξουν τους δεύτερους. Κι αυτό έχουν αρχίσει να κάνουν, παρά τη Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας και άλλων συναφών μέτρων απώθησης της Άκρας Δεξιάς. Ή μάλλον εξαιτίας τους. 

Βάλτε μόνο μπροστά σας τον νεαρό, ξερακιανό –μάλλον αντιπαθή–, κουστουμαρισμένο Υπουργό Εξωτερικών της Αυστρίας, που μήνες τώρα τροφοδοτεί με τη ρητορική του τα ευτελέστερα των συναισθημάτων του λαού του εναντίον των ξένων. Και μετά βάλτε δίπλα του έναν παθιασμένο αυστριακό φασίστα. Αν πράγματι φοβάστε τους ξένους, ποιον θα διαλέξετε να σας προστατέψει; Τον πρώτο, τον αδύνατο λιμοκοντόρο ή τον δεύτερο; Φυσικά τον δεύτερο. Αυτό λοιπόν έπραξαν και οι Αυστριακοί – και έτσι κινδυνεύουμε το 2016 με ακροδεξιό πρόεδρο σε μια από τις χώρες πρωταιτίους του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. 

 

Κατακλείδα

Η Ευρώπη πρέπει αυτοκριτικά να εξετάσει τις επιδόσεις της στο προσφυγικό. Πρέπει ανοιχτά να ομολογήσει ότι αυτή η Συμφωνία-μπαμπούλας που υπέγραψε με την Τουρκία όχι απλώς δεν μπορεί να λειτουργήσει αλλά και τα μηνύματα που στέλνει είναι τοξικά για το μέλλον της. Η Τουρκία, μετά τη Συμφωνία συμπεριφέρεται ολοένα και πιο επηρμένα, πατώντας πάνω στη μικρόψυχη ευρωπαϊκή ευτέλεια. Τόσο δύσκολο είναι να το δει κανείς; Η γερμανική κεντροδεξιά χάνει έδαφος από την Άκρα Δεξιά. Γιατί όμως; Επειδή η Γερμανία έχει ένα εκατομμύριο πρόσφυγες ή επειδή ο λόγος της γερμανικής κυβέρνησης, από το φθινόπωρο του 2016 και μετά, όχι απλώς δεν έχει τίποτε από την αποφασιστικότητα του παρελθόντος αλλά ουσιαστικά αποτελεί μια άτακτη υποχώρηση ενώπιον των πιο συντηρητικών αντανακλαστικών του ακροατηρίου της; Και μήπως ενώ η Γερμανία έδειξε τα δόντια της, επιβάλλοντας τόσο δραστικά τις πολιτικές λιτότητας στη Νότια Ευρώπη, δεν δείχνει την ίδια αποφασιστικότητα με τις προσφυγικές πολιτικές στην Κεντρική Ευρώπη, που ζει ξανά τον Μεσοπόλεμο της MitelEuropa με το πιο νοσηρό πρόσωπο που μας δείχνει το ουγγρικό δημοψήφισμα της 2ης Οκτώβρη; Το χειρότερο που μπορεί να δείξεις στο κτήνος είναι να το γεμίζεις αυτοπεποίθηση κάνοντάς του φανερό ότι το φοβάσαι.

Οι άνθρωποι, στην ανωριμότητα και στον πανικό τους, μπορεί και να φοβούνται τους μπαμπούλες. Όταν μεγαλώνουν ή όταν συνέρχονται από το σοκ, ξέρουν ότι μπαμπούλες δεν υπάρχουν και ορθολογικοποιούν τα πράγματα. Ο κυνισμός με τον οποίο η ΕΕ αποφάσισε να απεμπολήσει ένα μοναδικό κεκτημένο διεθνούς προσφυγικού δικαίου –για τη διαμόρφωση του οποίου χρειάστηκαν εκατομμύρια πρόσφυγες σε δύο παγκόσμιους πολέμους–, δίνει λοιπόν τη θέση του σε ένα καινοφανή συνδυασμό κυνισμού και κουτοπονηριάς. Διότι, οι πρόσφυγες μπορεί να εμφανίζονται ως μπαμπούλας στους νοικοκύρηδες της Ευρώπης. Ωστόσο, μπαμπούλες δεν υπάρχουν. Η Άκρα Δεξιά, από την πλευρά της, δεν είναι μπαμπούλας. Υπάρχει. It’s really there. 

Ας προσέξουμε λοιπόν. Δεν είναι τόσο θέμα αρχών ή δικαιωμάτων. Είναι θέμα ασφάλειας και κοινωνικής συνοχής: σωφροσύνης ή αφροσύνης μας. 

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=808644

2. Περιοδικά κλεισίματα των συνόρων είχαν σημειωθεί αρκετές φορές την προηγούμενη περίοδο, για ώρες ή και μέρες.

3. UNHCR Data Portal-Greece: Greece data snapshot – 08 March 2016 and 13 March 2016.

4. http://ec.europa.eu/dgs/home-affairs/what-we-do/policies/european-agenda-migration/proposal-implementation-package/docs/20160928/3rd_report_on_the_progress_made_in_the_implementation_of_the_eu-turkey_statement_en.pdf

5. http://ec.europa.eu/dgs/home-affairs/what-we-do/policies/european-agenda-migration/background-information/docs/20160928/presentation_en.pdf

6. http://www.iom.int/news/mediterranean-migrant-arrivals-2016-204311-deaths-2443

7. http://ec.europa.eu/dgs/home-affairs/what-we-do/policies/european-agenda-migration/proposal-implementation-package/docs/20160928/recommendation_addressed_to_greece_on_the_specific_urgent_measures_to_be_taken_el.pdf

8. http://www.asylumlawdatabase.eu/en/content/ecthr-mss-v-belgium-and-greece-gc-application-no-3069609 

 

(πρώτη δημοσίευση στα ελληνικά: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 19 Noεμβρίου 2016)

(πρώτη δημοσίευση στα αγγλικά: openDemocracy)

ελληνική απόδοση του κειμένου που δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο openDemocracy

ΧΡΟΝΟΣ #43, 19 Νοεμβρίου 2016

O Δημήτρης Χριστόπουλος είναι Πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστήμιου.

Διαβάστε το βιβλίο
του Δημήτρη Χριστόπουλου
«Η κρίση των δικαιωμάτων»
(μπορείτε επίσης να το «κατεβάσετε» και να το εκτυπώσετε)

ebook, 166 σελ.,
isbn 978-960-504-140-3

Η Ελλάδα έχει δυνατότητες ενσωμάτωσης. Περιορισμένες αλλά υπαρκτές. Το γεγονός ότι η ενεργοποίηση αυτών των δυνατοτήτων μπορεί να δώσει την ευκαιρία στον ευρωπαϊκό βορρά να πει ότι «μια χαρά τα καταφέρνει η Ελλάδα, στείλτε της κι άλλους», αποτελεί την απόλυτη συνταγή της διοικητικής παράλυσης της χώρας. Διότι, κακά τα ψέματα, αν σας λέγανε «σε πληρώνω για να φτιάξεις το σπίτι σου, ώστε να φιλοξενείς 20 ανθρώπους σε 100 τετραγωνικά», μάλλον δεν θα καλοδεχόσασταν την προσφορά. Θα προτιμούσατε να το αφήσετε ρημάδι. Αυτό γίνεται σήμερα, με δύο λέξεις. Αυτό είναι το απολύτως αρνητικό ευρωπαϊκό προσφυγικό άθροισμα.

Το μήνυμα δεν είναι πλέον «θα τα καταφέρουμε», όπως είπε με δυνατή φωνή η Γερμανίδα καγκελάριος στο λόγο της, την τελευταία ημέρα του Αυγούστου 2015. Το μήνυμα είναι «δεν σας θέλουμε, και γι’ αυτό μην μπείτε σε κινδύνους να έρθετε διότι δεν θα τα καταφέρετε». Έτσι λοιπόν, η Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας έγινε ο μπαμπούλας των προσφύγων και ο προστάτης των πολιτών της ΕΕ, ο οποίος πέρα από τους πρόσφυγες μπορεί να τους γλιτώσει –υποτίθεται– από έναν άλλο ευρωπαίο μπαμπούλα: την Άκρα Δεξιά.

Ιστορικά, η ευρωπαϊκή Άκρα Δεξιά εφορμά όταν βλέπει ότι οι πολιτικές ελίτ τη φοβούνται και, υπό το καθεστώς αυτό, υιοθετούν τις παραδοχές της. Διότι, κακά τα ψέματα, αν είναι να διώξουμε τους πρόσφυγες για να μην έρθει η Άκρα Δεξιά, αυτό που καταφέραμε είναι να γίνουμε εμείς Άκρα Δεξιά.

Οι άνθρωποι, στην ανωριμότητα και στον πανικό τους, μπορεί και να φοβούνται τους μπαμπούλες. Όταν μεγαλώνουν ή όταν συνέρχονται από το σοκ, ξέρουν ότι μπαμπούλες δεν υπάρχουν και ορθολογικοποιούν τα πράγματα. Ο κυνισμός με τον οποίο η ΕΕ αποφάσισε να απεμπολήσει ένα μοναδικό κεκτημένο διεθνούς προσφυγικού δικαίου –για τη διαμόρφωση του οποίου χρειάστηκαν εκατομμύρια πρόσφυγες σε δύο παγκόσμιους πολέμους–, δίνει λοιπόν τη θέση του σε ένα καινοφανή συνδυασμό κυνισμού και κουτοπονηριάς. Διότι, οι πρόσφυγες μπορεί να εμφανίζονται ως μπαμπούλας στους νοικοκύρηδες της Ευρώπης. Ωστόσο, μπαμπούλες δεν υπάρχουν. Η Άκρα Δεξιά, από την πλευρά της, δεν είναι μπαμπούλας. Υπάρχει. It’s really there.